Η Ελλάδα «έπιασε» την Ιταλία στις αγορές

Η Ελλάδα «έπιασε» την Ιταλία στις αγορές

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Τρεις ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις σημειώθηκαν την Τετάρτη σε ό,τι αφορά την εικόνα της επενδυτικής κοινότητας για την Ελλάδα. Το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε για δεύτερη διαδοχική φορά με αρνητικό επιτόκιο (-0,08%) μέσω δημοπρασίας εντόκων γραμματίων 13 εβδομάδων, το δεκαετές συνέχισε το εκπληκτικό ράλι που σημειώνει από τις ευρωεκλογές για να φτάσει σε απόσταση αναπνοής από το αντίστοιχο ιταλικό και το spread με τα γερμανικά ομόλογα υποχώρησε για πρώτη φορά από το 2008 κάτω από τις 150 μονάδες βάσης.

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ απέδωσε τη μεγάλη επιστροφή της Ελλάδας στην αξιοπιστία των πολιτικών της νέας κυβέρνησης, τονίζοντας ότι η χώρα πλέον θεωρείται ανταγωνιστική από τις αγορές. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον ο μεγάλος ασθενής της Ευρωζώνης καθώς «έπιασε» την Ιταλία σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις των 5ετών και 10ετών ομολόγων και ο επόμενος πλέον στόχος είναι η σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, η περαιτέρω αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης, η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση και γιατί όχι τα αρνητικά επιτόκια.

Χθες το μεσημέρι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς διαμορφώθηκε στο 1,20% όταν του ιταλικού βρισκόταν στο 1,16%, ενώ οι αποδόσεις των 5ετών των δύο χωρών συνέκλιναν στο 0,4%. Το premium που ζητούν οι επενδυτές για να αναλάβουν τον έξτρα κίνδυνο που εμπεριέχουν τα ελληνικά ομόλογα σε σύγκριση με τα ιταλικά περιορίστηκε στις 0,04 ποσοστιαίες μονάδες (ή 4 μονάδες βάσης) που σημαίνει ότι στην ουσία το spread μεταξύ των ελληνικών και των ιταλικών 10ετών ομολόγων μηδενίστηκε.

Πρόκειται για σημαντικό κατόρθωμα αν λάβουμε υπόψη ότι η Ιταλία εκτός του ότι είναι η 3η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης με ισχυρή βιομηχανία παγκοσμίου βεληνεκούς, βρίσκεται σε «επενδυτική βαθμίδα», 3 ή 4 (ανάλογα με τον οίκο) βαθμίδες υψηλότερα από την Ελλάδα. Με δεδομένο μάλιστα ότι η Κομισιόν έχει ήδη εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για ορισμένα σημεία του προσχεδίου του ιταλικού προϋπολογισμού για το 2020, οποιαδήποτε κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ρώμης-Βρυξελλών εκτιμάται ότι θα οδηγήσει πολύ γρήγορα τις ελληνικές αποδόσεις πολύ χαμηλότερα από τις ιταλικές.

Είναι μία εξέλιξη οι επιπτώσεις της οποίας θα φανούν σταδιακά σε ολόκληρη την πραγματική οικονομία καθώς όσο το δημόσιο θα βγαίνει στις αγορές και θα παγιώνεται η επιστροφή της Ελλάδας στα επενδυτικά σαλόνια, τόσο θα διευκολύνεται η πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε ιδιωτικά κεφάλαια και θα μειώνεται το κόστος δανεισμού τους.

Με τον μηδενισμό του spread ελληνικών-ιταλικών τίτλων, επιβεβαιώνονται οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι τα ελληνικά ομόλογα εδώ και καιρό συμπεριφέρονται σαν να έχουν ξεφύγει από την κατηγορία «junk» και πως εμφανίζουν καλύτερες προοπτικές από τα ιταλικά. Σε αντίθεση με την Ιταλία, η Ελλάδα σήμερα έχει να παρουσιάσει μία οικονομία που ανακάμπτει, ένα σταθερό πολιτικό σκηνικό και μία κυβέρνηση που ενώ δείχνει δημοσιονομική πειθαρχία, εφαρμόζει παράλληλα φιλοαναπτυξιακές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και πέρσι τον Οκτώβριο στο αποκορύφωμα της κόντρας της κυβέρνησης Σαλβίνι-Ντι Μάιο με την Κομισιόν για τον προϋπολογισμό του 2019, η απόδοση του ιταλικού 10ετούς διαμορφώθηκε στο 3,43% την ώρα που το ελληνικό 10ετές έδινε απόδοση κατά 0,8% υψηλότερη στο 4,23%. Η τελευταία φορά που Ελλάδα και Ιταλία… ήρθαν κοντά ήταν στις αρχές του 2008. Την ίδια ώρα, το spread με τα γερμανικά 10ετή ομόλογα υποχώρησε για πρώτη φορά από την παγκόσμια κρίση του 2008-9 κάτω από τις 150 μονάδες βάσης, 50% χαμηλότερα από το επίπεδο που βρισκόταν στα τέλη του περασμένου Μαΐου.

Σίγουρα η ελληνική αγορά κρατικών ομολόγων είναι υπερβολικά ρηχή από τη στιγμή που ένα πολύ μικρό μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών, ωστόσο οι διακυμάνσεις των αποδόσεων και του spread δείχνουν με ξεκάθαρο τρόπο ότι η Ελλάδα θεωρείται όντως ανταγωνιστική. Όσο μάλιστα θα συνεχίζεται το κυνήγι των αποδόσεων στην Ευρώπη και οι ελληνικοί τίτλοι θα είναι οι μοναδικοί μαζί με τους ιταλικούς που θα δίνουν ικανοποιητικά επιτόκια, οι εισροές κεφαλαίων στα ελληνικά ομόλογα θα αυξάνονται και θα συμπιέζουν ακόμη περισσότερο τις αποδόσεις.