H δικαστική απόφαση που δίνει τα αναδρομικά στους συνταξιούχους

H δικαστική απόφαση που δίνει τα αναδρομικά στους συνταξιούχους

Την απόφαση με την οποία η Ελληνική Δικαιοσύνη αναγνωρίζει ως νομικά ανίσχυρη την άρνηση των ασφαλιστικών ταμείων να επαναφέρουν τις συντάξεις στα επίπεδα του 2012 και να δώσουν αναδρομικά σε όσους συνταξιούχους είχαν ασκήσει προσφυγές πριν την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας του 2015 με την οποία «κόπηκαν» οι αναδρομικές οφειλές, παρουσιάζει το dikastiko.gr

Εδώ και 10 μήνες ο εν λόγω συνταξιούχος, με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ανά χείρας, προσπαθεί να την «εκτελέσει» και να εισπράξει τα αναδρομικά , όπως διατάσσει η Δικαιοσύνη, και αντ' αυτού εισπράττει την  άρνηση των ταμείων να συμμορφωθούν.

Όταν μάλιστα το δικαστήριο δέχεται ξεκάθαρα πως η άρνηση των ασφαλιστικών ταμείων να συμμορφωθούν αποτελεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει το δικαίωμα στην περιουσία. Η διατύπωση δε σημαίνει πως είναι ανοιχτός ο δρόμος για δικαίωση των συνταξιούχων και καταδίκη της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Το σκεπτικό της απόφασης

Το σκεπτικό της απόφασης , το οποίο είναι ταυτόσημο και σε άλλες πολλές που ακολούθησαν, δείχνει ότι οι συνταξιούχοι που είχαν προσφύγει μέχρι και το 2015 και συγκεκριμένα πριν την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ η οποία τους δικαίωσε μεν , τους έκοψε δε το δικαίωμα να εισπράξουν αναδρομικά για λόγους δημοσιονομικού συμφέροντος, πρέπει να εισπράξουν αναδρομικά χιλιάδων ευρώ.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια δημοσιονομική βόμβα για το δημόσιο, καθώς είναι χιλιάδες οι προσφυγές που είχαν ασκηθεί, αλλά και ένα οφειλόμενο χρέος της Πολιτείας στους απόμαχους της ζωής, το οποίο η συντεταγμένη Πολιτεία οφείλει να εκπληρώσει.

Οι τέσσερις αποφάσεις

Η δικηγόρος Μαρία Συριανού, έχει κερδίσει 4 τέτοιες προσφυγές συνταξιούχων και αναφέρει πως εφόσον ο δικαστής έκανε το χρέος του ήρθε η ώρα να το πράξει και το Κράτος:

«Στην εποχή του μνημονίου με τις περικοπές των συντάξεων, οι σημερινοί συνταξιούχοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν ενεργά στην κάλυψη των ελλειμμάτων των φορέων, καθώς και στη μείωση του δημόσιου χρέους. Ωστόσο αυτή η επιλογή του νομοθέτη να μειώσει τις συντάξεις απέβη μοιραία.

Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές στις συντάξεις από 1.1.2012 και εφεξής ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησαν αποφάσεις πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που έκριναν παράνομες τις περικοπές σε συντάξεις και αποφάσισαν  την επαναφορά τους στα επίπεδα του 2012, δηλαδή στο ύψος που ήταν πριν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4051/2012. Οι αποφάσεις αυτές  αφορούν κύριες συντάξεις και επικουρικές και υποχρεώνουν τον ασφαλιστικό Φορέα να καταβάλλει τα ποσά της μείωσης αναδρομικά.

Ωστόσο παρότι έχουν γίνει δεκτές τέτοιες αγωγές και προσφυγές το Ταμείο δεν έχει μέχρι σήμερα ξεκινήσει ενέργειες συμμορφώσεως με τις δικαστικές αυτές αποφάσεις. Εν προκειμένω,  στην περίπτωση συνταξιούχου, ο οποίος δικαιώθηκε με απόφαση ήδη από τον Δεκέμβρη του 2017, ωστόσο μέχρι σήμερα 10 μήνες μετά, παρότι έχει κοινοποιήσει και ζητήσει με αίτησή του την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, ωστόσο το Ταμείο δεν συμμορφώνεται και καθυστερεί να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες.

Αυτό συνεπάγεται ακόμα μεγαλύτερη ταλαιπωρία του συνταξιούχου και φυσικά μη ορθή αντιμετώπιση των συνταξιούχων από την πλευρά του Ασφαλιστικού Φορέα. Ο δικαστής έκανε το χρέος του. Τώρα ήρθε η στιγμή να ενεργοποιηθεί το Κράτος και να προχωρήσει στην επανόρθωση των αδικιών».

Τι διατάσσει το δικαστήριο

Η απόφαση που δικαιώνει τον συνταξιούχο είναι η 22171/2017 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο εκλήθη να κρίνει την άρνηση της Τοπικής Διοικούσας Επιτροπής του ΙΚΑ Χαλανδρίου να επαναφέρει τη σύνταξη του προσφεύγοντος στα επίπεδα του 2012 και να του αποδώσει αναδρομικά αυτά τα ποσά:

«Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις σκέψεις 7 και 8 της παρούσας, οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012, επί των οποίων ερείδεται η απόρριψη της ένστασης του προσφεύγοντος, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., και, ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως διενεργήθηκαν οι επίμαχες μειώσεις τόσο στην κύρια, όσο και στην επικουρική σύνταξη του προσφεύγοντος, βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων του ν. 4051/2012, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη προσφυγή.

Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. καθίσταται ακυρωτέα, ενώ ο προσφεύγων δικαιούται να λάβει από τους καθού ασφαλιστικούς φορείς κύρια και επικουρική σύνταξη, αντίστοιχα, στο ύψος που ανέρχονταν πριν την ισχύ των διατάξεων του ν. 4051/2012, αναδρομικώς από 1.1.2012, αφού η κρινόμενη προσφυγή είχε ήδη ασκηθεί κατά το χρόνο δημοσίευσης των 2287-8/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Επειδή, κατ' ακολουθία, πρέπει γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Χαλανδρίου και να αναγνωριστεί ότι ο προσφεύγων δικαιούται να λάβει, από τα ήδη καθών Ε.Φ.Κ.Α. και Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., κύρια και επικουρική σύνταξη αντίστοιχα, στο ύψος που ανέρχονταν πριν την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 4051/2012, αναδρομικώς από 1.1.2012. Περαιτέρω δε, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα το καταβληθέν παράβολο (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.), ωστόσο, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγούν τα καθών ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα αυτού (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε' του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει την 82/Συν. 12η/17.2.2014 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Τοπικού
Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.ΤΑ.Μ. Χαλανδρίου.
Αναγνωρίζει ότι ο προσφεύγων δικαιούται να λάβει, από τα καθών Ε.Φ.Κ.Α. και Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., κύρια και επικουρική σύνταξη, αντίστοιχα, στο ύψος που ανέρχονταν πριν την ισχύ των διατάξεων
του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 4051/2012, αναδρομικώς από 1.1.2012.
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στον προσφεύγοντα.
Απαλλάσσει τα καθών Ε.Φ.Κ.Α. και Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 8.12.2017».