BoE: Αμετάβλητα τα επιτόκια - Πτωτικά η πρόβλεψη ανάπτυξης

BoE: Αμετάβλητα τα επιτόκια - Πτωτικά η πρόβλεψη ανάπτυξης

Η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας (Bank of England - BoE) αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας εν μέσω των αυξημένων ανησυχιών για το Brexit αλλά και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, χωρίς ωστόσο να δώσει ενδείξεις μείωσης των επιτοκίων της.

Ειδικότερα, μία μέρα μετά τη μείωση επιτοκίων στην οποία προχώρησε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ για πρώτη φορά μετά από έντεκα χρόνια σχεδόν, από την παγκόσμια κρίση του 2008, η BoE ανακοίνωσε ότι συνεχίζει το πλάνο σταδιακής αύξησης των δικών της επιτοκίων, επισημαίνοντας ωστόσο ότι αυτό πλέον εξαρτάται από την παγκόσμια ανάκαμψη καθώς και από ένα «ομαλό» Brexit.

Οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας της Αγγλίας τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης των επιτοκίων στο 0,75% με ψήφους 9-0, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις των οικονομολόγων που είχαν ερωτηθεί σε έρευνα του Reuters. Ωστόσο, δήλωσαν ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να κινηθούν προς οποιαδήποτε από τις δύο κατευθύνσεις ανεξάρτητα από τη μορφή που θα λάβει το Brexit.

Όπως σημειώνει το Reuters, με τον νέο πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον να δεσμεύεται να οδηγήσει τη Βρετανία εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 31 Οκτωβρίου, ανεξάρτητα από το εάν θα έχει εξασφαλίσει μεταβατική συμφωνία, οι αγορές εκτιμούν ότι είναι αυξημένη η πιθανότητα ενός «άτακτου» Brexit χωρίς συμφωνία.

Η Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε ότι αυτό έχει οδηγήσει σε «σημαντική υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της στερλίνας» η οποία είναι κοντά σε χαμηλό τριών ετών έναντι άλλων σημαντικών νομισμάτων, αλλά και ότι από τα μέσα Ιουλίου έχει ενταθεί η αβεβαιότητα των επιχειρήσεων για το Brexit.

Έτσι, βάσει των νέων προβλέψεων της Τράπεζας της Αγγλίας, ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο 1,3% το 2019 όπως και το 2020, αντί του 1,5% και του 1,6% αντίστοιχα, που προέβλεπε η Τράπεζα τον Μάιο.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο ρυθμός ανάπτυξης της βρετανικής οικονομίας να κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα με αυτόν της ευρωζώνης, έναντι του οποίου η Βρετανία συνήθιζε να υπεραποδίδει πριν από το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 για την αποχώρηση από την ΕΕ.