Μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα της χώρας στο στόχαστρο distress funds

Μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα της χώρας στο στόχαστρο distress funds

Ο τουριστικός κλάδος αποτελούσε ανέκαθεν πόλο έλξης επενδύσεων για τη χώρα μας, και το τελευταίο διάστημα η αγορά βρίσκεται σε φάση αναθέρμανσης αναθερμένεται. Από την κατασκευή πολυτελούς θερέτρου στον Σκορπιό του Ριμπολόβλεφ, στην επένδυση 300 εκατ. ευρώ του ομίλου ΤΕΜΕΣ για την από κοινού ανάπτυξη με τη Lamda Development δύο πολυτελών ξενοδοχείων και οικιστικών συγκροτημάτων στο Ελληνικό, έως την HIG Capital που εστιάζει στον τουρισμό, όπως έγραψε πρόσφατα το Liberal Markets, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ένα: Η Ελλάδα βρίσκεται στα ραντάρ μεγάλων εταιρειών και σημαντικά projects δρομολογούνται, τα οποία θα αλλάξουν την ξενοδοχειακή αγορά στη χώρα μας.

Ειδικά μέσα στην κρίση του κορονοϊού, η οποία έχει κατακρημνίσει την τουριστική κίνηση στη χώρα μας ο ξενοδοχειακός κλάδος βρίσκεται στο επίκεντρο επενδυτικών αποφάσεων μεγάλων funds του εξωτερικού τα οποία αναζητούν εξαγορές με distress χαρακτηριστικά, σε πιεσμένες αποτιμήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, Goldman Sachs, Morgan Stanley, Ισραηλινά και Κινεζικά κεφάλαια έχουν βάλει στο «στόχαστρο» ξενοδοχειακά συγκροτήματα στη χώρα μας, καθώς διαβλέπουν ευκαιρίες για τον ελληνικό τουρισμό και προσπαθούν να επωφεληθούν από τις τωρινές χαμηλές αποτιμήσεις προκειμένου να «χτίσουν» τη θέση τους με το βλέμμα στο αύριο.

Το Liberal Markets επικοινώνησε με τη Morgan Stanley, η οποία δεν διέψευσε ούτε επιβεβαίωσε τις πληροφορίες ότι σκανάρει την ελληνική αγορά. «Αρνούμαστε να κάνουμε οποιοδήποτε σχόλιο» απάντησε ο Hugh Fraser, Managing Director του τμήματος Corporate Communications του πολυεθνικού κολοσσού.

O Kωνσταντίνος Πεχλιβανίδης, Director του Τμήματος Συμβουλών Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών, Real Estate & Hospitality Leader της EY Ελλάδος, δηλώνει πως «το αυξημένο ενδιαφέρον θεσμικών επενδυτών για τον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο συνεχίζεται, παρά την τρέχουσα υγειονομική κρίση – θα μπορούσε, μάλιστα, κάποιος να ισχυριστεί ότι συνεχίζεται αμείωτο, ακριβώς λόγω της υγειονομικής κρίσης, η οποία καθιστά περισσότερο ευάλωτες κάποιες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που ήταν ήδη προβληματικές. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η πανδημία αντιμετωπίζεται ως μια παροδική κρίση που υπολείπεται του επενδυτικού ορίζοντα των επενδυτών. Ωστόσο, το ενδιαφέρον αυτό υπογραμμίζει και τη διαχρονική αξία του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, το οποίο απέδειξε κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης της περιόδου 2008-2018, ότι είναι σε θέση, όχι απλώς να επιζεί, αλλά και να αναπτύσσεται, βασιζόμενο κυρίως στις δικές του δυνάμεις».

Σχετικά με το προφίλ των ξενοδοχειακών μονάδων που αναζητούνται από θεσμικούς επενδυτές, ο κ.Πεχλιβανίδης εξηγεί πως «το ενδιαφέρον εστιάζεται, είτε σε ξενοδοχειακές μονάδες που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, είτε σε οικογενειακές επιχειρήσεις που, έχοντας εξαντλήσει τον αρχικό τους κύκλο, φθίνουν, κυρίως από έλλειψη δυνατότητας ή διάθεσης εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείονται και περιπτώσεις υγιών επιχειρήσεων που επιζητούν στήριξη για την περαιτέρω ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό τους».

Οι περιοχές που έχουν βρεθεί στο «στόχαστρο» των επενδυτές είναι «μεσαίου και μεγάλου μεγέθους μονάδες, στις προβεβλημένες περιοχές έντονου τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως η Κρήτη και η Ρόδος, αλλά, επίσης, και σε αστικά ξενοδοχεία σε αναπτυσσόμενες περιοχές της Αθήνας» καταλήγει ο ίδιος.

Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στα αστικά κέντρα, στην Κρήτη και στη Χαλκιδική. Όπως αναφέρει ο Χρήστος Καλιακάτσος, ιδιοκτήτης του Nikopolis στη Θεσσαλονίκη και μέλος του ΔΣ της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης, «υπάρχει ζήτηση από επενδυτές και funds. Στη Χαλκιδική εντοπίζεται το ενδιαφέρον όπου έχουν γίνει κρούσεις σε επιχειρηματίες. Και σε ό,τι αφορά στο δικό μου ξενοδοχείο έχει υπάρξει κρούση που βρίσκεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης».

Τί οδηγεί όμως τα funds στο «σαφάρι» ευκαιριών που έχουν επιδοθεί; Σύμφωνα με τον κ.Καλιακάτσο «προσπαθούν να αγοράσουν φτηνά, καθώς οι αποτιμήσεις των ξενοδοχείων έχουν πέσει με την πανδημία. Με αυτό τον τρόπο θα έχουν κέρδος όταν επανέλθει η κανονικότητα στην αγορά».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Νίκος Χαλκιαδάκης, πρόεδος της Ένωσης Ξενοδόχων Ηρακλείου. Όπως επισημαίνει «η Κρήτη προσελκύει μέσα στην πανδημία του κορωνοϊού έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον από funds και επενδυτές.Η TUI αποτελεί μια περίπτωση που ενδιαφέρεται έντονα, ενώ αμερικανικά funds προσπαθούν να τοποθετηθούν».

Όπως φάινεται η Κρήτη συγκεντρώνει το ενδιαφέρον επενδυτών καθώς «στο νησί δεν καταγράφηκε η ίδια πτώση τουριστικής κίνησης το 2020, όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Επίσης θεωρώ πως θα ανακάμψει πιο γρήγορα ο κλάδος στο νησί» εξηγεί ο κ.Χαλκιαδάκης και προσθέτει πως «είναι μια καλή περίοδος για τους επενδυτές, καθώς υπάρχουν χαμηλές αποτιμήσεις και αρκετοί έχουν αυξημένες δανειακές υποχρεώσεις, κάτι που οδηγεί αυτομάτως σε μεγάλα κέρδη μεσοπρόθεσμα, και όταν ανοίξει η αγορα»

Το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον για ξενοδοχειακά συγκροτήματα στη χώρα μας, επιβεβαιώνει και η Αθηνά Λέκκα που εργάζεται στο γραφείο real estate Revival. Όπως επισημαίνει «υπάρχουν funds που ενδιαφέρονται για ξενοδοχειακές μονάδες έτοιμες, είτε για να τις φτιάξουν οι ίδιοι.. Μέσω του αναπτυξιακού προσπαθούν κεφάλαια από το Ντουμπάι ή την Κίνα να επενδύσουν στην Ελλάδα και εχουμε ήδη πελάτες που έχουν έτοιμα επενδυτικά σχέδια και θέλουν να προχωρήσουν σε αγορές. Η χώρα μας παρά την πανδημία έχει σημαντικές προοπτικές στον ξενοδοχειακό κλάδο, κάτι που δεν αφήνει ασυκγίνητους τους παίχτες της αγοράς».

Τέλος, ο οικονομικός αναλυτής, Δημήτρης Γκιόκας υπογραμμίζει πως «αυτό που γνωρίζω είναι πως ισραηλινά και κινεζικά funds έχουν ήδη προβεί σε μαζικές αγορές ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας και στην ευρύτερη περιοχή της Αγίας Ειρήνης. Είναι μια καλή περίοδος για να πάρουν θέση στην αγορά επενδυτές, καθώς υπάρχει χαμηλή απότίμηση στα ξενοδοχεία και ανάγκη για ρευστότητα εξαιτίας των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού. Οι ξένοι επενδυτές βλέπουν μπροστά τους ένα δύσκολο 2021, αλλά ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού από το 2022 και έπειτα, άρα παίρνουν θέση».