Τι ανησυχεί τον Γιάννη Στουρνάρα;

Τι ανησυχεί τον Γιάννη Στουρνάρα;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Με γλαφυρό τρόπο περιγράφει την εικόνα που εμφανίζει σήμερα η ελληνική οικονομία ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016 και παράλληλα παραθέτει μία σειρά παραγόντων που αφενός καθιστούν επιτακτική την ανάγκη υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων και αφετέρου υποδεικνύουν ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης δεν είναι από μόνη της επαρκής για να οδηγήσει σε αντιστροφή του κλίματος.

Οι κίνδυνοι πολλοί και σημαντικοί, το μείγμα των μέτρων παρουσιάζει κενά, ενώ στην τρέχουσα συγκυρία υφίστανται και εξωτερικοί αστάθμητοι παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα και διαμορφώνουν τις οικονομικές συνθήκες και προσδοκίες. Από την υπερβολική φορολόγηση που ενδέχεται να έχει υφεσιακό αντίκτυπο μέχρι το Brexit, η ελληνική οικονομία είναι αναγκασμένη να ανακάμψει και να διασφαλίσει τις απαραίτητες συνθήκες για την οικονομική ανάπτυξη, αφήνοντας πίσω τις όποιες παλινδρομήσεις.

Γιατί μπορεί μετά τη συμφωνία με τους Θεσμούς να αίρεται έως κάποιο βαθμό η αβεβαιότητα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για το πρώτο στάδιο αποκατάστασης της εμπιστοσύνης, όμως η συνέχεια μόνο εύκολη δεν αναμένεται, καθώς οι ανησυχίες είναι υπαρκτές και μάλιστα σχετίζονται με αρκετά ανοιχτά μέτωπα.

Το βασικότερο εξ αυτών είναι σαφέστατα η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, ο τρόπος με τον οποίο θα αποφασιστεί να γίνει, αλλά και η χρονική στιγμή που θα γίνει. Με βάση τα δεδομένα, υπάρχει η βούληση των εταίρων για την επίλυση του ζητήματος, γεγονός που ενισχύει την εμπιστοσύνη, ωστόσο από το χρονοδιάγραμμα των δράσεων που αναφέρονται στην ανακοίνωση του Eurogroup της 24ης Μαΐου δεν διαφαίνεται μια αποφασιστική και εμπροσθοβαρής ρύθμιση της βιωσιμότητας.

Ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τους οποίους η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να γίνει σήμερα και όχι μετά από μερικά χρόνια. Επαναλαμβάνει δε, την εκτίμηση-πρόταση, σύμφωνα με την οποία το χρέος μπορεί να καταστεί βιώσιμο ακόμη και με μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5% στο 2% από το 2018, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αρκεί να υπάρξει επιμήκυνση των δανείων κατά 20 έτη και να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.

Επίσης, ο κ. Στουρνάρας στέκεται στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης για να καλυφθεί το κενό της περιόδου 2016-2018. Εκτιμά ότι είναι υπερβολική η έμφαση που δίνεται στην αύξηση της φορολογίας καθώς οι ίδιες οι αυξήσεις που στοχεύουν στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη του αναμενόμενου υφεσιακή επίπτωση, οδηγώντας σε απόκλιση των στόχων για τα έσοδα.

Πως μπορούν να μειωθούν οι φόροι; Με την πρότασή του, ο διοικητής της ΤτΕ υποστηρίζει ότι η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για την πολυαναμενόμενη μείωση της φορολογίας, που σήμερα είναι υψηλή.

Ένας ακόμη παράγοντας ανησυχίας είναι η συνηθισμένη στα χρόνια των μνημονίων συζήτηση για την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα. Διότι τυχόν καθυστέρηση θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας που εκ των πραγμάτων θα προκαλέσει αναζωπύρωση της αβεβαιότητας και παράλληλα θα υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης και θα εξασθενήσει τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση. Με άλλα λόγια, οι μεταρρυθμίσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις που συμφωνούνται πρέπει κάποια στιγμή να υλοποιούνται, αλλιώς η αβεβαιότητα επανέρχεται.

Το μεγάλο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων και η ταχύτερη δυνατή αντιμετώπισή του αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα και θα κρίνει την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο κ. Στουρνάρας χαρακτηρίζει πολύ σημαντικές τις πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο (ανάπτυξη δευτερογενούς αγοράς δανείων, αναμόρφωση εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, βελτίωση υποδομών δικαιοσύνης κ.ά.), υπογραμμίζει ωστόσο ότι παράλληλα απαιτούνται μια πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την πλευρά των τραπεζών μέσω μεγαλύτερης έμφασης σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις, συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, καθώς και έμφαση στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων.

Οι παραπάνω δράσεις είναι αυτές που θα προσελκύσουν ξένες επενδύσεις και θα οδηγήσουν στην οριστική έξοδο από την κρίση και τη διατηρήσιμη αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Στους εξωτερικούς παράγοντες που αναμένεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην ομαλή ή όχι ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με την ΤτΕ, τόσο η προσφυγική κρίση, όσο και το Brexit. Με δεδομένα τα προβλήματα που υφίστανται εξαιτίας των προσφυγικών ροών, τυχόν επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να βλάψει σε μεγάλο βαθμό τον τουρισμό και το εμπόριο, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της οικονομίας. Στο μεταξύ, οι ευρύτερες ανησυχίες για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο που διεξάγεται στις 23 Ιουνίου, μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά στην ανάκαμψη.