Στην «κόλαση» των αγορών η Ιταλία, αναζητεί 37 δισ. σε 3 μήνες

Στην «κόλαση» των αγορών η Ιταλία, αναζητεί 37 δισ. σε 3 μήνες

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Παρά το «κατόρθωμα» των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού της Ιταλίας να συμφωνήσουν αρχικά μεταξύ τους και εν συνεχεία με την Κομισιόν για να βάλουν τις δαπάνες του 2019 στην… κλίνη του Προκρούστη, τα βάσανα για τον Ματέο Σαλβίνι και τον Λουίτζι Ντι Μάιο δεν έχει τελειωμό. Διότι μπορεί να ψαλίδισαν τον προϋπολογισμό κατά 10,2 δισ. ευρώ με σκοπό να αποφύγουν την τύπου μνημονίου εποπτεία της «διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος», όμως μέσα στους πρώτες τρεις μήνες του έτους θα πρέπει να δανειστούν από τις αγορές 37,7 δισ. ευρώ για να ανανεώσουν κρατικούς τίτλους.

Χωρίς την ποσοτική χαλάρωση σε ισχύ και με τους μεγαλύτερους επενδυτικούς οίκους να εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες για τη δημοσιονομική κατάσταση της Ιταλίας, η αποστολή της άντλησης κεφαλαίων με επιτόκια που δεν θα προκαλούν εκτροχιασμό - και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο - θα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη.

Συνολικά, ο προγραμματισμός του ιταλικού οργανισμού διαχείρισης χρέους προβλέπει την άντληση 50 δισ. ευρώ από τις αγορές μέσα στο 2019. Το γεγονός, ωστόσο, ότι το 75% των χρηματοδοτικών αναγκών θα πρέπει να καλυφθεί στο α' τρίμηνο κάνει ακόμη πιο δύσκολο το έργο της κυβέρνησης, την ώρα που θα πρέπει να αποδεικνύει καθημερινά στις Βρυξέλλες ότι τηρεί τη συμφωνία για τον προϋπολογισμό.

Το πρόβλημα με την Ιταλία είναι πως όσο και αν ο Σαλβίνι θέλει να δείχνει στο εσωτερικό της χώρας ότι εφαρμόζει τα περισσότερα από όσα είχε υποσχεθεί και στο εξωτερικό ότι τηρεί τη συμφωνία με την Κομισιόν, οι αγορές δεν είναι ευχαριστημένες. Αποτέλεσμα είναι το επιτόκιο δανεισμού της χώρας να παραμένει σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα που θυμίζουν τον περασμένο Μάιο, όταν οι λαϊκιστές της Λέγκας του Βορρά και του Κινήματος Πέντε Αστέρων συμφώνησαν να… βάλουν φωτιά στην Ευρώπη.

Η απόδοση των ιταλικών 10ετών ομολόγων διαμορφώνεται στο 2,8% τη στιγμή που η ιταλική κυβέρνηση καλείται σύντομα να εκδώσει 10ετές ύψους 12 δισ. ευρώ. Το τέλος του φθηνού χρήματος της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες εστίες αβεβαιότητας, όπως ο εμπορικός πόλεμος και το Brexit, υποχρεώνουν αναλυτές να «βλέπουν» άνοδο στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, ανεξάρτητα με το αν υπάρξουν νέα επεισόδια με τις Βρυξέλλες.

Ο ιταλικός προϋπολογισμός προβλέπει την πληρωμή 78,9 δισ. ευρώ σε τόκους για να εξυπηρετηθεί το τεράστιο κρατικό χρέος ύψους 2,47 τρισ. ευρώ μέσα στο 2019., με την παραδοχή ότι το spread του 10ετούς θα διαμορφωθεί γύρω στις 260 μονάδες βάσης.

Και μπορεί ο υπουργός Οικονομικών, Τζοβάνι Τρία, να δηλώνει αισιόδοξος για τον αντίκτυπο που θα έχει στα επιτόκια σε βάθος χρόνου η συμφωνία με την Κομισιόν, ωστόσο στην πράξη οι αγορές θα περνούν σε διαρκή βάση από κόσκινο τις αποφάσεις της ιταλικής κυβέρνησης. Στην παρούσα συγκυρία, το spread έχει υποχωρήσει στις 256 μονάδες βάσης, όμως όλα θα κριθούν από την ετυμηγορία των οίκων αξιολόγησης.

Στις 22 Φεβρουαρίου η Fitch θα είναι η πρώτη που θα ανακοινώσει την αξιολόγηση για το ιταλικό αξιόχρεο. Ο οίκος αξιολογεί σήμερα με ΒΒΒ την Ιταλία και δίνει αρνητικό outlook (ίδια αξιολόγηση με την S&P). Η Moody' s από την πλευρά της δίνει αξιολόγηση Baa3 με σταθερό outlook που σημαίνει ότι αν προχωρήσει σε υποβάθμιση, τότε η Ιταλία θα βρεθεί στην κατηγορία «junk», εξέλιξη που θα ανακόψει τις ροές κεφαλαίων από θεσμικούς επενδυτές προς το ιταλικό δημόσιο. Η ετυμηγορία της Moody' s αναμένεται στις 15 Μαρτίου και της S&P στις 26 Απριλίου, λίγο πριν τις ευρωεκλογές.

Η «συμπεριφορά» των οίκων αξιολόγησης θα κρίνει σχεδόν τα πάντα στο δρόμο προς τις ευρωεκλογές καθώς η Ιταλία μπορεί να γλίτωσε τον γκρεμό αλλά συνεχίζει να κινδυνεύει με οικονομικό πνιγμό, πόσο μάλλον αν το spread επανέλθει σε επίπεδα κοντά στις 400 μ.β.

Στο μεταξύ, τα δημοσιεύματα που θέλουν τον Τρία να παραιτείται δεν έχουν τέλος παρά τις συνεχείς διαψεύσεις τόσο από τον Σαλβίνι όσο και από τον ίδιο τον ΥΠΟΙΚ. Ο Τρία θεωρείται ο άνθρωπος που κράτησε τις ισορροπίες μεταξύ των Σαλβίνι-Ντι Μάιο και της Κομισιόν και η αντικατάστασή του από ένα πρόσωπο που θα είναι πιο κοντά στους αντιπροέδρους της κυβέρνησης θα έπληττε την επενδυτική εμπιστοσύνη.