Η Ελλάδα στη... μυστική συμφωνία Ντράγκι - Λαγκάρντ

Η Ελλάδα στη... μυστική συμφωνία Ντράγκι - Λαγκάρντ

 

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Όταν έγινε γνωστό ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θα διαδεχθεί τον Μάριο Ντράγκι πολλοί πίστεψαν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα άλλαζε ρότα καθώς η Γαλλίδα έχει τεράστια εμπειρία σε θέματα πολιτικής διαχείρισης μεγάλων οργανισμών αλλά δεν είναι οικονομολόγος. Ορισμένοι, μάλιστα, εκτίμησαν ότι η στάση της Λαγκάρντ απέναντι στην Ελλάδα και τις ελληνικές τράπεζες θα είναι σκληρή λόγω του… πρότερου βίου της στο τιμόνι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Το liberal.gr έχει εγκαίρως ενημερώσει τόσο για την επιθυμία του Ντράγκι να «κλειδώσει» την πολιτική της ΕΚΤ για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια, όσο και για τις πληροφορίες που θέλουν την Κριστίν Λαγκάρντ να αλλάζει μέσα στο 2020 τους κανόνες του ανώτατου ορίου κρατικού χρέους χωρών-μελών που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ, έτσι ώστε να επιμηκυνθεί η διάρκεια του νέου γύρου ποσοτικής χαλάρωσης.

Πηγές με γνώση των διεργασιών στη Φρανκφούρτη, αναφέρουν ότι ο Ντράγκι έχει συμφωνήσει με τη Λαγκάρντ για το πλαίσιο των πολιτικών παρεμβάσεων που απαιτούνται με στόχο να καμφθούν οι αντιδράσεις του γερμανικού λόμπι και να υπάρξει επιτέλους πρόοδος στην υλοποίηση της τραπεζικής ένωσης.

Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να λυθούν τα τραπεζικά προβλήματα της Ελλάδας και γι' αυτό τον λόγο ο Ντράγκι είχε αλλεπάλληλες επαφές με τον Έλληνα πρωθυπουργό, τον διοικητή της ΤτΕ και τις διοικήσεις των τραπεζών κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα λίγο πριν αφήσει το τιμόνι της ΕΚΤ.

Η Λαγκάρντ συμφωνεί με τον Ιταλό ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν «καθαρίσει» με τα NPEs μέχρι τη λήξη του QE II, η οποία τοποθετείται λίγο πριν την αύξηση των επιτοκίων. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η ελληνική κυβέρνηση έχει δεχθεί πολύ θετικά σχόλια από τον ίδιο τον Ντράγκι, τον Αντρέα Ενρία του ESM, την Έλκε Κένιγκ του SRB, ακόμη  και από τη γερμανική κυβέρνηση, για την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα με την οποία «έτρεξαν» τον Ηρακλή.

Την περασμένη Παρασκευή, το πρακτορείο Bloomberg παρουσίασε προβλέψεις αναλυτών σύμφωνα με τις οποίες η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, όπως την παρουσίασε ο Ντράγκι στη συνέντευξη τύπου του Σεπτεμβρίου, θα παραμείνει αμετάβλητη έως τα τέλη του 2022.

Αυτό σημαίνει ότι το QE II εκτιμάται πως θα διαρκέσει έως το καλοκαίρι του 2022, που είναι θεωρητικά και ο ορίζοντας μείωσης του ποσοστού των «κόκκινων» δανείων στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών σε μονοψήφιο ποσοστό. Αν, μάλιστα, το ελληνικό δημόσιο αναβαθμιστεί σε «επενδυτική βαθμίδα» μέσα στο 2020, τότε το επενδυτικό ενδιαφέρον για τον Ηρακλή και τις υπόλοιπες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης θα ενισχυθεί σημαντικά και ταυτόχρονα θα διευκολυνθούν και οι ελληνικές τράπεζες.

Στο βασικό σενάριο, οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 30 δισ. ευρώ μέσω του Ηρακλή μέχρι το α' εξάμηνο του 2021 και να επιτύχουν περαιτέρω μείωση με τον Ηρακλή ΙΙ, βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητα των κεφαλαίων τους, μέσω πρωτοβουλιών για την αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου. Έτσι θα μπορέσουν 2 από τις 4 συστημικές τράπεζες να μειώσουν το ποσοστό των NPEs σε μονοψήφιο ποσοστό έως το τέλος του 2021 και οι άλλες δύο μέσα στο 2020.

Υπάρχει, βέβαια, και η αρνητική πλευρά. Παρά το γεγονός ότι οι προοπτικές αυτή τη στιγμή είναι ευοίωνες για την Ελλάδα, στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες εγκαίρως και οι τράπεζες δεν επιταχύνουν τις δικές τους ενέργειες, τα «κόκκινα» δάνεια θα παραμείνουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από την υπόλοιπη Ευρώπη και η ΕΚΤ θα πρέπει να πάρει σκληρές αποφάσεις.

Όσο για τη διάρκεια του QE II – αφού από αυτό θα κριθεί η ένταξη της Ελλάδας - αναλυτές εκτιμούν ότι τα επιλέξιμα ομόλογα που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ διαμορφώνονται περί τα 320 δισ. ευρώ, αφού ήδη η κεντρική τράπεζα έχει τυπώσει 2,6 τρισ. ευρώ. Με μηνιαίες αγορές ύψους 20 δισ. ευρώ – που ανακοίνωσε ο Ντράγκι – το QE II θα διαρκέσει έως τις αρχές του 2021. Για να επιμηκυνθεί το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων έως το καλοκαίρι του 2022 θα πρέπει να αλλάξει, όπως προαναφέρθηκε, ο κανόνας του 33% ή να αλλάξει ο τρόπος κατανομής των ποσών που δαπανά η ΕΚΤ μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης.