Τι σημαίνει το νέο ιστορικό ρεκόρ για την Ελλάδα

Τι σημαίνει το νέο ιστορικό ρεκόρ για την Ελλάδα

Αυτό που μέχρι πέρσι έμοιαζε απίστευτο σήμερα γίνεται πραγματικότητα. Η Ελλάδα δανείζεται για 15 χρόνια με επιτόκιο 1,152% σπάζοντας μία σειρά φραγμάτων και ρεκόρ και συνεχίζει να προσελκύει μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια. Πρόκειται για μία εξέλιξη που διευκολύνει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της πανδημίας και την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης. Το πρώτο θα βοηθήσει πολύ στο να ξεπεράσει η ελληνική οικονομία την κρίση και το δεύτερο θα συμβάλλει στην ανάκαμψη, φέρνοντας περισσότερους επενδυτές στη χώρα.

Δεν είναι βέβαια ώρα για πανηγυρισμούς αφού οι συνθήκες είναι έκτακτες και η συγκυρία απαιτεί σύνεση. Με δηλώσεις του στο Liberal.gr, ο επικεφαλής αναλυτής της Scope Ratings, Γιάκομπ Σουβάλσκι, σημειώνει ότι η βελτιωμένη πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές ενδυναμώνει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Τονίζει δε, ότι στα σενάρια που χρησιμοποιεί ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης για την ανάπτυξη της Ελλάδας προβλέπεται ότι θα συνεχιστούν τα χαμηλά επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα και η οικονομία θα δεχθεί ώθηση από τους κοινοτικούς πόρους.

Η κατάρρευση του επιτοκίου κατά 40% μέσα οκτώ μήνες (1,91% για την ίδια έκδοση τον Φεβρουάριο) οφείλεται κατά κύριο λόγο στο περιβάλλον που διαμορφώνεται εν καιρώ πανδημίας με αρνητικά επιτόκια σε ολόκληρη την Ευρώπη και πρωτοφανή (και δεδομένη) στήριξη από την ΕΚΤ. Όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας μέσω των μεταρρυθμίσεων που προωθούνται και τη βελτίωση των προοπτικών της λόγω των πόρων που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Αν η επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου στις αρχές Σεπτεμβρίου με το χαμηλότερο επιτόκιο όλων των εποχών ήταν ιστορική για το ελληνικό δημόσιο, τότε η χθεσινή επανέκδοση του 15ετούς – μέσω της οποίας η έκδοση μεγάλωσε κατά 2 δισ. ευρώ - και το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον αποτελούν μία μοναδική επιτυχία.

Αναμφίβολα ήταν μία έξοδος στις αγορές γεμάτη θετικά στοιχεία, αφού το επιτόκιο έπεσε στο 1,152% από 1,91%, οι προσφορές ξεπέρασαν τα 16,8 δισ. ευρώ και υπερκάλυψαν πάνω από 8,4 φορές τα χρήματα που ζητούσε ο ΟΔΔΗΧ. Συμμετείχαν πάνω από 280 επενδυτές με το 24% να προέρχεται από τη Μ. Βρετανία και το 17% από τη Γαλλία.

Η μεγάλη συμμετοχή του επενδυτικού κόσμου δείχνει ότι η δίψα για αποδόσεις σε όσο το δυνατόν πιο ασφαλή περιβάλλοντα είναι μεγαλύτερη από τις όποιες ανησυχίες για το μέλλον του ελληνικού χρέους. Υπενθυμίζεται, δε, ότι η ωρίμανση του 15ετούς ξεπερνάει το έτος ορόσημο για το ελληνικό χρέος που είναι το 2032.

Η πανδημία οδηγεί και στο εξής: Μία χώρα με δεδομένα διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία της, η οποία μέχρι πριν την πανδημία βρισκόταν σε αυστηρή επιτήρηση, δανείζεται με επιτόκιο 1,152% για 15 χρόνια, παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της εκτιμάται πως σύντομα θα ανέλθει ξανά προς το 200% του ΑΕΠ εξαιτίας των χρηματοδοτικών αναγκών που προκαλούν τα περιοριστικά μέτρα. Οι επενδυτές… ξαφνικά δεν δείχνουν ανησυχίες για τη βιωσιμότητα. Τους αρκεί ότι η απόδοση είναι θετική.

Βέβαια, οι ίδιοι επενδυτές δεν θα επέλεγαν αντί για το ελληνικό ομόλογο, τον τίτλο μιας αναδυόμενης οικονομίας απλά και μόνο για την υψηλότερη απόδοση. Η Ελλάδα είναι στην Ευρωζώνη, απολαμβάνει τις… πλάτες της ΕΚΤ μέσω της συμμετοχής στο QE και συνεπώς το 1,152% μοιάζει με «λαχείο» για τα μεγάλα θεσμικά χαρτοφυλάκια που τοποθετούν μέρος των αποθεματικών τους σε επενδύσεις με τέτοια χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, η επενδυτική κοινότητα σήμερα πιστεύει ότι η Ελλάδα στο εξής θα αποτελεί μέρος των κανονικών διαδικασιών της Ευρώπης, που σημαίνει ότι θα έχει τη στήριξη της ΕΚΤ για όσο χρειαστεί μέχρι να εξομαλυνθούν οι συνθήκες, ακόμη και μετά το τέλος του QE Πανδημίας (PEPP).

Υπάρχει και μία ακόμα παράμετρος που δεν είναι άλλη από τη νέα χαλάρωση στην οποία αναμένεται να προχωρήσει η ΕΚΤ. Σύμφωνα με όσα εκτιμούν αναλυτές ξένων επενδυτικών οίκων το νέο «μπαζούκα» που θα ανακοινώσει στις 10 Δεκεμβρίου η Κριστίν Λαγκάρντ θα αφορά στην επέκταση της εφαρμογής του PEPP έως το τέλος του 2021 και στην αύξηση του συνολικού όγκου αγορών κατά τουλάχιστον 300 δισ. ευρώ. Πλέον, αναμένονται με ενδιαφέρον οι εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης S&P και DBRS  για το ελληνικό αξιόχρεο το βράδυ της Παρασκευής.