Το «καμπανάκι» της Fitch για τις τράπεζες ανεβάζει το πολιτικό θερμόμετρο

Το «καμπανάκι» της Fitch για τις τράπεζες ανεβάζει το πολιτικό θερμόμετρο

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Σε μείζον ζήτημα για την ανάκαμψη της οικονομίας αλλά και σε ένα από τα βασικά μέτωπα πολιτικής αντιπαράθεσης ενόψει των εκλογών εξελίσσεται η αντιμετώπιση του φαινομένου των «κόκκινων» δανείων και κατ' επέκταση η αποκλιμάκωση των πιέσεων που δέχονται οι ελληνικές τράπεζες. Η «παρέμβαση» της Fitch ανεβάζει το θερμόμετρο καθώς ο οίκος απευθύνει έκκληση στην ελληνική κυβέρνηση να στηρίξει τις πρωτοβουλίες για την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), πριν είναι αργά.

Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν μπορεί να εισέλθει δυναμικά στην προεκλογική περίοδο με τον τραπεζικό κλάδο να κλονίζεται, το χρηματιστήριο να παραπαίει και την οικονομία να εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι ο πρωθυπουργός δεν περίμενε ότι το κλίμα θα ήταν τόσο δυσμενές 100 ημέρες μετά το επίσημο τέλος του τρίτου μνημονίου, παρά το πανηγυρικό κλίμα που προσπάθησε να περάσει με την ομιλία του στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.

Με προχθεσινή της έκθεση, η Fitch σπεύδει να προειδοποιήσει ότι αν δεν υπάρξει μια πιο δυναμική και προβλέψιμη μείωση NPEs, σε σύγκριση με τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τον SSM, τότε οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες θα είναι σημαντικοί για το πιστωτικό προφίλ της χώρας. Σημειώνεται ότι η Fitch δίνει την υψηλότερη αξιολόγηση από τις «τρεις αδελφές» για την Ελλάδα, στο «ΒΒ-», τρεις βαθμίδες κάτω από την κατηγορία επενδυτικής διαβάθμισης.

Με άλλα λόγια, η Fitch καθιστά σαφές ότι ακόμη και αν οι συνθήκες το επιτρέψουν (υψηλότερη ανάπτυξη, εκτεταμένες πωλήσεις δανείων, περισσότεροι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί) και οι τράπεζες επιτύχουν τους στόχους για μείωση των «κόκκινων» δανείων στο 17%-22% έως το τέλος του 2021, τα προβλήματα των τραπεζών δεν θα έχουν τελειώσει.

«Αν δεν ληφθούν περισσότερες σημαντικές πρωτοβουλίες, θα αποδειχθεί δύσκολο να επιταχυνθεί η μείωση των NPEs με ρυθμό τέτοιο που να υποστηρίζει πλήρως την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα», σημειώνει με έμφαση ο οίκος. «Οι πρόσφατες προτάσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας συνιστούν πολιτική στήριξη για τέτοιες πολιτικές.

Η Fitch δεν τάσσεται υπέρ κάποιου εκ των δύο σχεδίων για την ταχύτερη μείωση των NPEs, ενώ παράλληλα τονίζει ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για ελληνικά NPEs παραμένει ο μεγάλος άγνωστος. Εντούτοις, υποστηρίζει πως τέτοια σχέδια θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ταχύτερη «κάθαρση» των τραπεζικών ισολογισμών και να περιορίσουν τις πιέσεις που δέχονται οι τράπεζες σε επίπεδο κεφαλαίων και κερδοφορίας, βελτιώνοντας ενδεχομένως το πιστωτικό προφίλ κάθε τράπεζας.

Ένας άλλο «άγνωστος», σύμφωνα με τον οίκο, είναι ο αντίκτυπος κάθε πρότασης στη δημοσιονομική θέση της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων για το κεφαλαιακό απόθεμα των 24,1 δισ. ευρώ. Αναλυτές εκτιμούν ότι το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να κάνει χρήση κεφαλαίων του «μαξιλαριού» χωρίς να παραβιάζονται οι κανόνες για την κρατική ενίσχυση τραπεζών. Αυτό, ωστόσο, που προβληματίζει είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να σκέφτεται με ορίζοντα τις ερχόμενες εκλογές και δεν προχωρά στις απαραίτητες κινήσεις για να αποκατασταθεί το επενδυτικό κλίμα.

Όσο η Ελλάδα παραμένει αποκλεισμένη από τις αγορές – πολύ δύσκολα θα εκδώσει 10ετές ομόλογο πριν τις ευρωεκλογές», τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος μείωσης του κεφαλαιακού αποθέματος , σε μία εξέλιξη που θα είχε περαιτέρω αρνητικό αντίκτυπο στην επενδυτική εμπιστοσύνη. Και όσο δεν αποκαθίσταται η επενδυτική εμπιστοσύνη, τόσο δυσκολεύει το έργο των τραπεζών να πουλήσουν δάνεια σε συμφέρουσες τιμές και να εξυγιάνουν με αποτελεσματικό τρόπο τους ισολογισμούς τους.

Από την πλευρά της, η Moody's χαρακτηρίζει «πιστωτικά θετική» την πρόταση της ΤτΕ, τονίζοντας ότι παρά τη συνεχιζόμενη μείωση του ποσοστού των NPEs των ελληνικών τραπεζών, σε πλήρη συνάρτηση με τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ, η κεντρική τράπεζα αναγνωρίζει την ανάγκη εφαρμογής δραστικών λύσεων.

Η Moody' s επισημαίνει ότι η δομή του σχεδίου θα βελτιώσει την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών μέσω της δραστικής μείωσης του επιπέδου των NPEs στα βιβλία τους και μέσω της μείωσης του ποσοστού των κεφαλαίων που αντιστοιχούν στον αναβαλλόμενο φόρο (περίπου 16 δισ. ευρώ για το σύνολο του κλάδου με στοιχεία Ιουνίου 2018) σε περίπου 30% από 57%.

Παρ' όλα αυτά, υπογραμμίζει ότι η επιτυχία του σχεδίου θα εξαρτηθεί από την τιμή μεταφοράς των NPEs καθώς και από τον όγκο των junior ομολόγων που διακρατούν οι τράπεζες στους ισολογισμούς τους, δεδομένου ότι οι εν λόγω τίτλοι θα συνεχίσουν να φέρουν τον κίνδυνο δυνητικών επιπρόσθετων πιστωτικών ζημιών.