Εσείς ποιον πιστεύετε, τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα; Τι λένε οι αγορές

Εσείς ποιον πιστεύετε, τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα; Τι λένε οι αγορές

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας βλέπει... εκτίναξη της ανάπτυξης στο 2,5% το 2019, αλλά βάζει φρένο στις επενδύσεις και ανοίγει τη στρόφιγγα των προεκλογικών προσλήψεων και παροχών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτείνει ένα επενδυτικό σοκ που θα φέρει θέσεις εργασίας και δεσμεύεται για μείωση της φορολογίας ώστε να ανασάνει η πραγματική οικονομία. Τι λένε όμως οι αγορές και πως αποτιμούν τη σημερινή κατάσταση και το ενδεχόμενο εκλογών;

Από την πρόβλεψη της κυβέρνησης για ανάπτυξη της τάξης του 2,5% το 2019 μέχρι την επιμονή της Citi για... απότομη προσγείωση με ρυθμό 1,4% φέτος, οι αποκλίσεις στις εκτιμήσεις για το ελληνικό ΑΕΠ είναι τεράστιες, υποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για την επόμενη ημέρα στη χώρα. Και αυτό γιατί η ταχύτητα με την οποία θα «τρέξει» η ελληνική οικονομία στο εξής θα εξαρτηθεί από μία σειρά παραγόντων στους οποίους κυριαρχεί το κλίμα που θα επικρατεί στις διεθνείς αγορές.

Αν, όμως, συμφωνούν σε κάτι οι αναλυτές είναι α) η αδυναμία του Αλέξη Τσίπρα να προσελκύσει επενδύσεις, β) ο κίνδυνος εκτροχιασμού της οικονομίας λόγω των προεκλογικών παροχών που έχουν ήδη ξεκινήσει ενώ κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα κρατήσουν και γ) η ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και να δοθεί προτεραιότητα στις ξένες επενδύσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πιο απαισιόδοξοι αναλυτές βασίζουν τις προβλέψεις τους στην αναμενόμενη επιδείνωση των συνθηκών στην Ευρώπη, ενώ οι αισιόδοξοι στέκονται κυρίως στον περιορισμό του πολιτικού κινδύνου, από τη στιγμή που θεωρούν ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι πιο φιλική προς τις αγορές και την επιχειρηματικότητα. Σε χθεσινή της έκθεση, μάλιστα, η Citi ανέφερε ότι το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών αποτελεί θετική εξέλιξη για τη χώρα, ακριβώς επειδή έχει παγιωθεί το προβάδισμα της ΝΔ.

Από τη μία πλευρά έχουμε το σχέδιο αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας που υποσχέθηκε ο Κ. Μητσοτάκης. Η πειθαρχημένη μείωση της φορολογίας σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι αγορές θα θέλουν να μας δανείσουν, που σημαίνει ότι θα απολαμβάνουμε χαμηλά επιτόκια, και η επενδυτική έκρηξη, μέσω της επίλυσης χρόνιων προβλημάτων, θα δώσουν πραγματική ώθηση στην ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας.

Στον αντίποδα, η στρατηγική της κυβέρνησης που βάζει εμπόδια στις επενδύσεις και συντηρεί μία επιδοματική πολιτική, αφού πρώτα έχει ξεζουμίσει τους φορολογούμενους – ένας στους δύο χρωστούν εφορία έως 500 ευρώ. Χωρίς  κάποιο σχέδιο επιστροφής στις αγορές, χωρίς θέληση να διευκολύνει την επιχειρηματικότητα, αλλά με υποσχέσεις για ανάπτυξη.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η πιο αισιόδοξη πρόβλεψη για την ανάπτυξη είναι αυτή της κυβέρνησης, η οποία στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2019 κάνει λόγο για μεγέθυνση του ΑΕΠ της τάξης του 2,5%. Ακολουθεί η HSBC και η UBS με πρόβλεψη στο 2,4% και η Κομισιόν, η οποία υποβάθμιση τη δική της εκτίμηση στο 2,2%. Στον αντίποδα είναι η Capital Economics, οι αναλυτές της οποίας «βλέπουν» ανάπτυξη 1,5% και τέλος η Citi με το 1,4%.

Η ψαλίδα είναι ακόμη μεγαλύτερη στις προβλέψεις για το 2019, με την UBS να βλέπει εκτίναξη στο 2,9% και την Capital Economics να κάνει λόγο για... πλήρη καθίζηση στο 0,5%. Το σημαντικό είναι ότι κανένας επενδυτικός οίκος, ούτε καν η Κομισιόν ή η κυβέρνηση δεν πιστεύει ότι η ελληνική οικονομία θα καλπάζει τα επόμενα χρόνια, όπως δηλαδή θα έπρεπε να συμβεί για να επιταχυνθεί η επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα.

Ένα ακόμη εντυπωσιακό παράδειγμα του πόσο διαφορετικά βλέπουν τα πράγματα κυβέρνηση και αναλυτές είναι η ανεργία, για την οποία ο προϋπολογισμός προβλέπει σημαντική πτώση στο 16,7% το 2019 ενώ η Citi την τοποθετεί στο 18% το 2019 και στο 17,1% το 2020.

Αναλυτές εξηγούν ότι οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στα σημερινά δεδομένα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προεξοφληθεί πλήρως το ισχυρό momentum που αναμένεται να έχει η επόμενη κυβέρνηση, κυρίως στην περίπτωση που διαθέτει μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αυτοδυναμία. Για τις πιο βραχυπρόθεσμες προβλέψεις, κρίσιμο ρόλο αναμένεται να διαδραματίσει και η διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, καθώς δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος που θα έχει στην αγορά η «κόπωση» από μία παρατεταμένη περίοδο πολιτικής πόλωσης και ακραίας αντιπαράθεσης.

Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, η Citi παραθέτει άκρως εντυπωσιακά στοιχεία για τα τελευταία 6 χρόνια, στα οποία είναι εμφανές ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πήγε τη χώρα τουλάχιστον τρία χρόνια πίσω. Σύμφωνα με τη Citi, οι ξένες επενδύσεις χαρτοφυλακίων ως ποσοστό του ΑΕΠ είχαν βρεθεί σε θετικό έδαφος (κοντά στο 1%) το 2014 και μόλις το 2018 κατάφεραν να ξεπεράσουν αυτό το επίπεδο καθώς εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν το 2% που και πάλι θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό. Όσον αφορά τις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, αυτές παραμένουν εδώ και χρόνια εγκλωβισμένες κάτω από το 2% του ΑΕΠ.

Οι πραγματικές επενδύσεις βρίσκονται σήμερα σχεδόν 65% χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα και οι αποταμιεύσεις στη χώρα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να καλύψουν τις ανάγκες για επενδύσεις. Κατά συνέπεια, η ταχύτητα με την οποία θα αποκατασταθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη και θα αυξηθούν οι εισροές ξένων επενδύσεων στη χώρα θα κρίνει αν θα καταφέρουμε να αναπτυχθούμε με ρυθμούς 3% ή 4% ή θα βιώσουμε την καθίζηση για την οποία προειδοποιεί η συνήθως απαισιόδοξη Citi, η οποία, μάλιστα, προβλέπει ότι το 2023 το ελληνικό ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί με το... εκπληκτικό 1,1%.