«Βόμβα» για τη ΔΕΠΑ τα €25 εκατ. μεταχρονολογημένων επιταγών

«Βόμβα» για τη ΔΕΠΑ τα €25 εκατ. μεταχρονολογημένων επιταγών

Του Γιώργου Φιντικάκη

Αντιμέτωπη με μια ωρολογιακή βόμβα μεταχρονολογημένων επιταγών της ELFE, ύψους 25 εκατ. ευρώ, βρίσκεται η ΔΕΠΑ και μάλιστα καθ'' οδόν προς την ιδιωτικοποίησή της.

Και το εύλογο φυσικά ερώτημα είναι ποιος επενδυτής, και σε τι τίμημα, θα δεχόταν να αγοράσει ανείσπρακτες απαιτήσεις 126 εκατ. ευρώ και οφειλές δεκάδων εκατ. ευρώ που εξοφλούνται έπειτα από έξι μήνες.

Τα παραπάνω μπορεί και να αποφέρουν πολιτικό κέρδος για μια κυβέρνηση που δεν έχει κρύψει τις καλές της σχέσεις με τον επιχειρηματία Λ. Λαυρεντιάδη, όπως και να εξηγούν την κωλυσιεργία της να υπαχθεί η ELFE σε καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης. Αφενός δεν χαλά τις σχέση της με το συγκεκριμένο επιχειρηματία, αφετέρου αποφεύγει μια αποκρατικοποίηση, αυτή της ΔΕΠΑ, που στη πραγματικότητα ουδέποτε ήθελε πραγματικά να κάνει, όπως και αρκετές άλλες.

Αλλά πέρα από τις όποιες ερμηνείες για τη κυβερνητική απραξία να χάσει ο Λ. Λαυρεντιάδης τον έλεγχο της ELFE, το μόνο βέβαιο είναι ότι από το Νοέμβριο του 2017, οπότε και το δικαστήριο δέχθηκε η λιπασματοβιομηχανία να εξοφλεί με εξάμηνες επιταγές τη ΔΕΠΑ, η τελευταία της παραδίδει αέριο ύψους 4 εκατ. το μήνα, με προοπτική να πληρωθεί τον προσεχή Ιούλιο, δηλαδή έπειτα από έξι μήνες. Στην πράξη αυτό σημαίνει πως με τον τρόπο αυτόν «γεννιέται» ένα ανείσπρακτο ποσό περίπου 25 εκατ, ευρώ.

Αυτά και πολλά άλλα, όπως εσωτερική αλληλογραφία, επιταγές με οπισθογραφήσεις, αποφάσεις διοικητικών συμβουλίων και γενικών συνελεύσεων, περιλαμβάνουν οι περίπου 20 κούτες, που λέγεται ότι παρέδωσαν λίγο πριν τις γιορτές οι υπηρεσίες της ΔΕΠΑ προς την Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.

Είχε προηγηθεί αίτημα της τελευταίας για επιπλέον στοιχεία, έπειτα και από την έντονη κριτική που δέχεται η Αρχή για περίεργη κωλυσιεργία γύρω από την υπόθεση, για την οποία η έρευνα ξεκίνησε εδώ και ενάμισι χρόνο, αλλά ουδείς γνωρίζει τι έχει αποφέρει.

Αν και η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι από το 2015 μέχρι σήμερα το καθαρό χρέος της ΔΕΠΑ αυξήθηκε μόλις κατά 12 εκατ ευρω, η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι οφειλές της εκτινάχθηκαν. Από τα 87,37 εκατ στα τέλη του 2015, έχουν φτάσει σήμερα στα 126 εκατ ευρώ, και συνεχώς αυξάνονται. Δηλαδή έχουν διογκωθεί κατά περίπου 40 εκατ ευρώ.

Αφενός γιατί το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε το αίτημα της πλευράς Λαυρεντιάδη, η εξόφληση προς τη ΔΕΠΑ να γίνεται με εξάμηνες αντί των τρίμηνων επιταγών που είχαν συμφωνηθεί. Αφετέρου γιατί μπορεί κάθε μήνα η ELFE να καταβάλει ανελλιπώς, όπως λένε και πηγές της ΔΕΠΑ, επιταγές συνολικού ύψους 400.000 ευρώ, ωστόσο και πάλι το χρέος της συνεχίζεται να αυξάνεται. Η αιτία εντοπίζεται στους τόκους υπερημερίας. Το βουνό των μέχρι σήμερα ληξιπρόθεσμων χρεών, (100 εκατ ευρώ) τοκίζεται με επιτόκιο 7,25%. Στη πράξη αυτό μεταφράζεται σε 7,2 εκατ ευρώ το χρόνο ή σε 600.000 ευρώ το μήνα. Δηλαδή σε 200.000 ευρώ περισσότερα από τις επιταγές που εισπράττει η ΔΕΠΑ από την ELFE.
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο που η ΔΕΠΑ οδεύει προς ιδιωτικοποίηση. Σε πρώτο χρόνο αυτή αφορά μόνο το εμπορικό κομμάτι της ΔΕΠΑ, στο οποίο και θα "περάσει" το χρέος της ELFE, και το οποίο προβλέπεται να πουληθεί σε ποσοστό 50,1% Το άλλο κομμάτι, αυτό των υποδομών και δικτύων, πρόκειται να αποσχιστεί από τη μητρική εταιρεία, και να πωληθεί σε δεύτερο χρόνο.

Εφόσον επομένως δεν υπάρξουν ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό, ένα ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό το βουνό των μεταχρονολογημένων επιταγών, που μειώνει τη ρευστότητα της ΔΕΠΑ, θα επηρεάσει το όποιο τίμημα. Ποιος επενδυτής θα δεχόταν άραγε να αγοράσει ανεξόφλητες οφειλές, και έναντι ποιου ποσού;

Τα πράγματα θα έμπαιναν ενδεχομένως σε μια σειρά αν πράγματι η κυβέρνηση έδινε εντολή στη διοίκηση της ΔΕΠΑ να προχωρήσει σε υπαγωγή της ELFE σε καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης, όπως έχει το νομικό δικαίωμα να κάνει, αφού είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής της. Τέτοια πρόθεση ωστόσο δεν διαφαίνεται παρά τις προ εβδομάδων σχετικές εξαγγελίες στη Βουλή των κ.κ. Δραγασάκη και Φλαμπουράρη, τις οποίες αρκετοί χαρακτηρίζουν ως "πυροτεχνήματα".