Η αδυναμία του ΥΠΟΙΚ «σώζει» από το φόρο υπεραξίας ακινήτων τους ιδιοκτήτες

Η αδυναμία του ΥΠΟΙΚ «σώζει» από το φόρο υπεραξίας ακινήτων τους ιδιοκτήτες

Του Προκόπη Χατζηνικολάου

Ανάσα για την κτηματαγορά αλλά και τους ιδιοκτήτες ακινήτων αποτελεί η αδυναμία του κράτους να εφαρμόσει το 2019 τον φόρο υπεραξίας.

Η θετική αυτή είδηση έρχεται σε μία περίοδο που η κτηματαγορά αρχίζει να ανακάμπτει παρά το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν «γονατίσει» τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της υψηλής φορολογίας στα εισοδήματα από ενοίκια, αλλά και διότι έχουν καθιερωθεί  νέα πιστοποιητικά και έγγραφα που συνοδεύουν κάθε ακίνητο το κόστος των οποίων ξεπερνά τα 1.000 ευρώ. Σύμφωνα, με παράγοντα του υπουργείου Οικονομικών  είναι ανέφικτο να εφαρμοστεί σήμερα ο φόρος υπεραξίας καθώς δεν υπάρχει ο κατάλληλος μηχανισμός επιβολής του. 

Αυτό σημαίνει ότι τις προσεχείς μέρες θα κατατεθεί στη Βουλή διάταξη που θα αναστέλλει για ένα ακόμα έτος την εφαρμογή του. 

Πάντως στην περίπτωση που οι θεσμοί ζητήσουν την ενεργοποίηση του φόρου υπεραξίας ακινήτων από  την 1η Ιανουαρίου 2019 θα σταματήσουν οι μεταβιβάσεις ακινήτων που γίνονται στην Αθήνα και στις τουριστικές περιοχές. 

Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος υπεραξίας επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά. Επιβαρύνει τον πωλητή ενώ ο αγοραστής οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. 

Ο φόρος είχε ανασταλεί εξαιτίας της πολυπλοκότητας του με αποτέλεσμα στους  μήνες που εφαρμόστηκε να ακυρωθούν εκατοντάδες συμβόλαια.   

Σύμφωνα με τον νόμο εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πωλεί για περισσότερα από πέντε έτη η υπεραξία είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ. Επίσης όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους προ του 1995 απαλλάσσονται από το σχετικό φόρο.  

Εφόσον προκύπτει φόρος αυτός παρακρατείται από τον συμβολαιογράφο και αποδίδεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υπογραφή του συμβολαίου, η οποία κατατίθεται αποκλειστικά στην τράπεζα έκδοσης της τραπεζικής επιταγής.  

Για τον υπολογισμό του φόρου οι τιμές κτήσης και μεταβίβασης είναι αυτές που αναγράφονται στα συμβόλαια ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά η τιμή κτήσης υπολογίζεται με βάση το φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί (το ίδιο και για τις δωρεές - γονικές παροχές).

Σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα (όπως π.χ αυτεπιστασία ή αντιπαροχή) υπολογίζεται με βάση έναν μαθηματικό τύπο λαμβάνοντας υπ'' όψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση. 

Για την επιβολή του φόρου, ο φορολογούμενος που μεταβιβάζει ακίνητη περιουσία υποχρεούται, πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου, να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας στον συμβολαιογράφο.

Η δήλωση περιλαμβάνει τα στοιχεία του πωλητή, του συμβολαιογράφου που καταρτίζει τη συμβολαιογραφική πράξη και θα διενεργήσει την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου, τα στοιχεία του αγοραστή ή των αγοραστών, τον χρόνο και την αξία κτήσης και μεταβίβασης, το είδος της ακίνητης περιουσίας ή των ιδανικών μεριδίων αυτής ή του εμπράγματου δικαιώματος, τα έτη διακράτησης, τους συντελεστές και τον υπολογισμό του φόρου.