«Έκρηξη» της ανάπτυξης ζητούν οι τράπεζες

«Έκρηξη» της ανάπτυξης ζητούν οι τράπεζες

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Να γίνουν γρήγορα όλα όσα χρειάζονται για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και να αυξηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Αυτό ζητούν οι Έλληνες τραπεζίτες υπό την ασφυκτική πίεση των αγορών, καθώς σε αντίθετη περίπτωση όποια λύση και αν επιλεγεί για την μεταφορά των «κόκκινων» δανείων εκτός τραπεζικών ισολογισμών κινδυνεύει να αποδειχθεί αναποτελεσματική.

Οι αποφάσεις θα πρέπει να είναι άμεσες και η προεκλογική περίοδος η μικρότερη δυνατή καθώς οι κίνδυνοι από το εξωτερικό παραμονεύουν και κανείς δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι συνθήκες σε λίγους μήνες από σήμερα.

Η πεποίθηση του κυριαρχεί εδώ και χρόνια στις ελληνικές τράπεζες είναι ότι η ανάπτυξη είναι το παν. Στο μεταξύ, συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις για να εφαρμοστεί επιτέλους μία κεντρική λύση για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs), μεταξύ των πλάνων που έχουν καταθέσει υπουργείο Οικονομικών και Τράπεζα της Ελλάδος.

Παρά το γεγονός ότι στο εξωτερικό υποδέχονται με σκωπτικό ύφος το ότι δεν προωθείται μία κοινά αποδεκτή λύση και έχουν ατύπως χωριστεί ΥΠΟΙΚ και ΤτΕ σε δύο στρατόπεδα, και τα δύο πλάνα θεωρούνται χρήσιμα για να αποκλιμακωθούν οι σφοδρές πιέσεις που δέχονται οι τράπεζες σε όλα τα επίπεδα. Πιέσεις που αφενός έχουν οδηγήσει τις μετοχές τους σε ιστορικά χαμηλά και αφετέρου δεν επιτρέπουν σε χρηματιστήριο και πραγματική οικονομία να πάρουν ανάσα.

«Ακόμη και αν οι τράπεζες ξεφορτωθούν 30, 40 ή και 50 δισ. ευρώ NPEs από τους ισολογισμούς, αυτά θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν τους πολίτες, που συνεπάγεται ότι η πραγματική οικονομία στην ουσία δεν… αποφορτίζεται», σημειώνει ανώτερη τραπεζική πηγή για να προσθέσει: «Αν δεν επιταχυνθεί η ανάπτυξη τότε το πρόβλημα όχι μόνο θα παραμείνει αλλά μπορεί να μεγαλώσει σε περίπτωση νέας κρίσης».

Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η τοποθέτηση των περισσότερων εκπροσώπων του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε με τον επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ένρια, την περασμένη Παρασκευή στη Φρανκφούρτη. Μάλιστα, μάι ημέρα νωρίτερα, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, κ. Νικόλαος Καραμούζης τόνισε στο συνέδριο της PwC, ότι οι οικονομικές συνθήκες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για τη πορεία των τραπεζών και τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για αυτό, πρόσθεσε, παραμένει επιτακτική η ανάγκη να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα και οι πρωτοβουλίες επιτάχυνσης των ρυθμών ανάπτυξης της χώρας.

Γιατί όμως οι τραπεζίτες μιλούν για επιτάχυνση της ανάπτυξης τη στιγμή που η κυβέρνηση επιμένει ότι έχουμε επιστρέψει στην κανονικότητα και υπόσχεται… καλπασμό της οικονομίας; Η αλήθεια είναι ότι σήμερα όλοι οι ξένοι παράγοντες – επενδυτικοί οίκοι, οίκοι αξιολόγησης, θεσμοί – συνδέουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας με το ευρύτερο κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη καθώς η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας μας βασίζεται κυρίως στον τουρισμό.

Το κλίμα, λοιπόν, στην Ευρώπη είναι κακό και πολλοί πιστεύουν ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες. Η γερμανική οικονομία και κατ' επέκταση η ευρωπαϊκή στο σύνολό της κινδυνεύει με ύφεση και ο Ντράγκι αναβάλλει επ' αόριστον την αύξηση των επιτοκίων.

Από την πλευρά της, η ίδια η κυβέρνηση έχει υποβαθμίσει τις αρχικές εκτιμήσεις για την ανάπτυξη στο 2,5%, ενώ η Citigroup προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί το 2019 κατά 1,8% και η Capital Economics κατά 1,5%. Και οι δύο οίκοι αποδίδουν τις χαμηλότερες των συγκλινουσών εκτιμήσεις στο γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία «παραπατάει».

Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει με επιβράδυνση ενώ μία μακρά προεκλογική περίοδος μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση. Η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια να δώσει λύση στο μείζον ζήτημα των τραπεζών και τώρα που βλέπει ότι τα περιθώρια στενεύουν προσπαθεί με σπασμωδικές κινήσεις να δείξει προεκλογικά ότι ενδιαφέρεται για τον κλάδο και γενικότερα για την οικονομία.

Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ένα και παραμένει άλυτο: οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 50 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα τρία χρόνια και μάλιστα χωρίς να χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση, σε μία συγκυρία που η ευρωπαϊκή οικονομία κινδυνεύει με ύφεση και η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνει. Όλα τα υπόλοιπα είναι για εσωτερική κατανάλωση…