Bad Bank θα λέμε και θα κλαίμε!

Bad Bank θα λέμε και θα κλαίμε!

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έδωσε την οριακή συναίνεση της, στην αναγκαστική εκ των πραγμάτων λογιστική και φορολογική ακροβασία, εν μέσω βροχής ενστάσεων, απαιτώντας ταυτόχρονα να δρομολογηθούν τελεσίδικες λύσεις για το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου το αργότερο μέχρι το 2022. Διότι η κυβερνητική απόφαση, το μόνο που πέτυχε ήταν να κλωτσήσει το τενεκεδάκι λίγο, πολύ λίγο, παρακάτω. Ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι η προσπάθεια του Ηρακλή θα συνεχίσει να γεννά ζημίες στους ισολογισμούς των τραπεζών και με την απόφαση της αυτή, απέτρεψε την πορεία προς την κρατικοποίηση των τραπεζών.

Η κεφαλαιακή στήριξη του τραπεζικού συστήματος πάνω σε λογιστικά κεφάλαια, που αποτελούν φόρους μελλοντικών κερδών και μετατρέπονται σε πραγματικά κεφάλαια σε περιπτώσεις ζημιών, δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία. Είναι μια μεθοδολογία που ακολουθείται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τη διαφορά, ότι η σχέση αναβαλλόμενης φορολογίας προς «συνολικά κεφάλαια» στην Ε.Ε. βρίσκεται σε επίπεδα από 4% έως 24%, ενώ στην Ελλάδα από 56% έως 84%.

Έτσι από το σύνολο των κεφαλαίων των συστημικών τραπεζών που ανέρχονται στα 22 δισ. ευρώ, τα 14,6 δισ. ευρώ προέρχονται από τη αναβαλλόμενη φορολογία. Δηλαδή το 66,4%.

Συγκεκριμένα:

  • στην Εθνική Τράπεζα από τα 5,47 δισ. ευρώ κεφάλαια, τα 4,6 δισ. ευρώ είναι DTC, δηλαδή 84%,
     
  • στην Eurobank, από τα 5,3 δισ. ευρώ κεφάλαια, τα 4 δισ. ευρώ είναι DTC, δηλαδή 75,5%,
     
  • στην Τράπεζα Πειραιώς από τα 4,9 δισ. ευρώ κεφάλαια, τα 3,7 δισ. ευρώ είναι DTC, δηλαδή 75,5%
     
  • και στην Alpha Bank από τα 5,4 δισ. ευρώ κεφάλαια, τα 3 δισ. ευρώ είναι DTC, δηλαδή 56%.

Το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ανέρχεται στα 105 δισ. ευρώ, με την Ελλάδα να κατέχει το 14% αυτού συνολικού ποσού. Γεγονός ενδεικτικό της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκεται το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Η χώρα πληρώνει την μη υιοθέτηση της δημιουργίας Bad Bank, που θα έλυνε το πρόβλημα των συστημικών τραπεζών, άπαξ δια παντός. Και οι επενδυτές θα είχαν μπροστά τους ένα καθαρό τραπεζικό σύστημα, χωρίς αδυναμίες και εκπλήξεις, χωρίς την ανάγκη για διαρκείς αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και χωρίς τον διαρκή φόβο των ζημιών από τις τιτλοποιήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τις πωλήσεις τους στους servicers.

Οι τιτλοποιήσεις και οι πωλήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», γεννούν ζημίες και επιβαρύνουν το δημόσιο με επιπλέον εγγυήσεις. Άραγε πότε θα παρουσιάσουν οι τράπεζες τα κέρδη που απαιτούνται, για να «αποσβεστεί» η αναβαλλόμενη φορολογία;

Ο φόρος εισοδήματος για τα νομικά πρόσωπα βρίσκεται στο 22%. Οπότε τα 14,56 δισ. ευρώ αποτελούν ακριβώς την φορολογία, που αντιστοιχεί σε κέρδη της τάξεως των 66 δισ. ευρώ. Πότε θα καταφέρουν άραγε οι τράπεζες να παρουσιάσουν αθροιστική κερδοφορία της τάξης των 66 δισ. ευρώ;

Με ένα χαρτοφυλάκιο εξυπηρετούμενων δανείων της τάξης των 110 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα νέα κόκκινα δάνεια της πανδημίας τα οποία η ΤτΕ εξακολουθεί να εκτιμά ανάμεσα στα 8-10 δισ. ευρώ, σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και με ένα χαρτοφυλάκιο ομολόγων με επιτόκια χαμηλότερα από το 1%, από που θα προκύψουν τα θηριώδη κέρδη που απαιτούνται; Κέρδη που θα πρέπει να προκύπτουν, αφού πρώτα έχουν αφαιρεθεί οι ζημίες από το ξεκαθάρισμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Διαβάζουμε ότι η πιστωτική επέκταση και οι νέες χορηγήσεις θα δώσουν σημαντικά έσοδα στις τράπεζες. Όμως στο τρέχον καθεστώς χαμηλών επιτοκίων, ποια είναι άραγε τα περιθώρια κερδοφορίας των τραπεζών από αυτή τη βασική τραπεζική δραστηριότητα;

Διαβάζουμε ότι οι τράπεζες θα αυξήσουν τα έσοδα τους από προμήθειες. Οι προμήθειες είναι ήδη δυσβάσταχτες για τους πελάτες των τραπεζών και δεν είναι πιθανόν να αντέξουν περαιτέρω βάρη. Άλλωστε οι νέες γενιές που ενσωματώνονται στην παραγωγική διαδικασία, χρησιμοποιούν περισσότερο άλλα κανάλια συναλλαγών, πληρωμών και μεταφοράς κεφαλαίων ή και χρηματιστηριακών και επενδυτικών συναλλαγών, αφαιρώντας μερίδιο αγοράς από τις παραδοσιακές τράπεζες.

Διαβάζουμε ότι οι τράπεζες θα αξιοποιήσουν τα ακίνητα που έχουν περάσει στην κυριότητα τους, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εμπορικά ακίνητα και κατοικίες. Αποτελεί όμως αυτό, τραπεζική δραστηριότητα και διατηρήσιμη πηγή εσόδων;

Οι τράπεζες εξακολουθούν έναν περιπετειώδη δρόμο, γεμάτο αμφιβολίες και αγωνίες, αβεβαιότητες και αδυναμίες. Έναν επισφαλή δρόμο στον οποίο αρνούνται να συμπορευτούν μεγάλοι και σοβαροί ξένοι επενδυτές. Η Ιρλανδία και η Ισπανία, έλυσαν τα τραπεζικά τους θέματα, γρήγορα και κερδοφόρα, μέσω της υιοθέτησης των Bad Banks.

Όμως η πρόταση - έκκληση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, για την υιοθέτηση έστω και την τελευταία στιγμή της δημιουργίας μιας Bad Bank ή μιας Asset Management Company, δεν αντιμετωπίστηκε με την απαραίτητη σοβαρότητα από τον υπεύθυνο περί των τραπεζών του κυβερνητικού επιτελείου. Και τα αποτελέσματα είναι ορατά.

Όλα όσα θα έλυνε το σχέδιο του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για την Bad Bank ή την AMC, που είχε επεξεργαστεί η εποπτική αρχή από κοινού με τις Rothschild, Boston Consulting και Deloitte, παραμένουν άλυτα. Εις βάρος των μετόχων, των δανειοληπτών, αλλά και όσων έχουν ανάγκη χρηματοδότησης. Δηλαδή, εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας.