ΣΕΒ: Εμπόδιο για τις επενδύσεις η προεκλογική αβεβαιότητα

ΣΕΒ: Εμπόδιο για τις επενδύσεις η προεκλογική αβεβαιότητα

Τα στοιχεία για την εξέλιξη του ΑΕΠ επιβεβαιώνουν την ασθενή ανάπτυξη των επομένων ετών, με τον ρυθμό ανάπτυξης για το 2018 να κινείται χαμηλότερα από τον στόχο της κυβέρνησης, ενώ η προεκλογική αβεβαιότητα κρατάει σε στάση αναμονής τις επενδύσεις, σημειώνει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο του δελτίο.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ στο Μηνιαίο του Δελτίο, ο ρυθμός ανάπτυξης το 2018 διαμορφώθηκε σε +1,9%, έναντι πρόβλεψης για αύξηση του ΑΕΠ κατά +2,1% στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2019 και κατά +2% σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στην πτώση των επενδύσεων σε κατασκευές πλην κατοικιών (-36,5%) και σε μεταφορικό εξοπλισμό (-72,5%).

Στο σύνολο του 2018, η ανάκαμψη βασίστηκε κυρίως στις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση) και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία), οι οποίες παρουσίασαν άνοδο κατά +8,4% και +9% αντίστοιχα, συμβάλλοντας κατά +1,5 π.μ. και +1,3 π.μ. αντίστοιχα στην αύξηση του ΑΕΠ, και στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία ενισχύθηκε κατά +1,1%, συμβάλλοντας κατά +0,8 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ (Δ01 και Δ02).

Αναφορικά με τις επενδύσεις, σημειώνεται ότι η ολοκλήρωση μεγάλων έργων οδικών αξόνων το 2017 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των επενδύσεων σε κατασκευές (-22,9%). Η υποχώρηση των συνολικών επενδύσεων σε πάγια (-12,2%), οφείλεται επίσης σε κάποιο βαθμό στη μείωση των εισαγωγών πλοίων κατά 58% (από 3 δισ. ευρώ το 2017 σε 1,3 δισ. ευρώ το 2018), η οποία αποτυπώνεται στην πτώση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα κατά -43,5%, έναντι αύξησης +50,9% το 2017.

Αντίθετα, οι επενδύσεις σε κατοικίες κατέγραψαν άνοδο (+17,2%) για πρώτη φορά από το 2007, οι επενδύσεις σε εξοπλισμό τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) αυξήθηκαν κατά +16,8% και σε λοιπό μηχανολογικό εξοπλισμό (περιλαμβανομένων των οπλικών συστημάτων) κατά +15,9%.

Η παραπάνω εικόνα επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις για αδύναμη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, ενώ η προεκλογική αβεβαιότητα κρατάει σε στάση αναμονής τις επενδύσεις, την ώρα που οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την εξωτερική ζήτηση αυξάνονται, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης του παγκόσμιου εμπορίου.

Η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον οίκο Moody's κατά 2 βαθμίδες (σε Β1 από Β3) αποτελεί θετική εξέλιξη, σημειώνει ο ΣΕΒ. Την ίδια ώρα, η άντληση από τις διεθνείς αγορές ποσού €2,5 δισ. με την έκδοση 10ετούς ομολόγου με επιτόκιο 3,9%, αποτυπώνει την πεποίθηση των αγορών, όπως εκφράζεται από θεσμικούς επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα δράσης, ότι η χώρα βρίσκεται ουσιαστικά σε καλή πορεία.

Η εικόνα αυτή είναι σε γενικές γραμμές συμβατή με τα όσα περιγράφουν δυο πρόσφατες εκθέσεις της Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκαν, η μια στα πλαίσια της "Ενισχυμένης Εποπτείας" και η άλλη στα πλαίσια του "Ευρωπαϊκού Εξαμήνου".

Συγκεκριμένα, η έκθεση της "Ενισχυμένης Εποπτείας" καταγράφει την – κατά περίπτωση σημαντική - πρόοδο που έχει κάνει η χώρα σε διαρθρωτικά και άλλα ζητήματα. Τονίζει βέβαια και υστερήσεις και καταγράφει ανησυχίες, όπως ενδεικτικά για τις δυνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα κόστους λόγω της αύξησης κατά σχεδόν 11% του κατώτατου μισθού και των επιπλέον αυξήσεων που ενδέχεται να προκύψουν μέσω της υποχρεωτικής διαιτησίας και των αποφάσεων επέκτασης.

Αξίζει να τονιστεί ότι το 2019, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της χώρας, παραμένουν σε αρχικό επίπεδο δράσεων, μη ολοκληρωμένης εφαρμογής ή ακόμα και σε επίπεδο διαπιστώσεων τα ακόλουθα ζητήματα:

α) Η τήρηση των αρχών της "καλής νομοθέτησης"

β) η υλοποίηση ενός συνεκτικού σχεδίου δράσης κατά της διαφθοράς

γ) η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και η καλύτερη διασύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος και των ερευνητικών πανεπιστημίων με την αγορά

δ) η αξιολόγηση του χρόνιου αποκλεισμού από την Ενιαία Αγορά Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών που προκαλεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός της Ενιαίας Αγοράς και

ε) το γεγονός ότι η μεταποιητική βάση της χώρας, που θα οδηγούσε κατά το πρώτο μνημόνιο "σε ανάκαμψη μέσω εξαγωγών", παραμένει σχετικά αδύναμη.