Στα έξοδα στέγασης πηγαίνει ο μισός μισθός

Στα έξοδα στέγασης πηγαίνει ο μισός μισθός

Ποσοστό που αγγίζει το 50% του μηνιαίου εισοδήματός τους εκτιμάται ότι δαπανούν περισσότερο από το 30% των νοικοκυριών στην Ελλάδα για στέγαση. Το μέγεθος αυτό, που προκαλεί τρόμο, προκύπτει λόγω του υψηλότατου πληθωρισμού, αλλά και της αύξησης των ενοικίων. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, τα έξοδα για κατοικία, δηλαδή λογαριασμούς ΔΕΚΟ, ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου αγγίζουν το 40% του εισοδήματος, σύμφωνα με τις ετήσιες έρευνες της Eurostat που αφορούν όμως, δύο χρόνια πριν από την τρέχουσα χρονιά.

Για παράδειγμα, το 2020 στην Ελλάδα το 33,3% των νοικοκυριών ανήκει στην κατηγορία των υπερβολικά επιβαρυμένων οικονομικά ως προς τα έξοδα για τη στέγασή τους τα οποία ξεπερνούν το 40% των εισοδημάτων τους. Εάν όμως, ληφθεί υπόψη ότι αυτή τη στιγμή ο πληθωρισμός τοποθετείται πέριξ του 12%, τα ενοίκια έχουν αυξηθεί, κατά μέσο όρο, κατά 20% έως 30%, σε σχέση με δύο χρόνια πριν και βασικά αγαθά έχουν ανατιμηθεί σε ένα υψηλό μονοψήφιο ποσοστό, σε σύγκριση με πριν από μία διετία, γίνεται κατανοητό γιατί οι δαπάνες για κατοικία εκτιμάται ότι εάν δεν ξεπερνούν, αγγίζουν το 50% των εισοδημάτων ενός νοικοκυριού.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η ευρύτερη αύξηση του μισθολογικού κόστους -προκειμένου οι επιχειρήσεις να είναι σε θέση να κρατήσουν το προσωπικό τους- συμβάλουν στο να μην εκτοξευθεί η αναλογία δαπανών για στέγαση προς εισόδημα, αλλά μόνο ως ένα βαθμό. Κι αυτό επειδή, για παράδειγμα, η αύξηση του ενεργειακού κόστους, έστω κι αν ύστερα από τις παρεμβάσεις που αφορούν τη ρήτρα αναπροσαρμογής περιοριστεί στο 10%, σε σχέση με το διάστημα πριν τις μεγάλες αυξήσεις, οδηγεί στην αύξηση των δαπανών για στέγη.

Την ίδια στιγμή, τα έξοδα για στέγαση ως ποσοστό επί του συνόλου των εισοδημάτων ενδέχεται να ξεπερνούν το 50% για νοικοκυριά με ένα μέλος. Εάν, για παράδειγμα, λάβουμε υπόψη ότι ένας μισθωτός με αρκετά χρόνια προϋπηρεσίας έχει καθαρές απολαβές 1.200 ευρώ, πληρώνει, κάθε μήνα, για ενοίκιο 500 ευρώ, κοινόχρηστα έως 20 ευρώ (τους μήνες που δεν λειτουργεί η κεντρική θέρμανση), λογαριασμούς κοινής ωφέλειας 70 ευρώ και διαδίκτυο σταθερής περίπου 30 ευρώ, τότε δίνει παραπάνω από τα μισά έσοδά του για στέγαση. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περάσει τον υπόλοιπο μήνα με λιγότερα από 600 ευρώ.

Γι’αυτό, όπως εξηγούν οι ειδικοί, είναι απαραίτητο να θεσμοθετηθεί η κοινωνική κατοικία, με την κυβέρνηση να σχεδιάζει τη διάθεση διαμερισμάτων σε προσιτές τιμές σε νέα ζευγάρια. Για τον σκοπό αυτό, βάσει όσων έχουν γίνει γνωστά ως σήμερα, προωθείται η κατασκευή, ανακατασκευή και παραχώρηση - ενοικίαση κοινωνικών κατοικιών με συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), η επιδότηση ενοικίου, όπως και η επιχορήγηση για την απόκτηση πρώτης κατοικίας με επιδοτούμενα δάνεια, αλλά και με τη μέθοδο rent to own (συμφωνία ενοικίασης για ορισμένο χρονικό διάστημα και δυνατότητα αγοράς πριν από τη λήξη της μίσθωσης).

Η θεσμοθέτηση ενός συστήματος Κοινωνικής Κατοικίας προβλέφθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2014 στην Εθνική Στρατηγική Κοινωνικής Ένταξης (ΕΣΚΕ), που εκπονήθηκε από την Κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ ως ένα κοινό πλαίσιο αρχών, προτεραιοτήτων και στόχων για την ανάπτυξη, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση όλων των παρεμβάσεων καταπολέμησης της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Μία αντίστοιχη πρωτοβουλία αναδείχθηκε το 2015 από το Συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης του Γ΄ Προγράμματος Οικονομικής και Δημοσιονομικής Πολιτικής, που προβλέπει την εκπόνηση ενός Σχεδίου Δράσης για τη στέγαση των ευπαθών ομάδων. Μέχρι και σήμερα, όμως, δεν έχουν υλοποιηθεί οι σχετικές δεσμεύσεις, με αποτέλεσμα να παραμένει ακάλυπτη η ανάγκη ανάπτυξης ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου στεγαστικής πολιτικής που δεν θα επικεντρωθεί μόνο στις ευπαθείς ομάδες αλλά και στη μεσαία αστική τάξη», εξηγεί ο Δρ. Γαβριήλ Αμίτσης, Καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Τομέας Κοινωνικής Πολιτικής) του Πανεπιστημίου Δυτικής.