Θα ενισχύσουν την πραγματική οικονομία οι αποφάσεις της ΕΚΤ;

Θα ενισχύσουν την πραγματική οικονομία οι αποφάσεις της ΕΚΤ;

Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη

Σε λίγες ώρες η ΕΚΤ δια του προέδρου της κύριου Mario Draghi θα ανακοινώσει τα νέα μέτρα (εάν υπάρξουν) ώστε να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία, ενώ μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η αντιμετώπιση της κεντρικής τράπεζας όσον αφορά το θέμα του πληθωρισμού.

Ανακαλώντας στην μνήμη μας, λίγα χρόνια πίσω, την πρώτη φορά που η ΕΚΤ αποφάσισε να αναλάβει δράση και να προβεί κι αυτή σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα διαπιστώσουμε πως τελικά «έκαψε» χρήματα και μάλιστα των ευρωπαίων φορολογουμένων, χωρίς να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα τόσο στον τομέα της πραγματικής οικονομίας, όσο και στο θέμα της ανεργίας και του χρέους.

Οι εκτιμήσεις των αναλυτών συγκλίνουν στην περαιτέρω μείωση του καταθετικού επιτοκίου της ΕΚΤ των τραπεζών προς αυτήν κατά δέκα μονάδες βάσης, δηλαδή από το -0.3% να φθάσει στο -0.4%.

Σε μία τέτοια περίπτωση «απελευθερώνονται» ομόλογα αξίας €500 δισ. (βλ. παρακάτω γράφημα), ενώ μεγαλύτερη μείωση πέραν των δέκα μονάδων βάσης μπορεί να οδηγήσει σε «απελευθέρωση» ομολόγων από την ΕΚΤ έως και €900 δισ.

 

Πηγή γραφήματος:Bloomberg

Η σταδιακή μείωση του καταθετικού επιτοκίου οδήγησε τις καταθέσεις (κατά μέσο όρο τις τριάντα ημέρες) στην ΕΚΤ λίγο κάτω των €200 δισ. (μαζί με τα ρευστά διαθέσιμα), ενώ λίγο κάτω από τα €200 δισ. οδηγήθηκε και η πλεονάζουσα ρευστότητα των τραπεζών, όταν κατά την περίοδο 2012-2013 η μεν πρώτη βρισκόταν στα €800 δισ. και η δεύτερη κοντά στα €500 δισ. όπως παρατηρούμε στο παρακάτω γράφημα.

 

Πηγή γραφήματος:Reuters

Θα περίμενε κανείς πως η μείωση του καταθετικού επιτοκίου της ΕΚΤ θα οδηγούσε την πλεονάζουσα ρευστότητα που ήταν «παρκαρισμένη» σε αυτήν από τις τράπεζες σε περαιτέρω χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ουσιαστικά ο σκοπός της ΕΚΤ ήταν αυτός, αλλά και προφανώς κάτι τέτοιο δεν έγινε εκ μέρους των τραπεζών, που προτίμησαν να διοχετεύσουν την ρευστότητα τους σε περισσότερο κερδοφόρες τοποθετήσεις όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω.

Προκειμένου η μείωση του καταθετικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας να έχει καλύτερα αποτελέσματα, θα ήταν χρήσιμο να επιβάλλει αυστηρότερους όρους στο πρόγραμμα TLTRO (Targeted Long-Term refinancing operation) προκειμένου οι εμπορικές τράπεζες να διατηρήσουν ανοικτή την «στρόφιγγα» της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία.

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γράφημα που απεικονίζει την πτώση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Στην πτώση αυτή οδήγησε η ανασφάλεια των επενδυτών σχετικά με την παγκόσμια οικονομία από την κρίση του 2008 και μετά (κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια), καθώς και τα προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων των κεντρικών τραπεζών, στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν με ρευστότητα το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και να παρέχουν ρευστότητα προς τα πιστωτικά ιδρύματα.

 

Πηγή γραφήματος:Philo Capital

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να αναφέρουμε, είναι πως ένα σημαντικό ποσοστό των κρατικών ομολόγων στην Ευρώπη διαπραγματεύεται με αρνητική απόδοση και αγγίζει τα €3 τρισ. όπως διακρίνουμε στον παρακάτω πίνακα.

 

Πηγή γραφήματος:Deutsche Bank

Όσο η ΕΚΤ διατηρεί αρνητικό επιτόκιο για τις καταθέσεις των τραπεζών προς αυτήν, δημιουργείται πλεονάζουσα ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα η οποία φθάνει περίπου τα €700 δισ. όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα.

 

Πηγή γραφήματος:Bloomberg

Το μεγάλο ερώτημα που παραμένει είναι το πού κατευθύνεται όλη αυτή η ρευστότητα; Από την στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες από την κρίση του 2008 και μετά διοχέτευσαν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα άφθονο και φθηνό χρήμα, «χαλαρώνοντας» τους όρους «διευκολύνσεων» προς τις τράπεζες, ίσως δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Πριν τέσσερα χρόνια ο χρυσός έφθασε στα ιστορικά υψηλά, πριν επτά χρόνια το πετρέλαιο το ίδιο, ενώ αρκετοί χρηματιστηριακοί δείκτες στο διάστημα αυτό βρέθηκαν και αυτοί σε ιστορικά υψηλά. Ένας άκρως ενδιαφέρων πίνακας είναι ο παρακάτω, ο οποίος μας αποκαλύπτει αυτό το οποίο οι περισσότεροι από εμάς φανταζόμαστε, ότι δηλαδή η πλεονάζουσα ρευστότητα κατευθύνεται προς την αγορά παραγώγων, στην οποία βρίσκεται το 81% της παγκόσμιας ρευστότητας, ενώ η αξία της είναι υπέρ-πολλαπλάσια της αξίας του παγκόσμιου ΑΕΠ (συγκεκριμένα το 976%).

Χαρακτηριστική είναι μία δήλωση του προέδρου του Χρηματιστηρίου του Σικάγο το 2010, έπειτα από την πτώση της τιμής του πετρελαίου από τα ιστορικά υψηλά των $140. Είχε πει χαρακτηριστικά πως «η ημερήσια παραγωγή πετρελαίου ήταν 30 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως και καθημερινά άνοιγαν συμβόλαια ύψους 70 εκατομμυρίων βαρελιών, δηλαδή αντί ο σκύλος να κουνάει την ουρά, η ουρά κουνούσε το σκύλο».

 

Πηγή γραφήματος:Independent Strategy

Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω, οι αποφάσεις που έλαβε η ΕΚΤ τα προηγούμενα χρόνια οδήγησαν στα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που περίμεναν οι λαοί τις Ευρώπης, αφού τόσο η οικονομία δείχνει σημάδια «κόπωσης» όσο και το χρέος των χωρών του Νότου (κυρίως) αυξάνεται.

Θα καταφέρει αυτή την φορά να εκπλήξει τις αγορές η ΕΚΤ ανακοινώνοντας μέτρα που θα οδηγήσουν στην πραγματική ανάπτυξη και στην επίλυση του προβλήματος του χρέους στην ευρωζώνη; Δεν απομένουν παρά λίγες ώρες ώστε να το μάθουμε.