Προεκλογικά «παιχνίδια» με την πρώτη κατοικία

Προεκλογικά «παιχνίδια» με την πρώτη κατοικία

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Από εβδομάδα σε εβδομάδα μεταφέρεται η οριστικοποίηση του νέου πλαισίου που θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη, αποδεικνύοντας αφενός τη σημαντικότητα του θέματος και αφετέρου ότι η κυβέρνηση προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να περάσει ένα νομοσχέδιο προεκλογικού χαρακτήρα και όχι να δώσει λύση στο πρόβλημα. Το αρχικό σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα ήταν να φέρει ένα νόμο που ουσιαστικά θα αποτελούσε συνέχεια του προηγούμενου, με πολύ μικρές αλλαγές, με στόχο να μην… ενοχληθεί κανείς από το εκλογικό ακροατήριο.

Η εν λόγω πρακτική, ωστόσο, χτύπησε - όπως ήταν αναμενόμενο - «καμπανάκια» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι Θεσμοί έχουν όλη την  πρόθεση να συμφωνήσουν με την ελληνική κυβέρνηση για πολλούς και διάφορους λόγους, όμως η ΕΚΤ δεν είναι σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να συναινέσει στην εφαρμογή ενός πλαισίου που αφενός θα επιβαρύνει τους τραπεζικούς ισολογισμούς και αφετέρου θα αφήνει για μία ακόμη φορά… ανοιχτή την είσοδο στους «στρατηγικούς κακοπληρωτές».

Επομένως, το πόσο γρήγορα – οι πληροφορίες λένε μέσα στην εβδομάδα – θα κλείσει το ζήτημα με θετικό τρόπο, θα εξαρτηθεί από τη διάθεση του Αλέξη Τσίπρα να κάνει πίσω στα βασικά θέματα για τα οποία εγείρει ενστάσεις η ΕΚΤ. Όπως αναφέρουν πηγές με γνώση των διαπραγματεύσεων, στην τηλεδιάσκεψη της Παρασκευής η διαφορά ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δανειστές όχι μόνο δεν γεφυρώθηκε αλλά μεγάλωσε… επικίνδυνα. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι το νέο πλαίσιο θα είναι πολύ πιο στενό από οτιδήποτε ίσχυε μέχρι σήμερα και θα εμπεριέχει αυστηρά περιουσιακά κριτήρια.

Ο Μάριο Ντράγκι έχει καταστήσει σαφές ότι το θέμα πρέπει να επιλυθεί με κοινωνική ευαισθησία, αλλά χωρίς να πλήττονται οι τράπεζες, που σημαίνει ότι θα πρέπει να «κόβονται» όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα αλλά δεν πληρώνουν. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ θέλει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του δανειολήπτη να μην ξεπερνά το 200% της οφειλής, ενώ απαιτεί να υπάρξει ασφαλιστική δικλίδα και για το ύψος των καταθέσεων. Επιπλέον, η ΕΚΤ θέλει να υπάρξει αλλαγή στην κουλτούρα πληρωμών στην Ελλάδα και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο στο νέο πλαίσιο δεν θα μπορεί να υπαχθεί κανείς δανειολήπτης που το δάνειό του «κοκκίνισε» μετά την 1η Ιανουαρίου 2019.

«Μπορεί ορισμένοι να πουν ότι είναι άδικο, όμως όλα όσα έγινα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια ήταν άδικα», είπε με νόημα από το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Παύλος Μυλωνάς, θέλοντας να δείξει τη σημασία του μέτρου. Είναι μία δέσμευση, πρόσθεσε ο κ. Μυλωνάς, που θα πρέπει να τηρηθεί από τις τράπεζες αλλά κυρίως από τους πολιτικούς.

Αυτό σημαίνει ότι στο εξής οι δανειολήπτες θα μπορούν να αναζητούν καταφύγιο μόνο μέσω του ενιαίου πτωχευτικού δικαίου που θα καταρτιστεί μέσα στον επόμενο μήνα και γι' αυτό η αναφορά στις προθέσεις των πολιτικών να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους.

Στην τοποθέτησή του από τους Δελφούς, ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας, τόνισε ότι η Ελλάδα διαθέτει το πλέον γενναιόδωρο σχήμα προστασίας της πρώτης κατοικίας στην Ευρώπη, σημειώνοντας, παράλληλα, ότι το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων οφείλεται σε ποσοστό 20%-25% σε «ανεύθυνες» πολιτικές για να προστατευθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.

Από την πλευρά του, ο CEO της Eurobank, κ. Φωκίων Καραβίας, είπε ότι υπάρχει καλή πίστη από όλα τα εμπλεκόμενα στις διαπραγματεύσεις μέρη, χαρακτηρίζοντας θέμα χρόνου την οριστικοποίηση του νέου πλαισίου. Ο ίδιος εκτίμησε ότι με το νέο πλαίσιο θα αρχίσει να αποπληρώνεται ένας μεγάλος όγκος δανείων. Ο διευθύνων σύμβουλος της Τρ. Πειραιώς, κ. Χρήστου Μεγάλου, εξήγησε πως στο παρελθόν υπήρχαν σημαντικά προβλήματα ενώ από τότε που ξεκίνησαν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, παρατηρήθηκε μείωση των νέων στρατηγικών κακοπληρωτών, τονίζοντας ότι πρέπει να γίνουν όλες οι απαραίτητες κινήσεις για να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος.

Πάντως, ο υπουργός Επικρατείας, κ. Αλέκος Φλαμπουράρης, προέβλεψε ότι το νομοσχέδιο θα κατατεθεί στη Βουλή μέσα στην τρέχουσα εβδομάδα, υποστηρίζοντας ότι θα βοηθάει και τους δανειολήπτες να μη χάσουν την πρώτη κατοικία και τις τράπεζες μέσω της επιδότησης του δημοσίου συνολικού ύψους 200 εκατ. ευρώ.