Πώς η μείωση της ανεργίας θα «πληρώσει» τα νέα μέτρα στήριξης

Πώς η μείωση της ανεργίας θα «πληρώσει» τα νέα μέτρα στήριξης

Πολύ μεγάλο δημοσιονομικό αποτύπωμα – κατά πολλούς ικανό να χρηματοδοτήσει τα έκτακτα μέτρα στήριξης που θέλει να ανακοινώσει η κυβέρνηση μέσα στον Μάρτιο ή στις αρχές Απριλίου, ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του ποσοστού της αύξησης του κατώτατου μισθού - αφήνει η μείωση της ανεργίας.

Από την ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, προκύπτει ότι το 2022 ξεκινάει με 189 χιλιάδες περισσότερους απασχολούμενους σε σχέση με πέρυσι και αντίστοιχα 165.384 λιγότερους ανέργους.

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Περισσότερα έσοδα από την  παρακράτηση του φόρου εισοδήματος (σ.σ η εισφορά αλληλεγγύης έχει παγώσει στον ιδιωτικό τομέα) σημαντική ενίσχυση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές αλλά και λιγότερες δαπάνες τόσο για το επίδομα ανεργίας όσο και για τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα. Η μείωση της ανεργίας θα είναι κατά συνέπεια ένα βασικό «όπλο» στα χέρια της κυβέρνησης και στην προσπάθειά της να βρει τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο για να προχωρήσει σε μια άμεση εισοδηματική ενίσχυση προς τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά μετά τον Μάρτιο.

Η εξέλιξη της ανεργίας το τελευταίο χρονικό διάστημα δείχνει ότι η απόφαση της κυβέρνησης να «επενδύσει» στη θωράκιση της αγοράς εργασίας από την έναρξη κιόλας της πανδημίας έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Με τους πόρους που διατέθηκαν για τις αναστολές των συμβάσεων εργασίας – και την ταυτόχρονη καταβολή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού στους εργαζόμενους που μπήκαν σε αναστολή με τη διάθεση δημοσιονομικού χώρου για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και την αξιοποίηση κονδυλίων για τη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων επιδοτούμενων θέσεων εργασίας, η ανεργία όχι μόνο δεν αυξήθηκε μέσα στην πανδημία αλλά από χθες η χώρα καταγράφει και χαμηλό 12ετίας.

Πέραν της κοινωνικής διάστασης του συγκεκριμένου στατιστικού στοιχείου, υπάρχει και η αμιγώς οικονομική διάσταση. Ουσιαστικά δημιουργείται μια διευρυμένη φορολογική βάση ικανή να αποδίδει περισσότερους φόρους παρά τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Για να συμβεί αυτό, χρειάστηκε να θεσπιστεί πολύ ευνοϊκός συντελεστής για την αυτοαπασχόληση (σ.σ το γνωστό 9% για τα πρώτα 10.000 ευρώ κέρδους) να αποσυνδεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές των αυτοαπασχολούμενων από το δηλωθέν εισόδημα αλλά και μειωθούν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες ώστε το κόστος εργασίας να γίνει φθηνότερο.