Οι προβλέψεις του ΔΝΤ και η πρόκληση για την κυβέρνηση

Οι προβλέψεις του ΔΝΤ και η πρόκληση για την κυβέρνηση

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Μετά από μία τριετία υπεραισιόδοξων προβλέψεων – ενώ η κυβέρνηση καθυστερούσε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και δεν έκανε τίποτα για να προσελκύσει επενδύσεις – το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο… πατάει φρένο, επιλέγοντας αυτή τη φορά να περιμένει τις εξελίξεις. Όταν καείς στο χυλό φυσάς και το γιαούρτι λέει ο σοφός λαός. Το πράττει όμως σε μία συγκυρία που η ελληνική οικονομία έχει πάρει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο, ανακάμπτοντας ανακάμπτει ραγδαία με το οικονομικό κλίμα να καταγράφει υψηλά δεκαετιών.

Στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ ανεβάζει ταχύτητα στο δεύτερο μισό του 2019, προβλέποντας ανάπτυξη 2% για το σύνολο του έτους, αλλά τοποθετεί την ανάπτυξη του 2020 στο 2,2%, όταν ο το προσχέδιο του προϋπολογισμού κάνει λόγο για 2,8%.

Από τότε που ο Αλέξης Τσίπρας υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο και δεσμεύτηκε να το υλοποιήσει κατά γράμμα, το ΔΝΤ πίστευε ότι η ελληνική οικονομία να καταγράψει σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το 2016 στην αντίστοιχη έκθεση «World Economic Outlook» του Οκτωβρίου, το Ταμείο προέβλεπε ανάπτυξη 2,8% για το 2017, ενώ ένα χρόνο μετά έκανε λόγο για ανάπτυξη 2,6% το 2018 και πέρσι έθεσε τον πήχη για το 2019 στο 2,4%.

Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ πιο σκληρή για όλους αφού το ελληνικό ΑΕΠ μεγεθύνθηκε με ρυθμό 1,5% το 2017, 1,9% το 2018 και τώρα όλα δείχνουν ότι θα αγγίξει το 2% το 2019. Αφού, λοιπόν, πίστεψε στις ικανότητες της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά τελικά διαψεύστηκε, το Ταμείο στην πρώτη έκθεση με την Βουλγάρα Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα στο τιμόνι του, προχωρά σε μια πιο συντηρητική πρόβλεψη για την Ελλάδα.

Αυτή τη φορά, το ΔΝΤ περιμένει τις εξελίξεις κυρίως στο μέτωπο των τραπεζών, αλλά και στα δημοσιονομικά, καθώς είναι δεδομένη η αντίληψη στην Ουάσινγκτον ότι το 3,5% του ΑΕΠ «πνίγει» την οικονομία. Ζητάει, επίσης, τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων για να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Αυτό που δεν λαμβάνει υπόψη το ΔΝΤ γιατί δεν μπορεί να το μετρήσει είναι ο αντίκτυπος που θα έχουν τα μέτρα που θα καταστήσουν την Ελλάδα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Αν για το 2017 προέβλεπε ανάπτυξη 2,8% με υπερπλεονάσματα και επενδυτικά εμπόδια, τότε το 2020 το ΔΝΤ θα αποδειχθεί πιο συντηρητικό από ποτέ.

Το Ταμείο δεν φημίζεται για τις προβλέψεις του, κάτι που αποδείχθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης και είχε σοβαρό αντίκτυπο στα μέτρα λιτότητας που εντέλει εφαρμόστηκαν. Κάθε χρόνο και μία υπερβολική πρόβλεψη, κάθε φορά και μία άστοχη εκτίμηση. Για την ιστορία προέβλεπε ύφεση 4% για το 2013 και ανάπτυξη 0,6% το 2014 - που ήταν ίσως το μοναδικό έτος που έπεσε μέσα - αφού η πραγματική συρρίκνωση του ΑΕΠ ήταν 3,2% το 2013 και η ανάπτυξη του 2014 διαμορφώθηκε στο 0,7%.

Την ίδια ώρα, η μεγάλη ανησυχία των αναλυτών είναι πως ανεξάρτητα με τις φιλοαναπτυξιακές πολιτικές που θα εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, το κλίμα διεθνώς θα επιδεινωθεί, η ύφεση θα κυριεύσει την Ευρώπη κι έτσι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αξιοποιήσει τη μεγάλη ευκαιρία που της παρουσιάζεται. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, παρά τη συγχρονισμένη επιβράδυνση στον πλανήτη, τα χειρότερα είναι αυτά που βιώνουμε σήμερα και το 2020 θα είναι έτος έστω μικρής ανάκαμψης με το 2021 να επικρατούν ακόμη καλύτερες συνθήκες χωρίς εντυπωσιακή άνοδο.

Η γερμανική οικονομία, για παράδειγμα, αναμένεται να αναπτυχθεί μόλις κατά 0,5% το 2019 και κατά 1,2% το 2020, ενώ στο ίδιο επίπεδο τοποθετείται και η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη την επόμενη πενταετία. Στην Ευρώπη μεγάλο ρόλο παίζουν οι ανησυχίες για το Brexit και οι ελπίδες που κάνουν την εμφάνισή τους τις τελευταίες ώρες είναι πολύ σημαντικές για τη συνέχεια.

Η υποτονική ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο έως το 2024 αποδίδεται στον εμπορικό πόλεμο, σε γεωπολιτικές αβεβαιότητες και στη γήρανση του πληθυσμού των ανεπτυγμένων οικονομιών με αποτέλεσμα να μην αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Η αμερικανική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,4% το 2019 και 2,1% το 2020 και η Κίνα με 6,1% το 2019 και 5,8% το 2020.