Κίνδυνος νόθευσης του ανταγωνισμού από εταιρείες με δεσπόζουσα θέση

Κίνδυνος νόθευσης του ανταγωνισμού από εταιρείες με δεσπόζουσα θέση

Φουντώνει η αντιπαράθεση μεταξύ Κομισιόν και Lufthansa σχετικά με τη διάσωση του γερμανικού εθνικού αερομεταφορέα. Σχολιάζοντας τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών η Ευρωπαία επίτροπος Ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, επανέλαβε ότι οι αυστηροί όροι που συνοδεύουν το πακέτο διάσωσης της Lufthansa, ύψους 9 δισ. ευρώ είναι ζωτικής σημασίας για την τήρηση των κανονισμών περί θεμιτού ανταγωνισμού, όταν ξεπερασθεί η πανδημία του Covid-19.

Η συμφωνία δεν έχει προχωρήσει καθώς η Κομισιόν απαιτεί συγκεκριμένες παραχωρήσεις από την Lufthansa, προκειμένου να επιτρέψει την κρατική της ενίσχυση από την γερμανική κυβέρνηση, ενώ η αεροπορική εταιρεία επιμένει ότι δεν πρέπει να χάσει κανένα προνόμιο στα βασικά για την ίδια αεροδρόμια.

Συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ζητήσει από την Lufthansa να παραιτηθεί για πάντα από κάποια προνομιακά slots προσγείωσης και απογείωσης στα αεροδρόμια της Φρανκφούρτης και του Μονάχου, όπου και κατέχει τα 2/3 της αγοράς, αλλά το εποπτικό συμβούλιο της εταιρείας αρνείται, ενώ την ίδια στιγμή το γερμανικό κράτος προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει μια συμβιβαστική λύση. Η επικεφαλής της αντιμονοπωλιακής στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μαργκρέτε Βεστάγιερ δήλωσε σήμερα ότι «υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος διατάραξης του ελεύθερου ανταγωνισμού», ειδικά όταν η ανακεφαλαιοποίηση αφορά ένα τόσο μεγάλο ποσό.

Το πακέτο στήριξης προς τη Lufthansa υπερβαίνει κατά πολύ τη βοήθεια που έχει ή προτίθεται να δώσει οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ σε εθνικό αερομεταφορέα και γεννά εύλογες ανησυχίες σε περίπτωση που η πρώτη, μαζί με την «τονωτική ένεση» διατηρήσει και όλα τα προνόμια που διαθέτει στα αεροδρόμια. Αυτό είναι ένα και από τα βασικά επιχειρήματα της Ryanair που έχει ήδη καταθέσει μήνυση για τη διάσωση της SAS και δηλώνει έτοιμη να κάνει το ίδιο για τη Lufthansa και άλλες εταιρείες, καταγγέλλοντας ως παράνομες τις κρατικές επιδοτήσεις.

Τα πακέτα διάσωσης, υποστηρίζει η Ryanair, χρηματοδοτούν εταιρείες που ήταν ήδη ζημιογόνες και αναποτελεσματικές, ενώ πολλοί αερομεταφορείς που μπήκαν στην κρίση με υγιή ισολογισμό καλούνται όχι μόνο να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, αλλά και με ακόμη πιο δυσμενείς συνθήκες, αφού οι «ντοπαρισμένοι» με κρατικά χρήματα ανταγωνιστές τους θα μπορούν να πωλούν κάτω του κόστους.

Σε αυτό τον πρωτοφανή πόλεμο ο καθένας ψάχνει τα όπλα του και αναζητά αδυναμίες στον αντίπαλο. Οι αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους, αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπους να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με πολύ χαμηλές τιμές και να επωφεληθούν όσο περισσότερο γίνεται από την επανεκκίνηση των ταξιδιών και τη θερινή περίοδο που ξεκινά, ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στα μικρότερα και περιφερειακά αεροδρόμια τα οποία συνήθως χρησιμοποιούν, προκειμένου να τους κάνουν σημαντικές εκπτώσεις ή και να παραιτηθούν εντελώς από τα αερολιμενικά τέλη.

Ryanair, Wizz Air και EasyJet έχουν ήδη δηλώσει ότι θα κατανείμουν από δω και πέρα την κίνηση του στόλου τους στα αεροδρόμια εκείνα που θα τους κάνουν τις καλύτερες τιμές. Την στιγμή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού προβλέπει συρρίκνωση του τουρισμού κατά 70% για το 2020 και αποφεύγει οποιαδήποτε μελλοντική πρόβλεψη, οι αεροπορικές εταιρείες έχουν μπει σε μια μάχη ζωής και θανάτου όπου όλα τα μέσα μοιάζουν θεμιτά και η έκβασή της παραμένει αβέβαιη.