Κομισιόν: Κόβει την ανάπτυξη σε Γερμανία και Ιταλία

Κομισιόν: Κόβει την ανάπτυξη σε Γερμανία και Ιταλία

Απαισιοδοξία χαρακτηρίζει τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομία των χωρών της Ευρωζώνης και συγκεκριμένα για τη Γερμανία και την Ιταλία.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, η οποία «έκοψε» την πρόβλεψη για την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, οι αυξανόμενες εντάσεις στο εμπόριο απειλούν να κάνουν την κατάσταση ακόμα χειρότερη.

Οι περισσότερες υποβαθμίσεις ήταν λιγότερο αυστηρές από ό,τι στην προηγούμενη έκθεση της Κομισιόν τον Φεβρουάριο, εκτός από τη Γερμανία, όπου η πρόβλεψη για το 2019 μειώθηκε σε μόλις 0,5% από 1,1%. 

Οι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες προειδοποίησαν ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της περιοχής παραμένουν «εμφανείς».

Οι προβλέψεις της Κομισιόν αντανακλούν τις συνολικές αδυναμίες που καταγράφονται στην περιοχή, η οποία έχει επηρεαστεί από τη γενικότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, από τις εμπορικές διαμάχες και τη «δυσκολία» στον τομέα της μεταποίησης.  

Η Ιταλία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, θα είναι η μοναδική χώρα που θα δει το έλλειμμά της να διευρύνεται πέρα από το όριο της ΕΕ στο 3% το 2020.

Οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές παραμένουν σημαντικοί

Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων σε σχέση με τις προοπτικές παραμένουν σημαντικοί. Ο κίνδυνος λήψης προστατευτικών μέτρων σε παγκόσμιο επίπεδο και η σημερινή επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ και του εμπορίου σε παγκόσμιο επίπεδο θα μπορούσαν να αποδειχθούν περισσότερο επίμονα από ό, τι αναμενόταν, ιδίως σε περίπτωση απογοητευτικού ρυθμού ανάπτυξης στην Κίνα. Στην Ευρώπη, οι κίνδυνοι περιλαμβάνουν την πιθανότητα αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς συμφωνία και την πιθανότητα οι προσωρινές ανωμαλίες που επηρεάζουν σήμερα τη μεταποίηση να αποδειχθούν πιο επίμονες. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος η άνοδος της πολιτικής αβεβαιότητας και οι λιγότερο φιλοαναπτυξιακές πολιτικές να οδηγήσουν σε υποχώρηση των ιδιωτικών επενδύσεων.

Όπως αναφέρει η Επιτροπή, θετικό είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις στην ΕΕ θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο ανθεκτικές από ό, τι αναμενόταν, ιδίως εάν η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών ήταν λιγότερο ευαίσθητη έναντι της αβεβαιότητας και απέναντι στις εγχώριες αντιξοότητες και εάν συνοδεύονταν από δυναμικότερα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής σε σχέση με τις αρχικές παραδοχές σε κράτη με δημοσιονομικό χώρο και φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις.

Ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για το ευρώ και τον κοινωνικό διάλογο, καθώς και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την Ένωση Κεφαλαιαγορών, δήλωσε τα εξής: «Η ευρωπαϊκή οικονομία επιδεικνύει ανθεκτικότητα έναντι ενός λιγότερο ευνοϊκού εξωτερικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών εντάσεων. Η ανάπτυξη αναμένεται να συνεχιστεί σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και να επιταχυνθεί το επόμενο έτος, υποστηριζόμενη από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση, τη σταθερή αύξηση της απασχόλησης και το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης. Ωστόσο οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές εξακολουθούν να είναι σοβαροί. Όσον αφορά το εξωτερικό σκέλος, οι κίνδυνοι περιλαμβάνουν την περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών συγκρούσεων και τις αδυναμίες των αναδυόμενων αγορών, ιδίως της Κίνας. Στην Ευρώπη, θα πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση όσον αφορά την πιθανότητα αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου χωρίς συμφωνία, την πολιτική αβεβαιότητα και την πιθανή επιστροφή του φαύλου κύκλου κρατών-τραπεζών.»

Ο Πιερ Μοσκοβισί, επίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων, δήλωσε τα εξής: «Η ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται το 2019 και το 2020. Η ανάπτυξη παραμένει με θετικό πρόσημο σε όλα τα κράτη μέλη μας και εξακολουθούμε να έχουμε καλά νέα στο μέτωπο της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των μισθών. Αυτό σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία επιδεικνύει ανθεκτικότητα παρότι αντιμέτωπη με λιγότερο ευνοϊκές παγκόσμιες συνθήκες και σε περιβάλλον συνεχιζόμενης αβεβαιότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι, αν χρειαστεί, να παράσχουμε μεγαλύτερη στήριξη στην οικονομία, μαζί με περαιτέρω φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Πάνω απ'' όλα, πρέπει να αποφύγουμε να υποπέσουμε στον προστατευτισμό, ο οποίος απλώς θα οξύνει τις υφιστάμενες κοινωνικές και οικονομικές εντάσεις στις κοινωνίες μας».