Σε ποιους πυλώνες θα στηριχθεί στα πόδια του το Ασφαλιστικό

Σε ποιους πυλώνες θα στηριχθεί στα πόδια του το Ασφαλιστικό

Του Γιώργου Φιντικάκη *

Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα είναι σήμερα μακράν το πιο δαπανηρό στην Ευρώπη, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση. Κάθε χρόνο οι συντάξεις απορροφούν το 17,7% του ΑΕΠ, οι υψηλές εισφορές ενισχύουν την εισφοροδιαφυγή, κι όλα αυτά σε μια χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης και το μεγαλύτερο δημογραφικό πρόβλημα. Το 2050 θα είμαστε λιγότεροι και γηραιότεροι, καθώς το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 που είναι σήμερα.

Σε μια χώρα όπου ελάχιστοι εμπιστεύονται το ασφαλιστικό σύστημα, η ανάγκη για αλλαγές είναι επιτακτική και η δημιουργία μικτών μοντέλων, που θα συνδυάζουν το διανεμητικό με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, μοιάζει μονόδρομος, καθώς συνδέεται άμεσα με τη βιωσιμότητα της οικονομίας, προκειμένου να μην ξαναζήσουμε νέες περιπέτειες.

Το ζήτημα είναι δύσκολο, η μετάβαση στο νέο καθεστώς θα έχει κόστος, αλλά ακόμη μεγαλύτερο θα είναι το κόστος από τη διατήρηση του ασφαλιστικού ως έχει. Στη λογική αυτή κινούνται και οι προτάσεις που πέφτουν τελευταίως στο τραπέζι, άλλες πιο τολμηρές, όπως εκείνη των Τήνιου - Νεκτάριου - Συμεωνίδη, και άλλες λιγότερο, σαν την πιο πρόσφατη του ΙΟΒΕ. Κάποιες εξαιρούν από το νέο μοντέλο τους «παλαιούς» ασφαλισμένους, δηλαδή εκείνους προ του 1993, και άλλες όχι, ωστόσο σε όλες το κλειδί βρίσκεται στο δημοσιονομικό κόστος.

Κοινή πάντως συνισταμένη των γνωστών μέχρι σήμερα προτάσεων είναι ότι αξιολογούν το σημερινό σύστημα ασφάλισης ως βασική τροχοπέδη, κατανοώντας ότι χωρίς ριζικές αλλαγές οποιαδήποτε πρόταση για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα μείνει απλό ευχολόγιο.

Εξάλλου, όπως σε πάρα πολλούς τομείς, έτσι και στο Ασφαλιστικό, η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση με την αρνητική έννοια. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν απουσιάζει τόσο πολύ από το συνταξιοδοτικό σύστημα ο υποχρεωτικός συμπληρωματικός κεφαλαιοποιητικός χαρακτήρας, πουθενά αλλού το 95% των συντάξεων δεν προέρχεται μόνο από το Δημόσιο και μόλις ένα ποσοστό 0,8% του ΑΕΠ από επενδύσεις παρόχων κεφαλαιοποιητικών και ιδιωτικών συντάξεων.

Το μεγάλο στοίχημα της επόμενης ημέρας για τις συντάξεις

Τα τρία μνημόνια μπορεί να οδήγησαν σε εξορθολογισμό του Ασφαλιστικού, όπως για παράδειγμα με τις περικοπές και την ενοποίηση των Ταμείων, ωστόσο όλες οι ενδείξεις για την πορεία της οικονομίας θέτουν εν αμφιβόλω τη μελλοντική του βιωσιμότητα.

Η ανεργία αποκλιμακώνεται αλλά με αργούς ρυθμούς, ενώ συνεχίζουμε να έχουμε ένα από τα χαμηλότερα πανευρωπαϊκά ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας (60% για τις γυναίκες, μόλις 25% για τους νέους έως 25 ετών).

Σε αυτή τη χώρα, όπου το Ασφαλιστικό έχει αναιρέσει τις υποσχέσεις του προς τους καλύτερους πελάτες του, όσους δηλαδή παράγουν και πληρώνουν τις περισσότερες εισφορές, με 12 και βάλε περικοπές στα χρόνια των μνημονίων, εμείς επιμένουμε να βάζουμε «όλα τα αυγά σε ένα καλάθι», στον κρατικό πυλώνα.

Την ίδια στιγμή καταγράφεται μια δυσεξήγητη αισιοδοξία από πλευράς κυβέρνησης, όπως παρατηρούν οι ειδικοί, ως προς την προβολή για τις συντάξεις στο μέλλον, όπου έχει υπολογιστεί ως δια μαγείας μια πτώση της κρατικής δαπάνης από το 10,4% του ΑΕΠ στο 6,3% το 2020, δηλαδή κατά 4%, χωρίς να αναφέρεται πουθενά πώς θα επιτευχθεί αυτό. Κάποιοι μιλούν για επανεμφάνιση των greek statistics.

Συμπερασματικά, τα ποσοστά αναπλήρωσης, δηλαδή η αναλογία της σύνταξης προς τον συντάξιμο μισθό, μπορεί ακόμη στην Ελλάδα να παραμένουν πολύ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (66% το 2020, έναντι 46% στην Ε.Ε. «28»), αλλά οι μισθοί μας παραμένουν χαμηλοί, και ένας από τους λόγους είναι η δομή του Ασφαλιστικού.

Το μέγεθος των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων είναι ανύπαρκτο, όταν στην πλειονότητά τους οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες τούς έχουν εντάξει στον προγραμματισμό τους. Σήμερα για τις πληρωμές των συντάξιμων εισφορών ευθύνεται κατά 95% το Δημόσιο, 4% η ιδιωτική ασφάλιση και μόλις 1% τα επαγγελματικά ταμεία.

Επίσης συνεχίζουμε να «τιμωρούμε» την εργασία με πολύ υψηλές εισφορές 27%, το 2ο μεγαλύτερο ποσοστό στην Ε.Ε., που λειτουργούν ως φόροι, ωθώντας στη μαύρη απασχόληση και στο brain drain. Σήμερα οι «πλούσιοι» των 20.000 ευρώ χάνουν το 49% σε φόρους και εισφορές.

Αντί, με άλλα λόγια, το Ασφαλιστικό να λειτουργεί για την οικονομία, δουλεύει η οικονομία για το Ασφαλιστικό. Και όλα αυτά συμβαίνουν όταν οι προβολές του δημογραφικού δείχνουν ότι το 2060 το 42% του πληθυσμού θα είναι άνω των 60 ετών, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε δημοσιονομικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση το θέμα είναι καυτό και επιζητά λύσεις.

Βροχή από προτάσεις για 3 πυλώνες

Τους τελευταίους μήνες έχουν πέσει στο τραπέζι πολλές προτάσεις για την επόμενη ημέρα, με κοινό τους χαρακτηριστικό τους τρεις πυλώνες. Η πληθώρα των παρεμβάσεων, αλλά και το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εφαρμοσθεί καμία, δείχνει και το μέγεθος της καυτής πατάτας που συνιστά το Ασφαλιστικό για το πολιτικό σύστημα, καθώς, όπως έχει δείξει και η εμπειρία, είναι πάντα η επόμενη κυβέρνηση από αυτήν που αναλαμβάνει να κάνει τις αλλαγές εκείνη που καρπώνεται τα οφέλη.

Η συζήτηση πάντως έχει ανοίξει. Η Ν.Δ., για παράδειγμα, μιλά για ένα πρώτο υποχρεωτικό διανεμητικό πυλώνα που θα διασφαλίζει την εθνική σύνταξη, έναν δεύτερο, επίσης υποχρεωτικό αλλά κεφαλαιοποιητικό, που θα ξεκινά με τους νέους εργαζομένους, και έναν τρίτο, προαιρετικό, μέσα από ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα με αφορολόγητες εισφορές.

Σε παρεμφερή, αλλά με αρκετές διαφορές λογική, η διαΝΕΟσις είχε καταθέσει παλαιότερα πρόταση για δραστική μείωση των συνολικών εισφορών (από 26% σε 18%), με δημιουργία επίσης τριών πυλώνων, δηλαδή ενός ενιαίου ταμείου κύριων συντάξεων (με εισφορά 12% αντί για 20%), ενός πλήρως κεφαλαιοποιημένου ταμείου επικουρικών (εισφορά 6%) και ενός τρίτου με προαιρετικά επαγγελματικά ταμεία.

Τοποθέτηση για το Ασφαλιστικό έχει υποβάλει και η Ενωση Αναλογιστών Ελλάδος προτείνοντας επίσης τρεις πυλώνες, όπου στον πρώτο η εισφορά για την κύρια σύνταξη είναι 10% ή 15%, και στον δεύτερο υποχρεωτικό, η επικουρική εισφορά 6% ή 11%. Οι πιο πολυσυζητημένες ωστόσο προτάσεις είναι αυτές των Τήνιου - Νεκτάριου - Συμεωνίδη από το Πανεπιστήμιο Πειραιά, όπως και εκείνη που παρουσίασε προ ημερών το ΙΟΒΕ.

Κοινό τους σημείο, η μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητική, και βασική τους διαφορά το δημοσιονομικό κόστος μετάβασης από το παλαιό στο νέο καθεστώς. Στην πρόταση του ΙΟΒΕ, για παράδειγμα, προβλέπεται ότι οι σημερινές εισφορές 20% υπέρ της κύριας ασφάλισης παραμένουν ως έχουν (Α'' πυλώνας), ενώ οι εισφορές 7% υπέρ της επικουρικής μειώνονται μεσοσταθμικά στο 3% και παύουν να είναι διανεμητικού χαρακτήρα, παρά επενδύονται με κεφαλαιοποιητικό μοντέλο (Β'' πυλώνας). Ταυτόχρονα εισάγεται ο Γ'' πυλώνας, αυτός των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, συνοδευόμενος από φορολογικά κίνητρα.

Τι πληρώνει ο ασφαλισμένος, πόσα εισπράττει ο συνταξιούχος

Στην πράξη ο ασφαλισμένος θα πληρώνει 20%, όπως και σήμερα, για την κύρια σύνταξη του συνταξιούχου, 3% για τη νέα επικουρική, και όσα επιθυμεί για ιδιωτικά προγράμματα. Από την πλευρά του, ο συνταξιούχος θα εισπράττει την ίδια κύρια σύνταξη με σήμερα, μαζί με μια παλαιά επικουρική, ανάλογα με τα χρόνια που είχε εισφέρει στο παλαιό σύστημα και μια νέα επικουρική, όπως αυτή θα προκύπτει βάσει των κεφαλαίων που θα συγκεντρώνονται στην ατομική μερίδα κάθε ασφαλισμένου.

Το κατώφλι στη νέα επικουρική σημαίνει ότι οι εισφορές θα επιβάλλονται μόνο στο τμήμα των μικτών αποδοχών που υπερβαίνουν τον κατώτατο μισθό, ακολουθώντας αντίστοιχα μοντέλα σε Ολλανδία, Βρετανία, Ελβετία. Στη περίπτωση των μισθωτών, η νέου τύπου κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση θα είναι υποχρεωτική, αλλά προαιρετική για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν έχουν σήμερα επικουρική ασφάλιση.

Το μοντέλο μιλά για καθολική του εφαρμογή το 2020, δηλαδή αφορά και τους ασφαλισμένους προ του 1993, αντίθετα με άλλα που τους εξαιρούν. Επίσης η κύρια σύνταξη θα εξασφαλίζει υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης, όπως π.χ. 93% για εισόδημα έως 650 ευρώ με 35 έτη ασφάλισης, και 53% για εισόδημα 1.950 ευρώ. Βέβαια, όπως αναγνώρισε ο διευθυντής του ΙΟΒΕ, Ν. Βέττας, που παρουσίασε την περασμένη Δευτέρα την πρόταση, η μετάβαση στο νέο καθεστώς δημιουργεί ένα πολυετές χρηματοδοτικό κενό.

Το κενό αυτό υπολογίζεται μάξιμουμ σε λίγο κάτω του 2% του ΑΕΠ (1,9% τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του νέου συστήματος και 1,8% για την πρώτη πενταετία), αλλά θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μέσω της δρομολογημένης μείωσης των εισφορών για τη σημερινή επικουρική ασφάλιση, την εξίσωση παλαιών και νέων συντάξεων, αλλά και από την αύξηση της απασχόλησης, τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, τη μείωση του αφορολογήτου ή τους χαμηλότερους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα.

Μείωση της εισφοράς για κύρια σύνταξη

Πιο τολμηρό, αλλά με μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος είναι το μοντέλο των Τήνιου - Νεκτάριου - Συμεωνίδη, που επίσης στηρίζεται σε τρεις πυλώνες, αλλά για τους ασφαλισμένους κάτω των 45 ετών μειώνει κατά 50% τις σημερινές εισφορές για κύρια σύνταξη και μετατρέπει σε κεφαλαιοποιητικές εκείνες για την επικουρική.

Στον πρώτο πυλώνα οι εισφορές κύριας σύνταξης μειώνονται στο μισό (από 20% σε 10%), ενώ η σύνταξη βασίζεται σε σύστημα ατομικών λογαριασμών, είναι δηλαδή πλήρως ανταποδοτική. Στον δεύτερο πυλώνα, η σημερινή εισφορά 6% θα καταλήγει σε ένα σύστημα ατομικών κεφαλαιοποιητικών λογαριασμών για να επενδυθούν και να παράξουν εισόδημα. Στον τρίτο πυλώνα, παρέχονται ισχυρά φορολογικά κίνητρα για ατομική αποταμίευση. Για τους άνω των 45 ετών και τους συνταξιούχους, το νέο σύστημα δεν προβλέπει αλλαγές, ενώ θα παρέχονται εγγυήσεις ότι τα ελλείμματα των ταμείων θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται, όπως σήμερα, από τη γενική φορολογία.

Στη μετάβαση άλλωστε από το παλαιό στο νέο σύστημα, η οποία συνοδεύεται από κόστος, βρίσκεται το κλειδί τόσο στη συγκεκριμένη πρόταση όσο και στις προηγούμενες. Από τη στιγμή που η εισφορά κύριας ασφάλισης θα μειωθεί στο μισό, δηλαδή στο 10%, και η εισφορά 6% για επικουρική σύνταξη θα κατευθύνεται σε έναν ατομικό κουμπαρά προς επένδυση, δημιουργείται αυτόματα ένα χρηματοδοτικό κενό για τους υφιστάμενους συνταξιούχους.

Είναι το λεγόμενο «κόστος κληρονομιάς», το οποίο η πρόταση εισηγείται να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά με αναλογιστικές μελέτες. Στην κατεύθυνση αυτή, ο κ. Τήνιος προτείνει μια σειρά μέτρων, που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αυτό το κενό, όπως η ενθάρρυνση της επανένταξης των πρόωρα συνταξιοδοτηθέντων στην αγορά εργασίας με θετικά κίνητρα (προσαύξηση σύνταξης, αλλαγή της εργασιακής νομοθεσίας) ή αντικίνητρα (εισφορά στη σύνταξη μέχρι τη συμπλήρωση των 67 ετών).

Ούτως ή άλλως, οι παλαιοί συνταξιούχοι, δηλαδή οι άνω των 45 ετών, θα συνεχίσουν να εισπράττουν ένα μίγμα παλαιών και νέων συντάξεων ανάλογα με τα έτη ασφάλισης στο καθένα. Καθώς όμως οι ρυθμίσεις του νέου συστήματος είναι αυστηρότερες, αναμένεται ταχεία αποκλιμάκωση των ελλειμμάτων όταν αυτό το «κόστος κληρονομιάς» αρχίζει να εκλείπει.

Έτερο ερώτημα που αφορά όλες τις προτάσεις, είναι το ποιος θα διαχειρίζεται τον νέο αυτόν «κουμπαρά» με τις προς επένδυση εισφορές 6%. Στο μοντέλο, για παράδειγμα, που έχει επεξεργαστεί ο κ. Τήνιος προβλέπεται ότι τουλάχιστον την πρώτη πενταετία ο διαχειριστής θα είναι μια κρατική ΑΕΔΑΚ, ωστόσο από εκεί και πέρα θα πρέπει να μπουν στο παιχνίδι και ιδιωτικά σχήματα.

Κάθε πρόταση έχει τα υπέρ και τα κατά της, ωστόσο το μήνυμα είναι πως αν δεν ληφθούν μέτρα, σε μερικά χρόνια το συνταξιοδοτικό θα αναγκαστεί να αναιρέσει για ακόμη μία φορά τις υποσχέσεις του. «Χρειαζόμαστε σε κάθε περίπτωση ένα Ασφαλιστικό που θα είναι στην υπηρεσία της οικονομίας, και όχι μια οικονομία που θα υπάρχει για να εξυπηρετεί το Ασφαλιστικό, όπως ανέφερε κατά την προ ημερών παρουσίαση της πρότασης του ΙΟΒΕ, ο επικεφαλής του, κ. Βέττας.

Παραδείγματα

Σήμερα ο χαμηλόμισθος των 650 ευρώ μικτά, πληρώνει 39 ευρώ τον μήνα εισφορά για επικουρική για να πάρει επικουρική σύνταξη 97 ευρώ. Στη συγκεκριμένη πρόταση, απαλλάσσεται τελείως της εισφοράς- άρα δεν θα εισπράττει και επικουρική- ωστόσο θα του μένουν κάθε μήνα στο χέρι περισσότερα από τον καθαρό μισθό, δηλαδή 585 ευρώ, έναντι 546 ευρώ σήμερα.

Αντίστοιχα, ο έχων μισθό 1.300 ευρώ, καταβάλλει σήμερα μηνιαία εισφορά για επικουρική 78 ευρώ, για να εισπράξει επικουρική σύνταξη 195 ευρώ. Στο μέλλον, θα μπορούσε να δίνει εισφορά 39 ευρώ τον μήνα, προκειμένου να εισπράξει επικουρική σύνταξη 191 ευρώ. Άρα, θα του μένουν στο χέρι περισσότερα χρήματα από τον καθαρό μισθό, δηλαδή 1.012 ευρώ, αντί για 982 ευρώ σήμερα.

* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 19ης Απριλίου