Σε επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα... βάσει πλούτου

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα και κατ' επέκταση η επιστροφή των ελληνικών τίτλων στα χαρτοφυλάκια των μεγαλύτερων θεσμικών και μη επενδυτών του κόσμου, είναι ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης μετά την τρομακτική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Και ενώ το φλέγον ζήτημα είναι αυτό των «κόκκινων» δανείων, οι αναβαθμίσεις βρέθηκαν στο επίκεντρο αρκετών συζητήσεων στο περιθώριο του συνεδρίου Invest in Greece που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στη Νέα Υόρκη.

Την ίδια ώρα, ο οίκος Moody' s, σε μία από τις εκθέσεις που εκπονεί ως μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης των τραπεζών, αναφέρθηκε στους παράγοντες εξαιτίας των οποίων η Ελλάδα απέχει ακόμη από την «επενδυτική βαθμίδα». Στην έκθεση ο οίκος αξιολόγησης τονίζει ότι Έλληνες εμφανίζουν σχεδόν τριπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα από τον μέσο όρο του εισοδήματος των χωρών που διαθέτουν την ίδια αξιολόγηση «Β1» που δίνει η Moody' s στο ελληνικό αξιόχρεο. Αυτό σημαίνει ότι βάσει πλούτου – και παρά την δεκαετή κρίση – η Ελλάδα θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη στην επενδυτική βαθμίδα και όχι 4 ολόκληρα σκαλοπάτια χαμηλότερα.

Το κατά κεφαλήν εισόδημα των 29.123 δολαρίων που εμφανίζουν οι Έλληνες πολίτες σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι πολύ υψηλότερο από το μέσο εισόδημα των χωρών με αξιολόγηση «Β1» που διαμορφώνεται σε 10.176 δολάρια. Γι' αυτό το λόγο η Moody's αξιολογεί με «Baa3» την οικονομική ισχύ της χώρας, αξιολόγηση που αντιστοιχεί στην επενδυτική βαθμίδα. Σημειώνεται ότι με Β1 η Moody's αξιολογεί και την Τουρκία – με την οποία βρίσκεται σε διαμάχη εδώ και χρόνια – καθώς και χώρες όπως η Αλβανία, η Κόστα Ρίκα, η Ιορδανία, το Μαυροβούνιο και η Ονδούρα.

Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες από πολλές χώρες, όμως αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στην πιστοληπτική της αξιολόγηση. Με βάση τις εκτιμήσεις της Moody' s, αυτό συμβαίνει κυρίως των σημαντικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος με τον μεγάλο όγκο «κόκκινων» δανείων με αποτέλεσμα να είναι σφιχτές οι πιστωτικές συνθήκες. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει χαμηλή βαθμολογία σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου και την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, ενώ η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης να ελέγξει τη διαφθορά επιδεινώθηκε την τελευταία δεκαετία και απέχει πολύ από τα επίπεδα που εμφανίζουν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.

Ένας επίσης σημαντικός παράγοντας σχετίζεται με το πόσο θωρακισμένη είναι η Ελλάδα σε απρόσμενες εξελίξεις. Αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα πάντα με τη Moody's, είναι να εφαρμοστούν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές από διαδοχικές κυβερνήσεις αλλά και επιπρόσθετες θεσμικές και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ο ίδιος οίκος σημειώνει ωστόσο ότι οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν μόλις αρχίσει να ανακάμπτουν με ισχυρό ρυθμό και το ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται ότι θα μεγεθυνθεί κατά 2,5% το 2020 και το 2021.

Στην πλειονότητά τους οι επενδυτικοί οίκοι που παρακολουθούν την ελληνική οικονομία (JPMorgan, Morgan Stanley, BofAML) συμφωνούν ότι το πόσο γρήγορα θα επιστρέψει και επίσημα στην επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που θα ξεκλειδώσει μεγάλες εισροές επενδυτικών κεφαλαίων, θα εξαρτηθεί από την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Σύμφωνα με την Moody' s, η επιτάχυνση της ανάπτυξης θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψουν οι επενδύσεις, ενώ είναι πιθανό να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους του 2,5%.

Ο οίκος υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα στηρίξει την ανάκαμψη το 2020 αλλά και τα επόμενα χρόνια, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε τα προηγούμενα έτη, ενώ εκτιμά ότι οι φορολογικές μειώσεις και τα μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και άρσης των επενδυτικών εμποδίων θα συμβάλλουν στην αύξηση των επενδύσεων. Παραμένουν ωστόσο οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις όπως το δημογραφικό και η φυγή των νέων.