Το νέο ενεργειακό τοπίο για καταναλωτές, παρόχους και Δημόσιο

Το νέο ενεργειακό τοπίο για καταναλωτές, παρόχους και Δημόσιο

Η ρήτρα αναπροσαρμογής φεύγει από το καθημερινό μας λεξιλόγιο. Έχοντας προκαλέσει σοκ στους καταναλωτές και έχοντας «στοχοποιηθεί» σε υπερβολικό βαθμό από το πολιτικό προσωπικό της χώρας, η εξαφάνιση της από τους λογαριασμούς των καταναλωτών και από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις ήταν αναμενόμενη. Οπότε, η απομάκρυνση της από το προσκήνιο, λειτούργησε σαν αμορτισέρ απόσβεσης της έντασης. Και μαζί με το πακέτο στήριξης, που θα δώσει η κυβέρνηση μέσα στο τρέχον 12μηνο, αναμένεται να υπάρξει μια σημαντική ανακούφιση στα νοικοκυριά. Ωστόσο υπάρχουν τρία μεγάλα ερωτηματικά, σχετικά με τις επιπτώσεις που θα επιφέρει το νέο σύστημα υπολογισμού των τιμών στο οικοσύστημα των ενεργειακών εταιρειών.

Το πρώτο ερώτημα, αφορά τις προμηθεύτριες εταιρείες, οι οποίες θα πρέπει να αναρτούν στην ιστοσελίδα τους, το αργότερο δυο μήνες πριν, τις νέες τιμές με τις οποίες θα χρεώνουν τους πελάτες τους μελλοντικά. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει, ότι στις 10 Ιουλίου, οι πάροχοι θα πρέπει να γνωστοποιούν τις τιμές του Σεπτεμβρίου.

Όμως σε μια ενεργειακή αγορά τόσο ρευστή, η πορεία της οποίας εξαρτάται εν πολλοίς από τον πόλεμο στην Ουκρανία και από τις επιθυμίες του προέδρου Πούτιν, πως είναι δυνατόν να «προβλέπουν» οι ενεργειακοί πάροχοι τις τιμές του φυσικού αερίου δυο μήνες μετά, ώστε να προσαρμόσουν ανάλογα τα τιμολόγια τους. Με τον βαθμό ρίσκου της ενεργειακής αγοράς να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, οι εταιρείες πρέπει να ισορροπήσουν ανάμεσα σε τιμές, που δεν θα τις εκθέσουν έναντι των προμηθευτών τους και σε τιμές που δεν θα διώξουν τους υπάρχοντες πελάτες τους.

Δηλαδή αφ’ ενός, δεν θα μπορούν να επιλέγουν χαμηλές τιμές, οι οποίες σε πιθανότητα νέας εκτόξευσης των τιμών, θα τους επιφέρουν ζημιές και θα διαλύσουν τις λογιστικές τους καταστάσεις. Αφ' ετέρου όμως, δεν θα μπορούν να επιλέγουν υψηλές τιμές, διότι έτσι, ενώ θα μειώνουν τον βαθμό του ρίσκου τους, θα κινδυνεύουν να χάσουν τους πελάτες τους.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη συμπεριφορά των καταναλωτών, οι οποίοι θα μετατραπούν σε ενεργειακούς νομάδες, που θα μεταφέρουν τα συμβόλαια του ηλεκτρικού ρεύματος από πάροχο σε πάροχο, όπως οι νομάδες βεδουίνοι αναζητούν την όαση με το καθαρό νερό. Θυμίζοντας σε εμάς τους παλαιότερους, τις εποχές του 1990κάτι, που οι αποταμιευτές, κυκλοφορούσαν από τραπεζικό υποκατάστημα σε υποκατάστημα με σακούλες γεμάτες μετρητά, για να κλείσουν τα χρήματα τους, με το υψηλότερο δυνατόν επιτόκιο repos ανά εβδομάδα. Έτσι και τώρα, οι καταναλωτές θα μεταφέρουν τις συνδέσεις τους, στον πάροχο που θα τους προσφέρει τις χαμηλότερες τιμές ανά KWh. Και αυτή η μεταφορά θα εγκυμονεί τον κίνδυνο δημιουργίας ανεξόφλητων υπολοίπων.

Το τρίτο ερώτημα αφορά το δημοσιονομικό κόστος της 12μηνης ενεργειακής επιδοματικής πολιτικής, το οποίο αναμένεται να κληθεί να καλύψει τις αυξήσεις των παρόχων, με σκοπό η τελική επιβάρυνση των καταναλωτών, να μην ξεπεράσει τα επίπεδα τιμών πριν από την κρίση. Ποιο όμως θα είναι το δημοσιονομικό κόστος; Ποιο μέρος από αυτό το κόστος, θα καλυφθεί από τα «υπερέσοδα» των παραγωγών;

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, έχει εκτιμήσει ότι 850 εκατ. ευρώ, είναι αρκετά για να καλυφθεί το β' εξάμηνο της χρονιάς. Ο υπουργός Ενέργειας Κώστας Σκρέκας δεσμεύεται για ανάκτηση εντός του επόμενου 12μηνου, μόνο από τα «υπερέσοδα» των ηλεκτροπαραγωγών, ένα ποσό κοντά στα 6 δισ. ευρώ. Οι εκτιμήσεις των αναλυτών, αναφέρονται σε μια μηνιαία κρατική επιβάρυνση της τάξης των 450 εκατ. ευρώ.

Τα προαναφερθέντα τρία ερωτήματα, θα απαντηθούν από την πορεία των πραγμάτων και εκ του αποτελέσματος θα φανεί αν ο σχεδιασμός ήταν ο σωστός ή όχι. Μέχρι τότε, οι ανησυχίες θα παραμένουν ζωντανές για τους καταναλωτές, τους επενδυτές και τους φορολογούμενους.