Εξωστρέφεια και καινοτομία τα «σωσίβια» της αλλαντοβιομηχανίας

Εξωστρέφεια και καινοτομία τα «σωσίβια» της αλλαντοβιομηχανίας

Της Αντιόπης Σχοινά

Ανακατεύεται η τράπουλα στην Αλλαντοβιομηχανία, για την πρωτοκαθεδρία σε μια αγορά 320 εκατ. ευρώ, καθώς η οικονομική στενότητα που επικρατεί στην εγχώρια σκηνή έχει οδηγήσει τους μεγάλους του κλάδου σε αναζήτηση διεξόδου σε νέα διαφοροποιημένα ή καινοτόμα προϊόντα, ενώ είναι πλέον σαφές ότι η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο από τις εκτός έδρας κινήσεις.

Την ώρα που η αγορά περιμένει το κλείσιμο του deal για τη Νίκας και την εσωτερική αναδιαμόρφωση και ανακατάταξη, η μάχη δίνεται στο ράφι και στο ψυγείο, καθώς οι εταιρείες βγάζουν νέα προϊόντα και αναπτύσσουν τη δραστηριότητα του private label, έχοντας το ένα μάτι στραμμένο στην αλλοδαπή, καθώς η ανεπτυγμένη δραστηριότητα στο εξωτερικό και η αναγνωρισιμότητα των προϊόντων είναι το δυνατό χαρτί των τριών ισχυρών του κλάδου, το μερίδιο αγοράς των οποίων φθάνει, σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων, περίπου στο 60%.

Από την άλλη, για τους «μικρούς», η στροφή στην παράδοση και στα βιολογικά προϊόντα είναι το ατού. Κύρια γνωρίσματα της εγχώριας αγορά είναι η στροφή του καταναλωτικού κοινού σε ποιοτικότερα προϊόντα, φιλικά προς την υγεία, όπως αυτά με χαμηλά λιπαρά, λιγότερο αλάτι, λιγότερο ζωικό λίπος και συντηρητικά.

Ο κλάδος σε αριθμούς

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, ο κλάδος παρουσιάζει αυξομειώσεις κατά την τελευταία δεκαετία τάση, που οφείλεται αφενός στην αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου και αφετέρου στην κρίση.

Την τετραετία 2004-2009 η ελληνική αγορά αλλαντικών «μεσουρανούσε», τη διετία 2009-2011 κατέγραψε αιφνίδια πτώση, ενώ από το 2012 εμφάνισε μια σχετικά σταθερή εικόνα.

Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς αλλαντικών είναι της τάξης των 320 εκατ. ευρώ, όταν στην Κύπρο αντιστοιχούν 35 εκατ. ευρώ, στη Βουλγαρία 140 εκατ. ευρώ και η βαλκανική αγορά στο σύνολό της ξεπερνά το 1,15 δισ. Ευρώ.

Η δυνατότητα αύξησης των εργασιών των ελληνικών εταιρειών προκύπτει από τα στοιχεία για την κατά κεφαλήν κατανάλωση, η οποία, όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, στην Ελλάδα φθάνει περίπου τα 11 - 12 κιλά, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στη δυτική Ευρώπη προσεγγίζει τα 18 κιλά, ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο μέγεθος κυμαίνεται μεταξύ 25 - 27 κιλών.

Οι κινήσεις στην επιχειρηματική σκακιέρα

Υφαντής, Creta Farm, και Νίκας είναι τα τρία πιο ισχυρά ονόματα, που διασταυρώνουν τα ξίφη τους τόσο στο ράφι, όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο:

  • Creta Farm: Από την Κρήτη σε όλο τον κόσμο

Η κρητική εταιρεία των Αφών Δομαζάκη, έχοντας λειτουργήσει τα τελευταία χρόνια βασισμένη στην καινοτομία, η οποία της έδωσε μεγάλα μερίδια αγοράς, έχει προσανατολιστεί στην παροχή τεχνογνωσία προς ξένες βιομηχανίες για την παραγωγή αλλαντικών με ελαιόλαδο, επιτυγχάνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την ενδυνάμωση του εξωστρεφή χαρακτήρα της. Έναν χαρακτήρα που αναμένεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο με την ανάληψη της θέσης του CEO από τον Κων/νο Φρουζή.

Μόνο από τη μία συμφωνία αδειοδότησης χρήσης της πνευματικής ιδιοκτησίας στην αυστραλιακή Primo Meats, η Creta Farm θα εισπράττει τουλάχιστον 1,5 εκατ. ευρώ ετησίως ως δικαιώματα χρήσης της ευρεσιτεχνίας της (royalties).

H συμφωνία με τη Primo Meats, τη μεγαλύτερη εταιρεία αλλαντικών της Αυστραλίας, με μερίδιο άνω του 50%, προβλέπει την αδειοδότηση της αυστραλιανής εταιρείας από την Creta Farms, την παροχή τεχνογνωσίας και έχει ελάχιστη διάρκεια ισχύος τα πέντε χρόνια. Οι πωλήσεις της Primo Meats εκτιμάται ότι θα ανέλθουν συνολικά στην πενταετία σε περίπου 276 εκατ. ευρώ.

Οι 33 και πλέον κωδικοί αλλαντικών με ελαιόλαδο που βρίσκονται από τον περασμένο Αύγουστο στα ράφια των μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας φέρουν το σήμα «Oliving by Hans». Το σήμα «Oliving» είναι αυτό με το οποίο θα δραστηριοποιείται γενικότερα στις αγορές εκτός Ελλάδος η Creta Farms. Ηδη η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται στα προϊόντα που παράγει η εταιρεία στην Ισπανία σε συνεργασία με την Argal, με την οποία η Creta Farms είχε συστήσει την εταιρεία Creta Farms Espana.

  • Υφαντής: Λανσάρει νέα προϊόντα

Η Υφαντής πρόσφατα λάνσαρε στην αγορά ένα νέο προϊόν, το παριζάκι από άποχο κρέας και γιαούρτι, το οποίο έχει καλή ανταπόκριση στην αγορά. Η εταιρεία διαθέτει τρία εργοστάσια επεξεργασίας κρέατος, ένα στην Αθήνα, δεύτερο στην Αλεξανδρούπολη μέσω θυγατρικής της Λάντσιον Μητ Έβρου και τρίτο στο Βουκουρέστι, όπου λειτουργεί έτερη θυγατρική της.

Ιδρύθηκε το 1980 από τους αδελφούς Υφαντή και έχει τη δυνατότητα να παράγει ημερησίως περισσότερα από 50.000 κιλά αλλαντικών και 5.000 κιλά διαφόρων άλλων προϊόντων κρέατος, όπως μπιφτέκια, πίτσες και σκευάσματα κοτόπουλου.

Eπίσης διαθέτει 11 κέντρα διανομών Υφαντής (Αλεξανδρούπολη, Δράμα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κοζάνη, Κρήτη, Λάρισα, Πάτρα, Ρόδος, Τρίπολη), 1 κέντρο διανομής κατεψυγμένων λαχανικών, 4 κέντρα διανομής Ifantis Romania S.r.l. εντός Ρουμανίας (Timosoara, Cluj, Pitest, Oradea), 1 κέντρο διανομής της Luncheon Meat Έβρου ΑΕ (Αθήνα), 1 μονάδα παραγωγής φέτας, Τρίκαλα και ένα εργοστάσιο παραγωγής κατεψυγμένων φαγητών Ιfantis Κουζίνα.

  • Νίκας: Ένα deal που μετατίθεται από μέρα σε μέρα

Κάθε μήνας το τελευταίο διάστημα αποτελεί τον μήνα των ανακοινώσεων για την Νίκας, ανακοινώσεις που τελικά δεν έρχονται. Η αγορά περιμένει ότι η συμφωνία για την αλλαντοβιομηχανία θα ρθει από μέρα σε μέρα.

Η πρόταση εξαγοράς της Νίκας κατατέθηκε από τον ισχυρό άντρα της Chipita Σπ. Θεοδωρόπουλο στα τέλη του Οκτώβρη 2014 και αφορά σε συνδυαστική πρόταση από κοινού με την Impala για την εξυγίανση της βιομηχανίας, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 20 εκατ. ευρώ και την αναδιάρθρωση - «κούρεμα» των δανείων της, που ανέρχονται σε περίπου70 εκατ. ευρώ, σε ποσοστό της τάξης του 50%.

Επιπλέον, το ακίνητο της «Νίκας» στον Άγιο Στέφανο, όπου στεγάζονται τα γραφεία και οι παραγωγικές εγκαταστάσεις της βιομηχανίας, θα εκπέσει του δανεισμού και θα καταλήξει στις τράπεζες. Η αξία του συγκεκριμένου ακινήτου εκτιμήθηκε στα 18 εκατ. ευρώ, λαμβανομένης υπόψη και της κατάστασης που επικρατεί στο εγχώριο real estate.

Πάντως, τα μεγέθη της αλλαντοβιομηχανίας συρρικνώνονται διαρκώς. To 2004 o όμιλος είχε τζίρο 100 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη 8 εκατ. ευρώ, ενώ το 2014, δέκα χρόνια μετά, οι πωλήσεις διαμορφώθηκαν στα 56 εκατ. ευρώ και το καθαρό αποτέλεσμα ήταν ζημιογόνο κατά 13 εκατ. ευρώ.

Κατά το 9μηνο του 2015, όπως αναφέρεται στις σχετικές οικονομικές καταστάσεις της Νίκας, η εταιρεία και ο όμιλος πραγματοποίησαν ζημιές ύψους 7,2 εκατ. ευρώ και 7,4 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα, ενώ κατά την 30η Σεπτεμβρίου 2015 οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της εταιρείας και του ομίλου υπερέβαιναν το κυκλοφορούν ενεργητικό τους κατά 73 εκατ. ευρώ και 74 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα. Επιπλέον, κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία, η καθαρή θέση τόσο της εταιρείας όσο και του ομίλου έχει καταστεί αρνητική κατά 37 εκατ. ευρώ και 35,9 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα.