Τι βλέπει ο ευρωπαϊκός επόπτης SSM στην έκθεσή του για τις ελληνικές τράπεζες

Τι βλέπει ο ευρωπαϊκός επόπτης SSM στην έκθεσή του για τις ελληνικές τράπεζες

Οι συνεχείς επενδυτικές αναβαθμίσεις των τραπεζικών μετοχών από τους χρηματιστηριακούς και επενδυτικούς οίκους, συνεπικουρούμενες από τις σημαντικότατες αγοραστικές κινήσεις από ισχυρά διεθνή funds και χρηματιστηριακές εταιρείες, όπως η Goldman Sachs, JPMorgan, Wood, Capital, Robeco, NN Investments, Moore Capital, State Street και την πιθανολογούμενη είσοδο κάποιων εξ αυτών στον δείκτη MSCI, έχουν προκαλέσει ένα κλίμα γενικότερης χρηματιστηριακής ευφορίας.

Η χρηματιστηριακή ευφορία αυτή για την πορεία των συστημικών τραπεζικών μετοχών, για την επιτυχημένη ομολογιακή έκδοση της Alpha Bank και για την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, δεν θα πρέπει να μας αποσπά την προσοχή από τις εκθέσεις των εποπτικών μηχανισμών, που καταγράφουν την ακριβή εικόνα των τραπεζικών δεδομένων. Διότι είναι εκθέσεις που δεν απευθύνονται στο επενδυτικό κοινό, αλλά στις εποπτικές αρχές, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τις κυβερνήσεις και τις διοικήσεις των τραπεζών.   

Η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του SSM, για την κατάσταση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, κάλυψε 112 συστημικές τράπεζες, από 19 διαφορετικές χώρες. Από αυτές, οι 50 χαρακτηρίστηκαν ως τράπεζες χαμηλού ρίσκου και οι υπόλοιπες 62 ως τράπεζες μεσαίου και υψηλού ρίσκου. Η έκθεση αυτή καταγράφει τις επιπτώσεις,  που επέφερε η πανδημία και τα lockdown, πάνω στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Βασικά χαρακτηριστικά είναι η υποχώρηση της κερδοφορίας, η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η αύξηση των καταθέσεων.

Η εξέλιξη των βασικών τραπεζικών μεγεθών ανά τρίμηνο, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, εμφανίζεται στον ακόλουθο πίνακα:

Ο συνολικός ευρωπαϊκός δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο του δανεισμού βρίσκεται στο 2,63%, αισθητά μειωμένος από το 3,22% που βρισκόταν στο τέλος του 2019, σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Ο αντίστοιχος δείκτης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος βρίσκεται στο 25,54%, όπως φαίνεται και στον ακόλουθο πίνακα, παρά τις σημαντικότατες προσπάθειες των διοικήσεων των τραπεζών, που έριξαν τον δείκτη από το 53,6%, στο μισό.  

Ο δε δείκτης των δανείων προς τις καταθέσεις βρίσκεται στο 106,73% μειωμένος από το 116% που βρισκόταν το 2019, σαν αποτέλεσμα της αύξησης των αποταμιεύσεων λόγω του lockdown και της αναστολής του μεγαλύτερου μέρους των καταναλωτικών δραστηριοτήτων.  Ο αντίστοιχος δείκτης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος βρίσκεται στο 77,92%, όπως φαίνεται και στον ακόλουθο πίνακα, κυρίως λόγω της αύξησης των καταθέσεων κατά 18 δισ. ευρώ, τη διστακτικότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν επισφαλείς δανειολήπτες, αλλά και την απουσία ζήτησης χρηματοδοτήσεων. Έτσι παρά τις όποιες νέες δανειοδοτήσεις, ρυθμίσεις και αναχρηματοδοτήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, η καθαρή πιστωτική επέκταση ήταν αρνητική, κατά περίπου -4,2 δισ. ευρώ.

Η κρίση από την πανδημία, οδήγησε τις ελληνικές τράπεζες στα ακόλουθα αποτελέσματα:

Τα οργανικά έσοδα των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 17,5%,  στα 9,4 δισ. ευρώ για το 2020, έναντι 8 δισ. ευρώ το 2019. Ο υπερδιπλασιασμός όμως των προβλέψεων από τα 2,5 δισ. ευρώ, στα 6 δισ. ευρώ, λόγω της ραγδαίας μείωσης των NPLs, οδήγησε τη λεγόμενη «τελική γραμμή», σε ζημίες ύψους -1,6 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 500 εκατ. ευρώ το 2019. Ο δείκτης προβλέψεων έναντι κινδύνων των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε στο 46,66%.

Οι αναστολές εξυπηρέτησης τραπεζικών δανείων που επιβλήθηκαν από το moratorium του 2020, κάλυψαν δάνεια ύψους 23,45 δις. Και μέσα στο 2021 στο moratorium συμπεριελήφθησαν άλλα σχεδόν 9 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τις διοικήσεις των τραπεζών, τα νέα κόκκινα δάνεια που προέκυψαν μέσα στο 2020, είναι λιγότερα από 4 δισ. ευρώ. Αισθητά χαμηλότερα δηλαδή, από τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της αγοράς. Ας σημειωθεί ότι ο δείκτης κάλυψης των δανείων σε καθεστώς moratorium βρίσκεται στο 25,55%, σημαντικά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό που βρίσκεται στο 31,5%.  

Το πρόβλημα της μείωσης των κεφαλαιακών δεικτών και της ποιότητας των τραπεζικών κεφαλαίων, εξακολουθεί να είναι υπαρκτό. Ο δείκτης συνολικών κεφαλαίων βρίσκεται στο 16,76% έναντι 19,51% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Ο δείκτης κεφαλαίων Tier 1 και CET 1 βρίσκεται στο 15,12%, έναντι 16,95% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Αμφότεροι οι δείκτες είναι μειωμένοι έναντι του 2019, καταγράφοντας επιδείνωση. Η αύξηση του ποσοστού της συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογίας, στο σύνολο των τραπεζικών κεφαλαίων, εξακολουθεί να προβληματίζει και να επαναφέρει επιτακτικά την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για την υιοθέτηση bad bank, στην επικαιρότητα. 

Ένα ακόμα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο και δεν αφορά τις τράπεζες, αλλά το Δημόσιο, είναι το «τι μέλλει γενέσθαι» με τις κρατικές εγγυήσεις των σχεδίων Ηρακλής Ι και ΙΙ, που προβλέπεται να ανέλθουν στα 12 +12 =24 δισ. ευρώ.  Διότι ναι μεν, οι εγγυήσεις αυτές θα επιτρέψουν στις τράπεζες να απαλλαγούν από τα NPLs, αλλά είναι άγνωστο το κατά πόσο οι εγγυήσεις αυτές δεν θα καταπέσουν, εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.