Πόσο κοντά είμαστε πραγματικά στη λύση για το χρέος

Πόσο κοντά είμαστε πραγματικά στη λύση για το χρέος

Photo by CC BY 2.0

Του Βασίλη Γεώργα

Η υπόθεση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους είναι πολύ σοβαρή για να συνεχίσει να αντιμετωπίζεται με όρους «εντυπωσιασμού» και όχι ουσίας από την ελληνική κυβέρνηση.

«Εξανέστη» ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, διότι, όπως είπε, οι διαφωνίες μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμποδίζουν την υπεσχημένη αναδιάρθρωση του χρέους ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του και να ανοίξουν οι πόρτες ένταξης των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση. Και ενώ εκτίμησε ότι βρισκόμαστε πιο κοντά από ποτέ στη λύση για το χρέος, άφησε να εννοηθεί πως αυτή παρεμποδίζεται από τις διαφορετικές θέσεις μεταξύ των Θεσμών και τις πολιτικές ισορροπίες στη Γερμανία, δίνοντας παράλληλα βάρος στα σενάρια που θέλουν τις αποφάσεις να λαμβάνονται μετά τις γερμανικές εκλογές το Φθινόπωρο του 2017.

Θυμηθείτε πού βρισκόμασταν και τι μοιάζει πως επιχειρείται να κάνουμε: από τη μονομερή διαγραφή του χρέους το 2014 η κυβέρνηση πήγε στην επαναδιαπραγμάτευση του 2015, και από τη συμφωνία του Eurogroup το 2016 για τον οδικό χάρτη των τριών σημείων (βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα μέτρα), έφτασε τώρα στο σημείο, παραμονές της δεύτερης αξιολόγησης, να αμφισβητεί όσα η ίδια υπέγραψε.

Πρώτα τα 15 προαπαιτούμενα

Από τις κοινοποιημένες συμφωνίες προκύπτει πως ο μόνος δρόμος για να είναι σε θέση η Ελλάδα να απαιτήσει την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων ανακούφισης του χρέους (τα μόνα άμεσα και σίγουρα που προβλέπονται στη συμφωνία του Eurogroup της 25ης Μαΐου) περνά αποκλειστικά μέσα από την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης.

Η αξιολόγηση, όμως, παραμένει ουσιαστικά ανοικτή και δεν θα κλείσει μέχρι να επικυρωθεί επισήμως από το EWG η εφαρμογή και των 15 εκκρεμών προαπαιτούμενων –από τα οποία, σημειωτέον, η κυβέρνηση έχει ολοκληρώσει μόνο τα 2. Αυτό στην καλύτερη περίπτωση αναμένεται να γίνει μέσα στον Οκτώβριο, πιθανόν ταυτόχρονα με την πρώτη έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος, οπότε αμέσως μετά θα πρέπει να εξειδικευτούν οι παρεμβάσεις που θα προταθεί να γίνουν και θα αφορούν στην περίοδο μέχρι το 2018 που λήγει το μνημόνιο.

Φταίνε οι ξένοι...

Συνεπώς την κύρια ευθύνη σε αυτό το χρονικό σημείο για το ότι δεν έχουν προχωρήσει επίσημα οι συζητήσεις που ήδη διεξάγονται στο παρασκήνιο με εισηγητή τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) φέρει η ίδια η κυβέρνηση, η οποία, ενώ γνωρίζει το περιεχόμενο της απόφασης, εμφανίζει ως δικαίωμα την αναβλητικότητα των υπουργών της και ως υποχρέωση των δανειστών την επιτάχυνση των αποφάσεων για το χρέος πριν εκπληρωθούν οι όροι.
Στα μέτρα αυτά, που θα εισηγηθεί ο ESM, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει λόγο κυρίως ως προς το ότι θα πρέπει να τα θεωρήσει «επαρκή» προκειμένου να καταρτίσει τη νέα έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Η μετάθεση των ευθυνών και άσκηση πίεσης απέναντι στους πιστωτές θα έχει νόημα και θα πρέπει να γίνει μόνον όταν η Ελλάδα εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα και αποδειχθεί πως οι δανειστές αρχίσουν πράγματι να παίζουν το παιχνίδι των καθυστερήσεων μέσα από τις διαφορετικές τους παραδοχές, την εξειδίκευση και την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων. Αυτά, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup, θα περιλαμβάνουν τρεις παρεμβάσεις:

- «αλλαγή του «προφίλ» αποπληρωμών των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) βάσει του τρέχοντος χρονικού ορίζοντα αποπληρωμής,
- χρήση της διευρυμένης στρατηγικής χρηματοδότησης των ESM/EFSF ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος αναφορικά με τα επιτόκια, χωρίς, όμως, να επιβαρύνει οικονομικά τις άλλες χώρες και
- επιβολή ορίου (waiver) του περιθωρίου των επιτοκίων που αφορούν τη δόση αποπληρωμής του χρέους που συνδέεται με το ελληνικό πρόγραμμα για το έτος 2017».

Ντουφεκιά στον αέρα...

Επειδή η κυβέρνηση ξέρει πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε τι υπέγραψε τον Μάιο, όλη αυτή η φιλολογία για τις καθυστερήσεις με γερμανικό «πολιτικό δάκτυλο» ηχεί περισσότερο με ντουφεκιά στον αέρα για να ερεθιστούν τα εγχώρια αντανακλαστικά μιας κατηγορίας ψηφοφόρων που αρέσκονται στις ρητορείες περί επονείδιστου χρέους. Και εξυπηρετεί έναν επιπρόσθετο σκοπό. Να καλύψει πίσω από προπέτασμα καπνού την προσδοκία που η κυβέρνηση καλλιέργησε από την πρώτη στιγμή, ότι όλα τα μέτρα για το χρέος –βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα– θα εξειδικευτούν εκ των προτέρων.

...την ώρα που κυβέρνηση και δανειστές έχουν ήδη κλωτσήσει το ντενεκεδάκι του χρέους πολύ μακριά

Ακόμη, όμως, και αν όλα δουλέψουν ρολόι και φτάσουμε στα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, το πρόβλημα, όπως το εννοούν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα αντιμετωπιστεί. Πιθανότατα η χώρα θα μπορέσει να λάβει για κάποιο χρονικό διάστημα ένα «πιστοποιητικό βιωσιμότητας» από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ ώστε τα ελληνικά ομόλογα να καταστούν επιλέξιμα για να ενταχθούν κάποια στιγμή στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης», αλλά η ουσιαστική «λύση για το χρέος» θα είναι μια πολύ μακρά και άγνωστη διαδικασία που θα υπόκειται κάθε φορά σε διαφορετικές παραμέτρους. Οικονομικές και σε κάθε περίπτωση πολιτικές, καθώς θα πρέπει να επικυρώνονται από τις εκάστοτε κυβερνητικές πλειοψηφίες της Ευρωζώνης.

Υπό το πρίσμα αυτό, δεν έχουν καθόλου άδικο όσοι διατείνονται πως στο Eurogroup του Μαΐου οι δανειστές και η κυβέρνηση συμφώνησαν να κλωτσήσουν το ντενεκεδάκι του χρέους πολλά χρόνια μακριά.

Στη συμφωνία, τα «μακροπρόθεσμα» μέτρα για το χρέος προβλέπεται ότι θα ληφθούν μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος (σ.σ: 2018) «εάν η επικυρωμένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους την οποία θα συντάξουν οι θεσμοί στο τέλος του προγράμματος δείξει ότι είναι απαραίτητα ώστε να επιτευχθεί το όριο των χρηματοδοτικών αναγκών». Με λίγα λόγια, συμφώνησαν ότι πρώτα θα πρέπει να ολοκληρωθεί με επιτυχία το μνημόνιο και μετά να δουν αν χρειάζονται πρόσθετες παρεμβάσεις για το χρέος.

Τα δε «μακροπρόθεσμα» μέτρα επίσης θα συζητηθούν μετά το 2018 και θα αφορούν αορίστως τη δημιουργία ενός αυτόματου μηχανισμού παρακολούθησης του χρέους στο μέλλον που θα παρεμβαίνει αυτόματα προκειμένου οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ τα πρώτα χρόνια μετά το μνημόνιο και το 20% στη συνέχεια, σε βάθος 30 ετών.

Τι έχουν να περιμένουν οι Έλληνες φορολογούμενοι

Συνεπώς, αν έχουν να περιμένουν κάτι οι Έλληνες φορολογούμενοι, αυτό είναι να εξειδικευτεί μέχρι το τέλος του έτους η συμφωνία που αφορά στις άμεσες παρεμβάσεις για τη μείωση των επιτοκίων και τις πληρωμές των τόκων.