Το ΔΝΤ «χτυπάει» τις τράπεζες γιατί δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση

Το ΔΝΤ «χτυπάει» τις τράπεζες γιατί δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Μετά από μία περίοδο ανακωχής, η οποία ξεκίνησε πέρσι τον Σεπτέμβριο μετά από πρωτοβουλία του Μάριο Ντράγκι και διήρκεσε μέχρι... χθες, το ΔΝΤ επαναφέρει το θέμα των ΑΜΚ για τις ελληνικές τράπεζες. Ο τόνος είναι πιο ήπιος, η προτροπή για άντληση κεφαλαίων έχει περισσότερο προληπτικό χαρακτήρα και το Ταμείο δείχνει ότι δεν επιθυμεί να ανοίξει «πόλεμο» με τις τράπεζες.

Αυτό φαίνεται και στο γεγονός ότι ενώ κάνει λόγο για προληπτική δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων, «προκρίνεται» η λύση της χρήσης εργαλείων που δεν θα οδηγήσουν σε dilution τους ιδιώτες μετόχους αλλά θα επιτρέψουν τη μείωση του ποσοστού του δημοσίου. Σύμφωνα με το ΔΝΤ οι τράπεζες θα πρέπει να εξετάσουν την προληπτική δημιουργία κεφαλαιακού αποθέματος σε βραχυπρόθεσμο προς μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, κάτι που θεωρείται εύλογο αν σκεφτεί κανείς ότι το πρώτο μέρος των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων ολοκληρώνεται στο τέλος του 2019.

Στην ουσία, το ΔΝΤ καλεί τις τράπεζες να θωρακιστούν ενόψει των όποιων κινδύνων για να μην χρειαστεί ξανά η στήριξη του κράτους, επικαλούμενο το μεγάλο ποσοστό των «κόκκινων» δανείων, το επίσης μεγάλο ποσοστό κεφαλαίων που αντιστοιχούν στον αναβαλλόμενο φόρο καθώς και την ανάγκη ενσωμάτωσης των νέων λογιστικών προτύπων και την ανάγκη ικανοποίησης των απαιτήσεων του MREL (ελάχιστων κεφαλαίων για την αντιμετώπιση κρίσεων).

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που το Ταμείο «σηκώνει» το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου και της ανάγκης νέων ΑΜΚ. Όμως η επιμονή του στο συγκεκριμένο ζήτημα δείχνει ότι αμφισβητεί την ικανότητα των τραπεζών να παραμείνουν κερδοφόρες τα επόμενα χρόνια. Διότι όσο οι τράπεζες εμφανίζουν κέρδη δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και τα κεφάλαια του αναβαλλόμενου αντικαθίστανται σταδιακά. Αν, ωστόσο, οι τράπεζες επιστρέψουν σε ζημιογόνο έδαφος τότε τα κεφάλαια του αναβαλλόμενου δεν μπορούν να «απορροφήσουν» τις ζημιές καθώς θα πρέπει να μετατραπούν.

Αμφισβητεί, κυρίως, την πρόθεση αλλά και την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να προβεί στις απαραίτητες παρεμβάσεις για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι καλεί τις αρμόδιες αρχές να «προχωρούν σε τακτική συνολική αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται με πιθανή μετάδοση από την όποια αύξηση του κόστους δανεισμού του δημοσίου».

Αν το κόστος δανεισμού παραμένει σε δυσθεώρητα επίπεδα, τότε οι τράπεζες δεν θα μπορούν να δανείζονται από τις αγορές χωρίς να απειλείται η κερδοφορία τους. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η κυβέρνηση εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις και «υπακούει» στο νέο μνημόνιο, το οποίο πλέον δεν θα συμφωνείται μόνο με τους πιστωτές αλλά και με τις αγορές. Οι καταθέσεις θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν έως ένα βαθμό αυτή την αρνητική εξέλιξη, όμως ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι θα δούμε μεγάλες επιστροφές τους επόμενους μήνες;

Δεδομένης, λοιπόν, της αβεβαιότητας σχετικά με την επιστροφή των καταθέσεων και την δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές, το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι οι τράπεζες ενδέχεται να αναγκαστούν να καταφύγουν εκ νέου στον πιο ακριβό έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας της ΤτΕ (ELA), με αποτέλεσμα το υψηλότερο κόστος να επηρεάσει αρνητικά την κερδοφορία τους, πυροδοτώντας την μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου.

Σε όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί η απώλεια του waiver, την οποία η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει με κάθε τρόπο να υποβαθμίσει. Είναι αλήθεια ότι το πρόσθετο κόστος που αναμένεται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες μετά τη λήξη του προγράμματος δεν είναι καταστροφικά υψηλό. Όμως, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το ΔΝΤ, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τη ρευστότητα και το χρηματοδοτικό κόστος, εξαιτίας της λήξης του waiver μετά το τέλος του προγράμματος.

Κατά συνέπεια, το waiver θα μπορούσε να δώσει λύση και να περιορίσει τους κινδύνους για τις τράπεζες, μειώνοντας ακόμη και τις πιθανότητες άντλησης κεφαλαίων, σε συνδυασμό πάντα με άλλες θετικές εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας. Όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν αν η κυβέρνηση είχε τη βούληση να τρέξει ζητήματα που διευκολύνουν την αντιμετώπιση των κινδύνων (όπως τα «κόκκινα» δάνεια) και την επιστροφή των καταθέσεων...