Τότε «δεν υπήρχε πολιτική βούληση» για τις λίστες φοροδιαφυγής. Τώρα;

Τότε «δεν υπήρχε πολιτική βούληση» για τις λίστες φοροδιαφυγής. Τώρα;

Αρχές 2013: «…Μιλάμε για τεράστια ποσά, αθροιστικά δις ευρώ τα οποία πρέπει να ελεγχθούν. Πως όμως όταν συνολικά σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν μόλις 200 εξειδικευμένοι ή ειδικευόμενοι υπάλληλοι που μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά και ταυτόχρονα πρέπει να ασχολούνται με τα λουκέτα, τα νησιά, τα διόδια, τις κρεαταγορές, το λαθρεμπόριο καυσίμων κλπ;».

Τέλη 2015: «…το όφελος από την υλοποίηση των ανωτέρω ελέγχων θα είναι τεράστιο για την οικονομία της χώρας και για τον λόγο αυτό η ανάλυση κόστους-οφέλους θα πρέπει να εξεταστεί από εθνική και όχι από κρατική ή υπηρεσιακή σκοπιά».

Η πρώτη περιγραφή της κατάστασης των ελέγχων για τη λίστα Λαγκάρντ και τις άλλες λίστες φοροδιαφυγής ανήκει σε – τότε- ανώτερο στέλεχος του ΣΔΟΕ που σε έξαλλη κατάσταση προσπαθούσε το 2013 να εξηγήσει ότι καλές είναι οι εξαγγελίες της- τότε -κυβέρνησης αλλά καλύτερο θα ήταν να διέθετε και κανέναν υπάλληλο.

Η δεύτερη περιγραφή, που αφήνει κατά μια ερμηνεία αιχμές ακόμα και για ενδεχόμενη έλλειψη πολιτικής βούλησης στην εξιχνίαση αυτών των 6 λιστών φοροδιαφυγής ανήκει με ονοματεπώνυμο και υπογραφή στον οικονομικό εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου, ο οποίος έστειλε πριν από λίγες μέρες σχετική –δεύτερη μετά τον Μάιο- επιστολή στον πρωθυπουργό (Καθημερινή της Κυριακής).

Μεταξύ των δυο περιγραφών μεσολαβεί η οξεία , μέχρις του σημείου της απόδοσης δόλου, κριτική της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ) προς την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για έλλειψη πολιτικής βούλησης στην πάταξη της φοροδιαφυγής, με υπονοούμενα ακόμα και για προσπάθεια συγκάλυψης . Η κριτική αυτή δε έγινε λάβαρο και κατά τη διάρκεια των προεκλογικών αναμετρήσεων.   

Το πρόβλημα όμως φαίνεται πως συνεχίζει να υφίσταται και πλέον με τις δυο επιστολές τους οι οικονομικοί εισαγγελείς θυμίζουν στην κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά) πως στις 31/12/2016 θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει τις έρευνες για τις λίστες της φοροδιαφυγής και να εισπράξουν χρήματα για το δημόσιο ταμείο. Να θυμίσουμε βέβαια πως ο πρώην υπουργός κατά της Διαφθοράς Παν. Νικολούδη εκτιμούσε ότι μπορούν να εισπραχθούν συνολικά περί τα 2,5 δισ. ευρώ.

Οι οικονομικοί εισαγγελείς υπό τον Παναγιώτη Αθανασίου, αναφέρουν πως με 20 ελεγκτές κατόρθωσαν, υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες, να βεβαιώσουν φόρους που αγγίζουν τα 270 εκατ. ευρώ από τον έλεγχο περίπου 30 υποθέσεων. Ζητούν όμως από τον πρωθυπουργό να ενεργήσει «ως προς το θέμα της αύξησης του Αυτοτελούς Τμήματος Ελέγχου ΚΕΦΟΜΕΠ, στο οποίο ανατέθηκε η διενέργεια φορολογικού ελέγχου φυσικών προσώπων όλης της επικράτειας, κατόπιν παραγγελιών του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος για τον εντοπισμό εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων που δεν έχουν δηλωθεί, προκειμένου να ασχοληθούν με τον φορολογικό έλεγχο των προσώπων (ταυτοποιημένων ΑΦΜ) που περιλαμβάνονται στις ποινικές δικογραφίες (λίστες Λαγκάρντ, Εμβασμάτων εξωτερικού, Λιχτενστάιν, Λουξεμβούργου, Μεγάλης Βρετανίας, 65 CD)…

Κατά τη γνώμη μας είναι απολύτως αναγκαία η αύξηση του αριθμού των ελεγκτών που θα διαθέσετε για τον παραπάνω σκοπό, κυρίως για να καταστεί εφικτή η ταυτόχρονη έκδοση πολυάριθμων εντολών φορολογικού ελέγχου των προσώπων που περιλαμβάνονται στις ανωτέρω ποινικές προκαταρκτικές δικογραφίες μέχρι τις 31/12/2016 και να ολοκληρωθούν οι έλεγχοι αυτοί μέχρι την ημερομηνία αυτή».

Ο κ. Αθανασίου εστιάζει το πρόβλημα στο γεγονός ότι η στοιχειοθέτηση της προσαύξησης εισοδήματος από αδήλωτη φορολογητέα ύλη προϋποθέτει ελεγκτικό δυναμικό, ιδιαίτερα αυξημένων προσόντων. Άρα η ολοκλήρωση των ελέγχων απαιτεί τη στελέχωσή του με 300 εξειδικευμένους ελεγκτές και χρήστες πληροφορικής, καθώς και τεχνολογικό εξοπλισμό, άλλωστε «το όφελος από την υλοποίηση των ανωτέρω ελέγχων θα είναι τεράστιο για την οικονομία της χώρας και για τον λόγο αυτό η ανάλυση κόστους-οφέλους θα πρέπει να εξεταστεί από εθνική και όχι από κρατική ή υπηρεσιακή σκοπιά», αφήνοντας αιχμές ακόμα και για ενδεχόμενη έλλειψη πολιτικής βούλησης των προηγούμενων κυβερνήσεων.