Έτσι θα μειωθεί το μερίδιο της ΔΕΗ για να ανοίξει η αγορά

Έτσι θα μειωθεί το μερίδιο της ΔΕΗ για να ανοίξει η αγορά

Του Γιώργου Φιντικάκη

Κλείσιμο όλων των λιγνιτικών φουγάρων, ενίσχυση του ανταγωνισμού με την έγκαιρη λειτουργία του χρηματιστηρίου ενέργειας, αλλά κυρίως ραγδαία μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ ακόμη και κάτω του 60% ως τον Ιούνιο του 2020, είναι η απάντηση της κυβέρνησης στην «κίτρινη κάρτα» της Κομισιόν για τα ενεργειακά.

Στη χθεσινή κριτική της έκθεσης της Κομισιόν ότι η θέση της ΔΕΗ παραμένει κυρίαρχη στην αγορά και ότι αυτή επιμένει να κατέχει δεσπόζουσα θέση στον λιγνίτη, η ελληνική πλευρά απαντά με το επιχείρημα ότι έως το Ιούνιο του 2020, το μερίδιο της επιχείρησης θα έχει πέσει κατά τουλάχιστον… δέκα ακόμη μονάδες.

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι από το 69,75% στο οποίο διαμορφώθηκε σύμφωνα με χθεσινά στοιχεία τον Οκτώβριο (έναντι 71,77% τον Σεπτέμβριο), τον προσεχή Ιούνιο θα βρίσκεται ακόμη και κάτω του 60%.

Στο ερώτημα, πως θα επιτευχθεί αυτό, η απάντηση βρίσκεται στο εργαλείο που καθιερώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ, εις το όνομα του ανοίγματος της αγοράς, και ως αντικαταστάτης του «μισητού» νόμου για τη «Μικρή ΔΕΗ»: Στις περίφημες δηλαδή δημοπρασίες ΝΟΜΕ, μέσω των οποίων η ΔΕΗ υποχρεούνταν να πουλά ρεύμα προς τον ανταγωνισμό σε τιμές κάτω του κόστους.

Τα τελευταία 3 χρόνια εκτιμάται ότι αυτές φόρτωσαν τη ΔΕΗ με ζημιές 600 εκατ. ευρώ, και μπορεί από τον Οκτώβριο και μετά, η κυβέρνηση να κατάργησε τις δημοπρασίες, ωστόσο οι επιπτώσεις τους για την επιχείρηση θα συνεχίσουν να υφίστανται έως το επόμενο καλοκαίρι, όπως είπαν προχθές στη Βουλή ο υφυπουργός Περιβάλλοντος & Ενέργειας Γ.Θωμάς, και ο επικεφαλής της ΔΕΗ Γ. Στάσσης.

Η εξήγηση είναι ότι αυτά τα πακέτα φθηνού ρεύματος, παραδίδονται σταδιακά, μήνα - μήνα στους ιδιώτες προμηθευτές της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να έχουν λαμβάνειν ακόμη ποσότητες που είχαν κερδίσει σε παλαιότερες δημοπρασίες ΝΟΜΕ, προτού αυτές καταργηθούν. Το φθηνό ρεύμα των προμηθευτών από δημοπρασίες, σταδιακά τελειώνει, έως ότου να μηδενιστεί τον Ιούνιο του 2020. 

Διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στην Κομισιόν

Τα παραπάνω είναι και κακά νέα για την επιχείρηση, αλλά και την βολεύουν. Σαν απόρροια αυτού του “όπλου” που έχουν ακόμη στα χέρια τους οι ανταγωνιστές της, ακριβώς επειδή για μερικούς τουλάχιστον ακόμη μήνες θα μπορούν να διαμορφώνουν φθηνότερα τιμολόγια, εκτιμάται έως τον Ιούνιο του 2020, το δικό της μερίδιο θα έχει πέσει κάτω του 60%. Είναι μια παραδοχή που θα περιλαμβάνει το ίδιο το Business Plan της ΔΕΗ που θα ανακοινωθεί στα μέσα Δεκεμβρίου.

Πτώση στο 60% έναντι περίπου 70% σήμερα, μπορεί να σημαίνει απώλεια τζίρου και κερδών για την επιχείρηση, ταυτόχρονα όμως της χρησιμεύει και ως διαπραγματευτικό όπλο στο ανοικτό μέτωπο με την Κομισιόν.

Στις αιτιάσεις των κοινοτικών, όπως αυτές της χθεσινής έκθεσης, ότι η θέση της ΔΕΗ στην αγορά παραμένει κυρίαρχη, και ότι το μερίδιο της υποχωρεί με το σταγονόμετρο, η ελληνική πλευρά θα αντιπαραθέσει ότι αυτό δεν ισχύει, και επικαλούμενη τις ίδιες τις παραδοχές του Buisness Plan, θα υποστηρίξει ότι το ποσοστό της οδεύει μαθηματικά προς το 60%.

Εξάλλου από τον Σεπτέμβριο, ο υφυπουργός ΠΕΝ κ.Θωμάς, είχε υποστηρίξει ότι απέναντι στον ανέφικτο στόχο του 3ου Μνημονίου να μειωθεί το μερίδιό της ΔΕΗ στο 50%, είναι ρεαλιστικότερο να πέσει στα επίπεδα του 60-65%. Παλαιότερα μάλιστα, αρμόδιες πηγές ανέφεραν ότι το ποσοστό κάτω από το οποίο, παύει πλέον να θεωρείται ότι ο δεσπόζων παίκτης, δημιουργεί στρέβλωση σε μια αγορά, είναι το 60%.

Περιθώριο μερικών μηνών να της αποσπάσουν μερίδια

Σύμφωνα λοιπόν με μία ερμηνεία, η αύξηση στα τιμολόγια που έκανε η ΔΕΗ από τον Σεπτέμβριο, δίνει στους ανταγωνιστές της, ένα περιθώριο χρόνου μερικών μηνών για να της αποσπάσουν σημαντικά μερίδια, γεγονός που με την σειρά του, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μια επιπλέον επιχειρηματολογία στις προσεχείς διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους θεσμούς.

Έτερη κριτική της Κομισιόν προς τη ΔΕΗ είναι ότι αυτή συνεχίζει να κατέχει δεσπόζουσα θέση στο λιγνίτη, και ότι μέχρι το 2028, οπότε και η κυβερνητική δέσμευση για πλήρη απολιγνιτοποίηση, το «κενό» αυτό, πρέπει να καλυφθεί με άλλα αντιμονοπωλιακά μέτρα, μετά και την κατάργηση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ.

Τέτοια μέτρα, μέχρι και την έναρξη λειτουργίας το καλοκαίρι του 2020, του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, θα είναι η διάθεση από τον επόμενο Φεβρουάριο, συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης. Προϊόντων που θα διατίθενται από τη ΔΕΗ, ωστόσο δεν θα προβλέπουν φυσική παράδοση, απλώς θα δίνουν την δυνατότητα στους προμηθευτές να «χετζάρουν», αντισταθμίζοντας τον κίνδυνο πιθανής αύξησης των τιμών στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά.

Τα παραπάνω, μαζί με άλλες πρωτοβουλίες για το άνοιγμα της χώρας, θα τα συζητήσει η ελληνική πλευρά με τους θεσμούς τον Ιανουάριο, όταν δηλαδή θα έχει εγκριθεί το νέο επιχειρηματικό σχέδιο της ΔΕΗ, αλλά και το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που βγαίνει προσεχώς σε διαβούλευση.

Το ακριβότερο ρεύμα στη χονδρική, η πρόκληση του Χρηματιστηρίου

Κλειδί φυσικά για να μην εγείρει ξανά αντιδράσεις η Κομισιόν είναι να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα για την έναρξη λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας στο πλαίσιο του περίφημου target model (ευρωπαϊκό μοντέλο-στόχος).

Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες της Ευρώπης, χωρίς Χρηματιστήριο, που σημαίνει χαμηλότερος ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα επίπεδα τιμών στην χονδρεμπορική.

Σύμφωνα με όσα επισημαίνει και η έκθεση της Κομισιόν, η μέση τιμή του ρεύματος στη χονδρική αγορά της Ελλάδας είναι ανάμεσα στις υψηλότερες στην Ευρώπη, και τα τελευταία στοιχεία, την έδειχναν στα 65,5 ευρώ η μεγαβατώρα, έναντι 43,3 ευρώ του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ως απόρροια και της εκρηκτικής αύξησης του κόστους των ρύπων. 

Τυχαίο δεν είναι ότι οι δύο πιο κοντινές χώρες από πλευράς τιμών με την Ελλάδα, είναι η Μάλτα (63,9 ευρώ), και η Πολωνία (56,4 ευρώ). Αμφότερες, αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα με την Ελλάδα, τις περιορισμένες δηλαδή διασυνδέσεις με γειτονικές αγορές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δεχθούν σημαντικές εισαγωγές που θα μπορούσαν να ρίξουν τις τιμές. Σημειωτέον ότι ο ρόλος των διασυνδέσεων είναι κομβικός και για την εφαρμογή του target model, του οποίου ζητούμενο, δεν είναι άλλο από την σύγκλιση των τιμών στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.