Από φρουροί της νομιμότητας στο «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε»

Από φρουροί της νομιμότητας στο «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε»

Στις 20 Ιανουαρίου του 2014, ένα χρόνο πριν αναρριχηθεί στην πρωθυπουργία, ο Αλέξης Τσίπρας πέρασε το πρωϊνό του στο Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο υμνούσε για την προσήλωσή του στη συνταγματική νομιμότητα. Εξαπέλυε μύδρους δε διότι η τότε κυβέρνηση δεν εφάρμοζε τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου για τις αποδοχές και συντάξεις ένστολων, δικαστικών κλπ. Αναγράφω από το ρεπορτάζ που ανέβασε τότε το protothema.gr: «Σκοπός του ΣτΕ, συνέχισε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι ο έλεγχος της συνταγματικής νομιμότητας και της τήρησης της προστασίας των πολιτών. Όλοι, τόνισε ο κ. Τσίπρας, πρέπει να συμβάλουμε στην αποκατάσταση του θεσμού του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και για να λειτουργήσει το ΣτΕ απερίσπαστα, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις».

Πέρασε ο καιρός και φαίνεται πως η ρήση πως η εξουσία αλλάζει τους ανθρώπους, έχει δόσεις αληθείας: 

-Η απόφαση του ΣτΕ για κατάργηση των μειώσεων στις συντάξεις (Ιούνιος 2015) δεν εφαρμόστηκε, ούτε υπάρχει πρόβλεψη στον προϋπολογισμό.

-Τα αναδρομικά των δικαστών δεν έχουν δοθεί, παρά τις οχλήσεις, οι οποίες βέβαια τον τελευταίο καιρό έχουν καταλαγιάσει.

-Η πρώτη απόφαση του ΣτΕ για την αναπροσαρμογή (μείωση) των αντικειμενικών αξιών το Νοέμβρη του 2014, που έδινε [προθεσμία μέχρι τις 21 Μαΐου του 2015, δεν εφαρμόστηκε ούτε από την προηγούμενη κυβέρνηση, ούτε όμως και από την πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς (υπουργός Νάντια Βαλαβάνη).

-Για τη δεύτερη απόφαση προσαρμογής των αντικειμενικών, βάσει της οποίας πληρώνουμε φόρους με πλασματικές αξίες, άρα μας παίρνουν χρήματα που δεν οφείλουμε να δώσουμε», μόλις εχθές ο αρμόδιος υπουργός της δεύτερης κυβέρνησης της αριστεράς (Τρ. Αλεξιάδης) είπε «δεν είναι κάτι που πρέπει να απαντήσουμε σήμερα ή αύριο». Εν ολίγοις άλλα λόγια να αγαπιόμαστε.

Κι όμως η απόφαση, το σκεπτικό της οποίας δημοσιεύει σήμερα το liberal.gr, είναι ενδεικτικό:

«Επειδή, περαιτέρω, κρίθηκαν τα ακόλουθα: υπό τα ανωτέρω  δεδομένα, η Διοίκηση, παρά την υποχρέωσή της να προβεί εντός διετίας στην επανεκτίμηση των καθορισμένων το έτος 2007 αντικειμενικών αξιών, δεν προέβη εντός της ως άνω προθεσμίας στις ενέργειες για την έναρξη της διαδικασίας ελέγχου των αξιών αυτών, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 41 του ν. 1249/1982. Η δε έναρξη της διαδικασίας μόλις το έτος 2010 δεν απέληξε σε έκδοση απόφασης περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, παρά την πιθανολογούμενη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, πτωτική μεταβολή στις αγοραίες αξίες των ακινήτων, με αποτέλεσμα να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των αξιών αυτών και των αντικειμενικών αξιών, επί των οποίων υπολογίζονται οι φορολογικές επιβαρύνσεις στην ακίνητη  περιουσία. Η αναντιστοιχία αυτή και η ανάγκη αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, ώστε να ανταποκρίνονται στις πραγματικές αξίες της αγοράς αποτυπώνεται και στις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στα λεγόμενα «Μνημόνια», όπως παρατίθενται στο έγγραφο απόψεων της Διοίκησης, το πρώτο από τα οποία (Μάρτιος 2012) όρισε ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2012 έπρεπε να αναπροσαρμοστούν οι αντικειμενικές αξίες, ενώ το τελευταίο (Απρίλιος 2014) καθόρισε διαδικασία ενεργειών που θα οδηγήσει τελικώς τον Ιανουάριο του 2017 σε ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων προς τις αγοραίες. Παρά τη διαπίστωση αυτή, η Διοίκηση συνέχισε να εισπράττει τις υφιστάμενες κατά το χρόνο ισχύος των αντικειμενικών αξιών έτους 2007 φορολογικές επιβαρύνσεις επί της ακίνητης περιουσίας, αλλά και να επιβάλλει νέες, χωρίς να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες σύμφωνα με την προηγουμένως εκτιθέμενη υποχρέωσή της. Και προβάλλει μεν η Διοίκηση ότι υφίσταται αντικειμενική αδυναμία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία δημιούργησε αστάθεια στην  αγορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκές και αξιόπιστο δείγμα αγοραπωλησιών που να επιτρέπει την αξιόπιστη και δίκαιη προσέγγιση των τιμών της αγοράς. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις μνημονευθείσες στην όγδοη σκέψη κανονιστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, η Διοίκηση προέβη σε ένταξη νέων περιοχών στο αντικειμενικό σύστημα (4.489 οικισμοί σε διάφορους δήμους της Χώρας) και καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων σε αυτές, με ισχύ από 1.1.2011, δηλαδή εν μέσω οικονομικής κρίσης, ενώ με την απόφαση ΠΟΛ. 1156/2013 προσδιόρισε τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων σε ζώνες της Δημοτικής Κοινότητας Ψυχικού για την ίδια χρονική περίοδο. Η αλλεπάλληλη δε παράταση των προθεσμιών αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών με τα Μνημόνια δεν αποδεικνύει αδυναμία αναπροσαρμογής αυτών, λόγω ανυπαρξίας επαρκών και αξιόπιστων στοιχείων, αλλά καθυστέρηση στη δημιουργία κατάλληλου πλαισίου συλλογής και επεξεργασίας των απαραίτητων δεδομένων για την ανεύρεση των αγοραίων τιμών των ακινήτων, καθυστέρηση η οποία, πάντως, δεν δύναται να αποβεί σε βάρος των φορολογουμένων ούτε να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη επιβολή φορολογικών βαρών βάσει αντικειμενικών αξιών που δεν ανταποκρίνονται στις αγοραίες. Η Διοίκηση όμως δεν εξέδωσε απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών ούτε μέχρι την ημερομηνία αυτή ούτε και μεταγενέστερα. Με το ΔΤΥΒ0014212ΕΞ2015/23.9.2015 έγγραφο απόψεων αναφέρει τις ενέργειες στις οποίες προέβη μετά την 4003/2014 απόφαση.

Συγκεκριμένα, στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι η αρμόδια υπηρεσία (Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υπηρεσίας και Κοινωφελών Περιουσιών του Υπουργείου Οικονομικών) ενημέρωσε άμεσα την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου σχετικά με τις διαδικασίες που προβλέπονται για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν. 1249/1982, καθώς και τα απαιτούμενα χρονοδιαγράμματα, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δυνατότητες της υπηρεσίας (τόσο σε τεχνική υποδομή όσο και σε στελέχωση) «ώστε να είναι δυνατή η ολοκλήρωση ενός τόσο μεγάλου έργου εντός του στενού συγκριτικά χρονικού περιθωρίου που έθετε η απόφαση του ΣτΕ». Στη συνέχεια, παρατίθενται τα προβλήματα που αφορούσαν τόσο στο χρονικό πλαίσιο δράσης (εξάμηνη προθεσμία), το οποίο θεωρήθηκε ότι δεν επαρκεί για την ολοκλήρωση του έργου της αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, δεδομένου του όγκου εργασίας, που συνίσταται σε κατάρτιση πινάκων τιμών για 6.456 οικισμούς και 10.232 ζώνες τιμών, με τους αντίστοιχους συντελεστές αυξομείωσής τους, όσο και σε τεχνικούς περιορισμούς, καθώς, λόγω της ειδικής οικονομικής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στη Χώρα από το έτος 2010 και των συνεπειών της και στην κτηματαγορά, οι αξίες των ακινήτων υφίσταντο συνεχή μεταβολή και δεν ήταν δυνατό να αποτυπωθούν στις εισηγήσεις των αρμοδίων επιτροπών, αφενός λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων αγοραπωλησιών ακινήτων και αφετέρου λόγω της αστάθειάς τους. Ακολούθως, και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, κρίθηκε ότι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών δεν καθίστατο δυνατή με τη διαδικασία που προβλεπόταν από τη σχετική νομοθεσία και, για το λόγο αυτό, εξετάστηκε από τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Εφαρμογής Φορολογίας Κεφαλαίου, η, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας δυνατότητα αναπροσαρμογής αντικειμενικών αξιών με άλλη διαδικασία, χωρίς τις εισηγήσεις των επιτροπών, ήτοι με γενικευμένους κανόνες, βασιζόμενη στη συλλογή, μελέτη, επεξεργασία και αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων στοιχείων. Πλην, και η συντομότερη αυτή διαδικασία παρουσίασε προβλήματα τόσο στη συγκέντρωση και επεξεργασία όσο και στην αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, καθώς τα στοιχεία που συλλέχθηκαν και τα συμπεράσματα επ' αυτών για τις περισσότερες περιοχές της Χώρας πολλές φορές ήταν αντιφατικά και  αντικρουόμενα, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η εξαγωγή συμπερασμάτων που θα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και θα αποτελούσαν ασφαλή βάση για την προσέγγιση των πραγματικών αξιών των ακινήτων. Κατόπιν τούτων, θεωρήθηκε ότι η απόπειρα αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών καθίσταται επισφαλής, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος για μεγαλύτερη στρέβλωση παρά για πιστότερη προσέγγιση των τιμών της αγοράς. Εν τέλει, εκφράστηκαν επιφυλάξεις κατά την τελευταία σύσκεψη με την πολιτική ηγεσία και η αρμόδια υπηρεσία τέθηκε σε αναμονή σχετικών οδηγιών. Πέραν τούτων, στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι «στο ίδιο αυτό χρονικό διάστημα (από την  ανάληψη της νέας κυβέρνησης τον Φεβρουάριο 2015 και μετά) η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ήταν σε διαρκή κρίσιμη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, ακολούθησε η προκήρυξη και διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος, η σύναψη της νέας δανειακής σύμβασης και στη συνέχεια η προκήρυξη νέων εθνικών εκλογών. Επισημαίνεται ότι η ακολουθία των πολιτικών αυτών εξελίξεων και η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας των τελευταίων  μηνών είχαν ως αποτέλεσμα το πάγωμα όλων των σχετικών ενεργειών».

Τέλος, ζητείται από το Δικαστήριο παράταση της προθεσμίας  αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών ακινήτων, μέχρι το τέλος του 2016, «διότι είναι ανέφικτη η αναπροσαρμογή υπό τις παρούσες συνθήκες, σε σύντομο χρονικό διάστημα», αλλά και διότι υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης, σύμφωνα με την περίπτωση 2.2 της παραγράφου Γ του άρθρου 3 του ν. 4336/2015, να αναπροσαρμόσει τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, με στόχο την εναρμόνισή τους με τις τιμές της αγοράς, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, προκειμένου να εφαρμοστούν τον Ιανουάριο του 2017, ενώ τονίζεται και το ζήτημα «των σοβαρών δημοσιονομικών επιπτώσεων που ενδέχεται να επιφέρει η μη χορήγηση από το ΣτΕ σχετικής παράτασης». Το αίτημα τούτο υποβλήθηκε και προφορικά από την εκπρόσωπο του Δημοσίου στο ακροατήριο. Επειδή, στην Παράγραφο Γ «Συμφωνία δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» του Μνημονίου Συνεννόησης για τριετές πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, που κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), ορίζεται, στο Κεφάλαιο 2.2 «Μεταρρυθμίσεις φορολογικής πολιτικής» ότι «iii. ... Έως τον Οκτώβριο του 2015, η κυβέρνηση: α) … η) ενόψει τυχόν αναθεώρησης των ζωνών αντικειμενικών αξιών για τα ακίνητα, θα προσαρμόσει τους φορολογικούς συντελεστές επί της ακίνητης περιουσίας, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, για να διασφαλιστεί ότι τα έσοδα από το φόρο ακίνητης περιουσίας το 2016 θα ανέλθουν τουλάχιστον στο ποσό των 2,65 δισεκατομμυρίων ευρώ, και θα προσαρμόσει την εναλλακτική ελάχιστη φορολογία επί του εισοδήματος φυσικών προσώπων» και ότι «v. Φόρος  ακίνητης περιουσίας. Έως τον Σεπτέμβριο του 2016, οι αρχές θα εναρμονίσουν όλες τις αντικειμενικές αξίες ακινήτων με τις τιμές της αγοράς, με ισχύ από τον Ιανουάριο του 2017. Μέχρι εκείνη την ημερομηνία, θα διασταυρώσουν το σύνολο των ιδιοκτησιακών συμφερόντων με τα στοιχεία για το σύνολο των ατομικών ιδιοκτησιών στο κτηματολόγιο (βασικό παραδοτέο)».16. Επειδή, το μνημονευθέν στη δέκατη τέταρτη σκέψη αίτημα του Δημοσίου προς το Δικαστήριο για χορήγηση παράτασης της προθεσμίας αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων μέχρι το τέλος του 2016, πρέπει να απορριφθεί. Πρώτον, διότι δυνατότητα παράτασης της ταχθείσας, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 50 παρ. 3α του π.δ. 18/1989, προθεσμίας (η οποία μάλιστα εν προκειμένω ορίστηκε εξάμηνη αντί τρίμηνης) για την εκπλήρωση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, δεν είναι, κατ' αρχήν, δυνατή? δεύτερον, διότι ο ν. 4336/2015 είναι στοιχείο μεταγενέστερο της 21ης.5.2015 (οπότε έληξε η προθεσμία εντός της οποίας η Διοίκηση όφειλε να εκδώσει απόφαση αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας, κατά τα εκτεθέντα στη δέκατη τέταρτη σκέψη) και, κατ' αρχήν, δεν είναι ληπτέος υπόψη? τρίτον, διότι, εν πάση περιπτώσει, η παράταση αυτή δεν ενδείκνυται να χορηγηθεί: β) ενόψει του ότι προσκομίσθηκε από το Δημόσιο σχέδιο νομοσχεδίου, με τις διατάξεις του οποίου καθορίζονται μεταβατικές τιμές προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων και, ειδικότερα, νέες τιμές ζώνης και νέοι συντελεστές εμπορικότητας, γεγονός που δείχνει την, κατ' αρχήν, δυνατότητα συμμόρφωσης προς την 4003/2014 απόφαση του Δικαστηρίου? το νομοσχέδιο όμως τούτο δεν προωθήθηκε προς ψήφιση, γ) ενόψει του ότι Διοίκηση έχει υπόψη της, όπως προκύπτει από το μνημονευθέν άρθρο 3 του ν. 4336/2015, ότι, έως τον Οκτώβριο του 2015,ήταν πιθανή η αναθεώρηση των ζωνών αντικειμενικών αξιών για τα ακίνητα. Κατόπιν τούτων, η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας πρέπει να ακυρωθεί».