Περισσότερο πράσινες οι ευρωπαϊκές από τις αμερικανικές εταιρείες
Πετρελαϊκή βιομηχανία

Περισσότερο πράσινες οι ευρωπαϊκές από τις αμερικανικές εταιρείες

Οι κορυφαίες ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου δεσμεύουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους σε έργα πράσινης ενέργειας από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Η κίνηση αυτή συνδέεται με την εκτίμηση των ευρωπαικών κολοσσών ότι η παγκόσμια υγειονομική κρίση θα αφήσει πίσω της μια μακροχρόνια πτώση της ζήτησης ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με δηλώσεις στελεχών που συγκέντρωσε το Reuters.

Τα σχέδια εταιρειών όπως η BP, η Royal Dutch Shell και η Total συμβαδίζουν με τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλότερης κατανάλωσης άνθρακα και απομάκρυνσης από την εξάρτηση από το πετρέλαιο που διαρκεί πάνω από έναν αιώνα. Σαν κινήσεις αντικατοπτρίζουν το διευρυνόμενο ρήγμα μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών όπου τόσο η κυβέρνηση όσο και οι σημαντικότεροι παραγωγοί παραμένουν κατά κύριο λόγο προσηλωμένοι στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

“Ζούμε όλοι διαφορετικά και είναι πολύ πιθανό κάποια πράγματα να μείνουν έτσι”, ανέφερε στο Reuters σε πρόσφατη συνέντευξη ο πρόεδρος της BP Μπέρναρντ Λούνεϊ, κάνοντας λόγο για σημαντική μείωση των αεροπορικών και οδικών μετακινήσεων και αύξηση της τηλεεργασίας.

Όλες οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου έκαναν σημαντικές περικοπές στις κεφαλαιουχικές δαπάνες καθώς οι οδηγίες για παραμονή στο σπίτι σε παγκόσμιο επίπεδο έριξαν δραματικά τη ζήτηση για καύσιμα και οδήγησαν τις τιμές του πετρελαίου σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ. 

Σε αυτό το τοπίο, οι πέντε μεγαλύτεροι παραγωγοί στην Ευρώπη – BP, Shell, Total, Eni και Equinor – πραγματοποιούν τις επενδυτικές περικοπές τους κυρίως στις δραστηριότητες που αφορούν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και ενισχύουν τις δραστηριότητες που σχετίζονται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την χαμηλότερη κατανάλωση άνθρακα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Reuters.

Διευθυντικά στελέχη και επενδυτές δηλώνουν ότι αναμένουν τη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα να ανακάμψει νωρίτερα απ' όσο πίστευαν. Ταυτόχρονα, η ΕΕ αναμένεται να εστιάσει την οικονομική ενίσχυση σε δομές πράσινης ενέργειας μετά την κρίση ώστε να ευθυγραμμιστεί περαιτέρω με τις φιλοδοξίες της συμφωνίας του Παρισιού για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, καθιστώντας τις επενδύσεις σε αυτό τον τομέα πιο ελκυστικές.

Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεσμεύτηκε πρόσφατα ότι οι πολιτικές για το κλίμα θα αποτελέσουν τον “κινητήρα ανάκαμψης” της Ευρώπης.

Η BP σκοπεύει να διατηρήσει άθικτες τις προγραμματισμένες δαπάνες 500 εκατομμυρίων δολαρίων για πρωτοβουλίες για χαμηλές εκπομπές άνθρακα, παρά την περικοπή δαπανών κατά 20% σε όλους τους τομείς της εταιρείας ως αποτέλεσμα του κορονοϊού, δήλωσε ο εισερχόμενος διευθυντής οικονομικών Μάρεϊ Όσινκλος σε τηλεφώνημα στις 28 Απριλίου.

Από την πλευρά του ο CEO της Shell Μπεν βαν Μπόιρντεν, είχε αναφέρει σε δημοσιογράφους στις 30 Απριλίου ότι θέλει κι αυτός να “διασώσει” το τμήμα New Energy της εταιρείας, που εστιάζει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τεχνολογίες χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα, από τις πιο δραστικές περικοπές δαπανών.

“Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι συντελείται μια ενεργειακή μετάβαση που είναι πιθανό να επιταχυνθεί κατά τη φάση της ανάκαμψης και θέλουμε να έχουμε μια καλή θέση”, είπε ο βαν Μπόιρντεν.

Οσο για την Total, παρόλο που περικόπτει τις συνολικές της δαπάνες για το 2020 από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε 15 δισ., σκοπεύει να διατηρήσει τις προγραμματισμένες δαπάνες ύψους 1,5-2 δισ. δολαρίων για δραστηριότητες χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα, δήλωσε ο CEO Πατρίκ Πουγιάν σε συνέντευξη στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro στις 6 Μαΐου.

Η Equinor και η Eni επίσης εξέφρασαν τη συνεχιζόμενη δέσμευσή τους στα σχέδια μετάβασης σε καθαρή ενέργεια. Ένας εκπρόσωπος της Equinor επιβεβαίωσε ότι η εταιρεία δεν αλλάζει την προγραμματισμένη επένδυσή της ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενέργεια χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα για το 2020 και 2021, παρά τις περικοπές σε άλλους τομείς. 

Η Equinor, η Shell και η Total ανακοίνωσαν επίσης στις 15 Μαΐου ότι επενδύουν σε ένα έργο στη Νορβηγία για τη δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα.

Ακόμα και μετά τις αναπροσαρμοσμένες δαπάνες, οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τεχνολογίες χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα για τις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες δεν αντιπροσωπεύουν παραπάνω από το 15% των συνολικών επενδύσεων, και όσοι ενεργοποιούνται για την αλλαγή του κλίματος πιέζουν τις εταιρείες να κάνουν περισσότερα.

Οι εταιρείες αυτές είχαν ήδη δρομολογήσει σχέδια για να μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές άνθρακα έως το 2050 πριν την πανδημία.

Κάποιος επενδυτής δήλωσε, ωστόσο, ότι αυτά τα σχέδια δεν ανταποκρίνονται στους στόχους του Παρισιού για το κλίμα. 

Ο επενδυτής Sarasin & Partners με έδρα το Λονδίνο δήλωσε πως ούτε η Shell ούτε η Total “έχουν προσδιορίσει πώς θα μεταφέρουν κεφάλαια από την επέκταση παραγωγής ορυκτών καυσίμων στο βαθμό που απαιτείται για να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες τους”.

Υπερατλαντικό ρήγμα

Εναν εντελώς διαφορετικό δρόμο από εκείνον της Ευρώπης ακολουθούν οι μεγαλύτερες Αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου , έχοντας την ενθάρρυνση της κυβέρνησης Τραμπ που υποστηρίζει ένθερμα την επέκταση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων: Οι επενδύσεις σε επιχειρηματικά εγχειρήματα εκτός πετρελαίου είναι ελάχιστες κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει χωρίς αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής.

Χαρακτηριστικά ο CEO της Chevron Μάικ Βιρθ είχε αναφέρει σε επενδυτές σε τηλεδιάσκεψη την 1η Μαΐου ότι αναμένει η ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο να ανακάμψει μετά την πανδημία. “Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για μετάβαση σε άλλη πηγή ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα τώρα σύντομα”, είχε δηλώσει.

Ο CEO της Exxon Mobil Ντάρεν Γουντς είχε την ίδια γνώμη σε ένα τηλεφώνημα με αναλυτές την ίδια μέρα.

“Ξέρω ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις σχετικά με το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά θέλω να είμαι ξεκάθαρος στο πώς το βλέπουμε εμείς: Οι μακροπρόθεσμες βασικές αρχές των επιχειρήσεών μας δεν έχουν αλλάξει”.

Μέτοχοι της Exxon δυσαρεστημένοι με την ευρεία απόρριψη από την εταιρεία των προτάσεων που λαμβάνουν υπόψιν τους την κλιματική αλλαγή πιέζουν τον τελευταίο καιρό για καθαίρεση του Γουντς από τον διπλό διοικητικό του ρόλο.  

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, που αντιπροσωπεύει τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, καθώς και την Shell, την BP και την Total, δήλωσε ότι αντιμετωπίζει επίσης τις επιπτώσεις της πανδημίας στη ζήτηση ορυκτών καυσίμων ως κάτι παροδικό.

Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αμφισβητεί εδώ και καιρό τα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την κλιματική αλλαγή και έχει αποφασίσει να αποσυρθεί από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα επικαλούμενη το οικονομικό κόστος. Η κυβέρνηση σκέφτεται επίσης τρόπους για να ρίξει δισεκατομμύρια στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μέσω φοροαπαλλαγών ώστε να προστατευτεί μια βιομηχανία που αναπτύχθηκε κατά την τελευταία δεκαετία.

Το βαθύ υπερατλαντικό χάσμα προσφέρει στους επενδυτές μια δύσκολη επιλογή, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Από τη μία πλευρά, η ευθυγράμμιση με τις διεθνείς δεσμεύσεις της συμφωνίας του Παρισιού μοιάζει “ασφαλής επιλογή”, σύμφωνα με τον Μπρους Ντούγκουιντ, επικεφαλής του Hermes Equity Ownership Services.

Από την άλλη, οι σημαντικά μειωμένες τιμές των ορυκτών καυσίμων από τη στιγμή που ξεκίνησε η πανδημία θα μπορούσαν να τα καταστήσουν εύκολη επιλογή για τους καταναλωτές καθώς οι οικονομίες θα ανακάμπτουν.

“Προς το παρόν δεν είναι ξεκάθαρο ποιος έχει δίκιο” είπε ο Ταλ Λόμνιτζερ, ανώτερος διευθυντής επενδύσεων στην Janus Henderson. “Είναι πιθανό η Exxon και η Chevron να αναδυθούν στην άλλη πλευρά της κρίσης ως ήρωες. Ή ίσως ως ανεύθυνοι”.