Η πιο δύσκολη χρονιά για τις τράπεζες

Η πιο δύσκολη χρονιά για τις τράπεζες

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η πιο δύσκολη χρονιά για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων αναμένεται να είναι η φετινή για τις ελληνικές τράπεζες αφού στο βασικό σενάριο δεν θα προλάβουν μέσα στο 2019 να έχουν στη διάθεσή τους τα δύο σχέδια που έχουν καταθέσει υπουργείο Οικονομικών και Τράπεζα της Ελλάδος, παρά τη χθεσινή συμφωνία Στουρνάρα - Τσακαλώτου.

Γνωρίζοντας εδώ και καιρό τις δυσκολίες οι τραπεζικές διοικήσεις έχουν προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, με αποτέλεσμα η Morgan Stanley να προβλέπει ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν. Το θετικό κλίμα για τις ελληνικές τράπεζες αποτυπώνεται στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, καθώς ο πολιτικός κίνδυνος έχει υποχωρήσει σημαντικά από τη στιγμή που παγιώνεται το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας και οι εκλογές πλησιάζουν. Την ίδια ώρα, οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές είναι πιο ευνοϊκές από ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, αφού οι ελπίδες για λήξη του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας έχουν αναπτερώσει το ηθικό των επενδυτών.

Δυστυχώς, η αδιαφορία που επέδειξε η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των τραπεζικών προβλημάτων – κάτι που φάνηκε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στο νέο νόμο Κατσέλη - καθιστά χαμένη τη φετινή χρονιά, όπου οι ελληνικές τράπεζες θα προσπαθήσουν να επιτύχουν τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) αποκλειστικά με τις δικές τους δυνάμεις. Πλέον, όλοι αναγνωρίζουν ότι μέσα στο τρέχον έτος είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί κάποιο από τα δύο σχέδια που έχουν κατατεθεί από ΥΠΟΙΚ και ΤτΕ για τη δημιουργία σχημάτων τύπου bad bank. Ακόμη και αν εφαρμοστεί το σχέδιο του ΥΠΟΙΚ δεν θα δούμε απτά αποτελέσματα πριν το α' εξάμηνο του 2020.

Η χθεσινή συνάντηση του Γιάννη Στουρνάρα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο αποτελεί μία πολύ θετική εξέλιξη για τις τράπεζες από τη στιγμή που ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας και ο υπουργός Οικονομικών συμφώνησαν να δημιουργηθεί μία κοινή ομάδα που θα προωθήσει τα δύο σχέδια. Επιτέλους, θα έλεγε κανείς, αφού εδώ και αρκετούς μήνες οι αγορές δεν ήξεραν τι να... πρωτοαξιολογήσουν καθώς δεν ήταν ξεκάθαρο ποια από τις δύο προτάσεις θα προχωρήσει.

Έξι ολόκληρους μήνες από τη λήξη του μνημονίου και πέντε μήνες από την χρηματιστηριακή «επίθεση» που δέχτηκαν οι τραπεζικές μετοχές, η κυβέρνηση αποφασίζει να κάνει ένα βήμα μπροστά. Ευτυχώς, βέβαια, που οι ελληνικές τράπεζες έχουν προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, μέσω των οποίων – και αν το επιτρέψουν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές – θα καταφέρουν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 16 δισ. ευρώ μέσα στο 2019. Το εν λόγω ποσό εκτοξεύεται κατά περίπου 7 δισ. ευρώ αν υλοποιηθεί, όπως είναι προγραμματισμένο το σχέδιο της Eurobank, μέσω του εταιρικού της μετασχηματισμού.

Όπως, μάλιστα, τονίζει η Morgan Stanley, η αγορά για ελληνικά NPLs είναι σήμερα ισχυρή, με τις τράπεζες να έχουν ήδη προγραμματίσει μία σειρά από πωλήσεις και παράλληλα να εξετάζουν το ενδεχόμενο τιτλοποιήσεων. Η Eurobank θα είναι η πρώτη τράπεζα που θα προχωρήσει σε τιτλοποίηση μέσω του project «Pillar», για το οποίο αναμένει δεσμευτικές προσφορές μέσα στον Απρίλιο. Η επιτυχία του Pillar θα λειτουργήσει ενθαρρυντικά και για τις υπόλοιπες τράπεζες.

Όμως, στην παρούσα φάση είναι σαφές το κατά πόσο θα μπορούσε η εφαρμογή του σχεδίου του ΤΧΣ, που βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο έγκρισης, να επηρεάσει τις πωλήσεις δανείων. Θεωρητικά, πάντως, το σχήμα με τα APS περιορίζει το κόστος για τις τράπεζες. Η Morgan Stanley εκτιμά ότι το σχέδιο της ΤτΕ είναι πιο δραστικό τόσο σε ότι αφορά τον όγκο των δανείων που θα μεταφερθούν όσο και τη χρήση των κεφαλαίων που αντιστοιχούν στον αναβαλλόμενο φόρο, όμως στο καλύτερο σενάριο το σχέδιο θα μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από το 2020.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι αν δεν υπάρξουν έκτακτα αρνητικά γεγονότα και αναταράξεις στις αγορές, τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι πιο βατά για τις τράπεζες αφού θα έχουν στη διάθεσή τους όλα τα διαθέσιμα εργαλεία αλλά και την εμπειρία των περσινών και φετινών πωλήσεων. Θα έχουν όμως και κάτι ακόμη: ένα πολύ πιο θετικό κλίμα για την Ελλάδα αν η επόμενη κυβέρνηση εφαρμόσει τις φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές που έχει υποσχεθεί.