K. Mαραγκός: Η Ελλάδα γίνεται όλο και πιο ελκυστική για Γερμανούς επενδυτές

K. Mαραγκός: Η Ελλάδα γίνεται όλο και πιο ελκυστική για Γερμανούς επενδυτές

Έκρηξη επενδύσεων από γερμανικές εταιρείες πρόκειται να δούμε το προσεχές διάστημα με φόντο την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και το Ταμείο Ανάκαμψης. Την ίδια στιγμή οι γερμανικές εταιρείες όπως οι Fraport, Deutsche Telekom και η Teamviewer προχωρούν σε νέες σημαντικές επενδύσεις δείχνοντας πως οι γερμανικές εταιρείες δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.

Όπως αναφέρει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Liberal Markets ο Κωνσταντίνος Μαραγκός, Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, οι Γερμανοί επενδυτές έχουν θέσει ως προτεραιότητά τους τον κλάδο της «πράσινης» ενέργειας και την τεχνολογία.

Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο

Κύριε Πρόεδρε, βλέπουμε έντονο ενδιαφέρον γερμανικών εταιρειών για επενδύσεις στη χώρα μας. Από την RWE έως την TeamViewer το γερμανικό αποτύπωμα αυξάνεται. Να περιμένουμε και άλλες μεγάλες επενδύσεις και σε ποιους τομείς;

Το μόνο βέβαιο είναι ότι σε βάθος χρόνου οι ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις σε κάθε επίπεδο, εμπορικό, επιχειρηματικό, επενδυτικό, πρόκειται να ενταθούν και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, αφενός διότι η Γερμανία αποτελεί παραδοσιακά το σημαντικότερο επενδυτικό εταίρο για την Ελλάδα, αφετέρου διότι εξερχόμενη η ελληνική οικονομία από την πανδημική κρίση έχει μπροστά της μια περίοδο έντονης ανάπτυξης και εξασφαλισμένης χρηματοδότησης.

Σε βάθος επταετίας υπολογίζεται ότι τα κεφάλαια που θα κινητοποιηθούν αναμένεται να ανέλθουν σε 59 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσό το οποίο περιλαμβάνει τα 30,5 δισ. ευρώ που θα εισρεύσουν στη χώρα από το κοινοτικό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης, την τραπεζική χρηματοδότηση και τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων. 

Ήδη το γερμανικό επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα έχει εκφραστεί μέσα από μια σειρά σημαντικών project όπως η στρατηγική συμφωνία της γερμανικής ενεργειακής εταιρείας RWE με τη ΔΕΗ στον τομέα των ΑΠΕ που βρίσκεται σε φάση υλοποίησης και η λειτουργία -τα τελευταία χρόνια- των κέντρων έρευνας και ανάπτυξης στα Ιωάννινα των TeamViewer και P&I, όπως αναφέρατε ήδη, όπως επίσης και της Fraport στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια.

Ακόμη ήδη υλοποιούνται επενδύσεις υψηλού κόστους από τον ΟΤΕ στα δίκτυα 5G και οπτικών ινών, καθώς και το νέο τριετές επενδυτικό σχέδιο της Lidl αξίας 350 εκατ. ευρώ, οι νέες επενδύσεις της Boehringer Ingelheim στις παραγωγικές της δομές κι η επένδυση της Volkswagen Group στην ηλεκτροκίνηση και την ενεργειακή αυτονόμηση με στόχο να καταστήσει την Αστυπάλαια το πρώτο ελληνικό νησί με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα, που, όπως όλοι γνωρίζουμε, ως project ανακοινώθηκε, πρόσφατα, από την εταιρεία παρουσία του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στο ορίζοντα υπάρχουν επίσης νέες επενδύσεις, όπως τα σχέδια της Daimler που εκτός από τη μετατροπή της Beat σε κόμβο έρευνας και καινοτομίας, προτίθεται να αναβαθμίσει την Ελλάδα σε κέντρο στρατηγικής ανάπτυξης υπό την ονομασία The Orbit, ο σχεδιασμός της Next e GO να παράξει στην Ελλάδα ηλεκτροκίνητα οχήματα και το σχέδιο της Axionair να επενδύσει, μέσω της Grecian Air Seaplanes, στον τομέα των υδροπλάνων.

Ορισμένοι από τους προαναφερόμενους τομείς αποτέλεσαν πεδία στα οποία η γερμανική επιχειρηματική και επενδυτική κοινότητα ακόμα και κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης προσέφερε πολλά, τόσο σε κεφαλαιακό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο τεχνογνωσίας και εμπειρία και είναι έτοιμη να δώσει νέα ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα, διεκδικώντας κεντρικό ρόλο στον επενδυτικό στίβο της επόμενης 6ετίας. 

Τι βλέπουν οι επενδυτές και τοποθετούνται στη χώρα μας μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης που κυριάρχησαν οι αποεπενδύσεις;

Μιλώντας ειδικότερα για τη Γερμανία, θα ήθελα να επισημάνω ότι κάθε επενδυτική κίνηση στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έναν μακρόπνοο ορίζοντα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που, ισχυροί γερμανικοί όμιλοι επιμένουν επενδυτικά στη χώρα επί δεκαετίες, θεωρώντας την Ελλάδα έναν ελκυστικό για τους ίδιους προορισμό, ο οποίος εξασφαλίζει σημαντικές αποδόσεις και προδιαγράφει υψηλές προσδοκίες για το μέλλον. Αυτός ήταν, εξάλλου, κι ο λόγος για τον οποίο καθ΄ όλη τη διάρκεια της κρίσης οι Γερμανοί επενδυτές διατήρησαν σταθερή τη θέση τους στη χώρα, επιλέγοντας να μην αποεπενδύσουν.

Μετρώντας, δε, από το 2001 μέχρι και το 2019 θα δούμε ότι, στην Ελλάδα, οι καθαρές άμεσες επενδύσεις από τη Γερμανία διαμορφώθηκαν στα 8,2 δισ. ευρώ κατατάσσοντας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, τη Γερμανία στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα σε όρους συνολικών κεφαλαίων, με μερίδιο 20,5%.

Βάσει, δε, έρευνας του ΙΟΒΕ, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, η συνολική επίδραση της δραστηριότητας και των επενδύσεων των επιχειρήσεων – μελών του Επιμελητηρίου, σε όρους ΑΕΠ, διαμορφώθηκε το 2019 στα 6,1 δισ. ευρώ ή στο 3,3% του ΑΕΠ.

Μάλιστα, σύμφωνα με τους πολλαπλασιαστές που χρησιμοποιεί το ΙΟΒΕ, αξίζει να σημειώσουμε ότι, κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας από μια γερμανική εταιρεία δημιουργεί άλλο 0,5 ευρώ στο ΑΕΠ, σε διάφορους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Μιλώντας για την απασχόληση, σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ, εκτιμάται ότι οι γερμανικές εταιρείες υποστήριξαν άμεσα και έμμεσα περίπου 76.000 εργαζόμενους το 2019 ή το 1,7% του συνολικού δυναμικού της χώρας, ενώ βάσει των σχετικών πολλαπλασιαστών για κάθε 1 θέση εργασίας που απασχολεί γερμανική εταιρεία υποστηρίζονται συνολικά 2,2 θέσεις εργασίας. 

Ποιοι τομείς της ελληνικής οικονομίας ενδιαφέρουν τον γερμανό επενδυτή;

Πρώτης προτεραιότητας τομέας είναι η ενέργεια και ειδικότερα η «πράσινη» ενέργεια. Αυτό, εξάλλου, υποδηλώνεται κι από τη στρατηγική συνεργασία του γερμανικού κολοσσού RWE με τη ΔΕΗ για κοινές επενδύσεις στις ΑΠΕ.

Θεωρώ βέβαιο ότι στο μέλλον θα ακολουθήσουν κι άλλες σημαντικές συνέργειες μεταξύ ελληνικών και γερμανικών επιχειρήσεων. Η Γερμανία, πέραν από την ισχυρή της κεφαλαιακή ισχύ, διαθέτει εξειδικευμένη τεχνογνωσία και εμπειρία στην ενεργειακή αγορά και ιδιαίτερα σε υπο-πεδία όπως οι ΑΠΕ, το υδρογόνο, η γεωθερμία κι η αποθήκευση ενέργειας.

Πρόκειται για τομείς οι οποίοι στην Ελλάδα κατά την επόμενη δεκαετία, βάσει και του Εθνικού Σχεδίου για το Κλίμα και την Ενέργεια θα απορροφήσουν κεφάλαια της τάξης των 42 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων θα διατεθούν για τη λεγόμενη ενεργειακή μετάβαση της χώρας από το λιγνίτη σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας.

Πέραν όμως του ενεργειακού κλάδου, το επενδυτικό ενδιαφέρον της Γερμανίας επικεντρώνεται και στην αγορά φαρμάκου, στο R&D, την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, στην αγροδιατροφή, τον τουρισμό, το real estate και τις υποδομές. Θεωρώ ότι στους κλάδους αυτούς οι Γερμανοί επενδυτές θα πρωταγωνιστήσουν κατά τα επόμενα χρόνια.

Ποια στρατηγική ακολουθεί γενικότερη το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο προκειμένου να συσφίξει περαιτέρω τις σχέσεις των δύο χωρών στον τομέα της οικονομίας;

Καταρχήν θα ήθελα να σημειώσω ότι το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο αποτελεί «πύλη» εξωστρέφειας για την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα προς τη Γερμανία, αλλά και «πύλη» υποδοχής των Γερμανών επενδυτών στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια ασκεί έναν διττό ρόλο στην αγορά, τον οποίο υποστηρίζει αδιάκοπα και με συνέπεια εδώ και 97 έτη.

Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο ακολουθεί μια πολύ συγκεκριμένη και στοχευμένη στρατηγική, η οποία αποτυπώνεται στο τρίπτυχο: οικονομία, οικολογία – «πράσινη» ενέργεια και ψηφιοποίηση.

Στα δύο πρώτα πεδία, όπως προανέφερα, το εύρος των διμερών ευκαιριών αξιολογείται ως εξαιρετικά μεγάλο και πολύπλευρο, ενώ σε ότι αφορά την ψηφιοποίηση, θα ήθελα να επισημάνω ότι ως φορέας επιμένουμε ιδιαίτερα, γνωρίζοντας τα πόσα πολλά και σημαντικά μπορούν να προσφέρουν οι γερμανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αλλά και την ανάγκη που έχει η χώρα για την εισροή νέων επενδύσεων καθώς και τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, σε μια περίοδο που, τόσο η οικονομία, όσο το δημόσιο, αλλά κι η κοινωνία στο σύνολό της, βαδίζουν -σε γρήγορους χρόνους- τα «βήματα» της οριζόντιας ψηφιακής μετάβασης.

Μιας μετάβασης που άργησε μεν να… έλθει στην Ελλάδα, όμως πλέον εξελίσσεται με τρόπο ώστε να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος. Κι αυτό το διαπιστώνουμε από τα όσα πολλά και σημαντικά πράττει το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, το οποίο σε πολύ σύντομο χρόνο ψηφιοποίησε 1.160 διαδικασίες του δημοσίου και επιμένει με νέες δράσεις, αλλά και από τις υψηλού κόστους επενδύσεις που υλοποιεί ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών, σε υποδομές και κυρίως στο 5G και τα δίκτυα οπτικών ινών.

Βλέπουμε πως κάθε κρατίδιο της Γερμανίας διαθέτει τη δική του στρατηγική σε ότι αφορά στις επενδύσεις που γίνονται από τις εταιρείες. Ποια κρατίδια θα ξεχωρίζατε για το επενδυτικό τους ενδιαφέρον;

Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο έχοντας την πολυετή αυτή, πολύτιμη, εμπειρία, σήμερα εμβαθύνει στην πολιτική προσέγγισης της Γερμανίας, εστιάζοντας σε επί μέρους κρατίδια, ώστε κάθε πρωτοβουλία να είναι περισσότερο στοχευμένη και προσανατολισμένη στη στρατηγική του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε το 5ο Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ, το οποίο εστίασε το ενδιαφέρον του στο κρατίδιο της Ρηνανίας- Βεστφαλίας, που αποτελεί κοιτίδα επιχειρήσεων με εξειδίκευση στους τομείς της ψηφιοποίησης και της ενεργειακής μετάβασης- απολιγνιτοποίησης .

Όπως φάνηκε, δε, από τις εργασίες της εκδήλωσης, το ενδιαφέρον για την Ελλάδα ήταν υψηλό από γερμανικές επιχειρήσεις με έδρα και δράση στη Ρηνανία - Βεστφαλία.

Γενικότερα, στο πλαίσιο του Φόρουμ, υπήρξε ενδιαφέρον από τις εταιρείες στη χώρα μας και ποια ήταν τα αποτελέσματα των B2B συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν;

Θα έλεγα ότι το ενδιαφέρον ήταν ανέλπιστα μεγάλο και σε αυτό βοήθησε το γεγονός ότι ως εκδήλωση αποτέλεσε τη συνέχεια του επιτυχημένου Ελληνογερμανικού Οικονομικού Φόρουμ, που πραγματοποιήθηκε πέρυσι το Μάρτιο, στο Βερολίνο, μετά από πρωτοβουλία του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη και της Καγκελάριου της Γερμανίας, Dr.  Άγκελα Μέρκελ.

Τη φετινή εκδήλωση παρακολούθησαν περισσότεροι από 650 ενδιαφερόμενοι και στις Β2Β συναντήσεις, 53 τον αριθμό, συμμετείχαν και από τις δύο χώρες περί τις 122 εταιρείες, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως η ενέργεια κι οι ΑΠΕ, η διαχείριση απορριμμάτων, η τεχνολογία πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών (ICT), ο τουρισμός και η αγροδιατροφή. Είμαι βέβαιος ότι τα αποτελέσματα αυτών των συναντήσεων θα φανούν μέσα στους επόμενους μήνες και θα είναι περισσότερο από θετικά.