Eurobank: Απαραίτητη και νέα «σημαντική ελάφρυνση» του χρέους μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου

Eurobank: Απαραίτητη και νέα «σημαντική ελάφρυνση» του χρέους μετά την ολοκλήρωση του Μνημονίου

Την αναγκαιότητα «περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους από τους πιστωτές του επίσημου τομέα μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής» επισημαίνει σε μελέτη του ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank, δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, προειδοποιώντας πως σε αντίθετη περίπτωση, εγείρονται «σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας».

Εδικότερα, στην μελέτη του με τίτλο «Αναγκαίο μέγεθος και εύρος ελάφρυνσης δημόσιου χρέους για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας», ο κ. Μονοκρούσος επισημαίνει πως η επίτευξη συνθηκών βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους απαιτεί την συγκράτηση των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε επίπεδα όχι υψηλότερα του 15% μεσοπρόθεσμα (έως το 2040) και 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα (2041-2060).

Στα σημαντικότερα σημεία που τονίζει η μελέτη: 

- Ακόμη και με την απουσία μέτρων μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να καλύψει τις καθαρές δανειακές ανάγκες της 5ετούς περιόδου μετά το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος (2019-2023) μέσω σχετικά περιορισμένου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές (της τάξης των 7 δισ. ευρώ περίπου ετησίως κατά μέσο όρο).

- Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου, θα ήταν η σταδιακή επανάκτηση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές πριν το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος, εξέλιξη για την οποία η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα μπορούσε να αποδειχθεί βαρύνουσας σημασίας.

- Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η απουσία περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, θα απαιτούσε την εξασφάλιση σημαντικά υψηλότερου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, εγείροντας σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας.

- Εν κατακλείδι, οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποστηρίζουν την αναγκαιότητα περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους από τους πιστωτές του επίσημου τομέα μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής. Αυτό κρίνεται αναγκαίο για την αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων χρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό δημόσιο μετά το 2023.

- Η εμπροσθοβαρής εφαρμογή του πλαισίου αυτού θα ήταν προς όφελος όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και των διεθνών πιστωτών, καθώς θα συνέβαλε στην ταχύτερη εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αποτρέποντας την ανάγκη περαιτέρω χρηματοδότησης της χώρας από τον επίσημο τομέα μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος.

Στην μελέτη επισημαίνεται επίσης, ότι ένα σημαντικό στοιχείο που σχετίζεται με τις συζητήσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ για τις διευκρινίσεις σχετικά με τη δομή και τις συνιστώσες του μεσο-μακροπρόθεσμο πλαισίου ελάφρυνσης χρέους που απαιτούνται για να διευκολυνθεί η συμμετοχή του Ταμείου στο υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής, είναι το δυνητικό μέγεθος και το εύρος του πλαισίου αυτού.

Οι εκτιμήσεις της μελέτης, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα ενίσχυσης του δυνητικού εύρους του υφιστάμενου ευρωπαϊκού πλαισίου ελάφρυνσης χρέους για την επίτευξη συνθηκών βιωσιμότητας σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κάτω από πιο ακραίες μακροοικονομικές παραδοχές, όπως αυτές του ΔΝΤ. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί, μεταξύ άλλων, μέσω της σημαντικής επέκτασης του χρόνου ωρίμανσης, όχι μόνο των ευρωπαϊκών δανείων που ελήφθησαν στο πλαίσιο του 2ου προγράμματος προσαρμογής (όπως προβλέπει το υφιστάμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο), αλλά του συνόλου των ευρωπαϊκών δανείων που εκταμιεύθηκαν (ή θα εκταμιευθούν) κατά την διάρκεια και των τριών προγραμμάτων προσαρμογής (GLF facility, EFSF, ESM).

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της μελέτης συνηγορούν στην άποψη ότι η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των ευρωπαίων πιστωτών και του ΔΝΤ στο ζήτημα του ελληνικού χρέους, απαιτεί περαιτέρω σύγκλιση των απόψεων των δύο πλευρών σε σχέση, όχι μόνο με τις βασικές μακροοικονομικές παραδοχές, αλλά και τις συνιστώσες και το εύρος της περαιτέρω ελάφρυνσης που απαιτείται μεσο-μακροπρόθεσμα.