Υπάρχουν περιθώρια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία;

Υπάρχουν περιθώρια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία;

Του Γιάννη Κουτσομύτη

H 45η επέτειος του δεύτερου κύματος του “Αττίλα” πέρασε προχθές στα ψιλά των εφημερίδων και των ΜΜΕ και δεν υπήρξε καμία ουσιαστική μνεία παρά μόνο ως αφορμή για την άνανδρη δολοφονία του Σολωμού Σολωμού την ίδια ημέρα το 1996. 45 χρόνια μπορεί να είναι ένα σχετικά μεγάλο διάστημα για τη συλλογική εθνική μνήμη αλλά τα αποτελέσματα αυτής της εθνικής καταστροφής τα υφίσταται ο ελληνισμός ακόμη.

Πριν από λίγες ημέρες ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ πραγματοποίησε διήμερη επίσκεψη στα κατεχόμενα της βόρειας Κύπρου και δεν δίστασε να εισέλθει μαζί με Τούρκους επιτελείς στη νεκρή ζώνη της Αμμοχώστου. Επρόκειτο για μια προκλητική κίνηση που μας υπενθυμίζει με βίαιο τρόπο μια ανοικτή εθνική πληγή.

Και ενόσω ο Ακάρ επιθεωρούσε τα τουρκικά τετελεσμένα του 1974, λίγα μίλια έξω από την Πάφο και από την Καρπασία δυο πλωτά γεωτρύπανα της τουρκικής κρατικής εταιρείας πετρελαίων εκτελούσαν γεωτρήσεις εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταπατώντας βάναυσα την κυπριακή εθνική κυριαρχία.

Παράλληλα, κορυφαίοι Τούρκοι αξιωματούχοι έχουν προβεί σε σωρεία προκλητικών δηλώσεων τις τελευταίες ημέρες, με αποκορύφωμα την “πρόβλεψη” του Προέδρου Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν πως “εντός του Αυγούστου η Τουρκία θα επιτύχει άλλη μια στρατιωτική νίκη, όπως έχει κάνει και στο παρελθόν με την 30ή Αυγούστου (Σμύρνη) και την 14η Αυγούστου (Αττίλας Β''). Ιδιαίτερη δε εντύπωση κάνει η διαρροή “πληροφοριών” πως η Τουρκία σχεδιάζει την αποστολή ερευνητικού σκάφους στην ΑΟΖ Καστελόριζου για την πραγματοποίηση ερευνών για υδρογονάνθρακες, μια κίνηση, που αν τελικά συμβεί, θα αποτελεί την παραβίαση μιας κόκκινης γραμμής για την Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Εθνών ξεκίνησε μια προσπάθεια επανέναρξης του διαλόγου ανάμεσα στις δυο κοινότητες της Κύπρου, με απώτερο στόχο να πραγματοποιηθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του 2020 μια νέα πενταμερής διάσκεψη τύπου Κράν Μοντανά, με τη συμμετοχή και της Ελλάδας και της Τουρκίας. Και ενώ φαίνεται ότι ίσως να υπάρχει δυνατότητα προσέγγισης των δυο κοινοτήτων πάνω στο σύστημα διακυβέρνησης μιας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, η Τουρκία επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι δεν διαπραγματεύεται το σύστημα εγγυήσεων και την παρουσία μεγάλου αριθμού τουρκικών στρατευμάτων στο νησί.

Σε αυτό το ιδιαίτερα βεβαρημένο πλαίσιο και κλίμα είναι λογικό να αναρωτηθεί κάποιος εάν υπάρχουν οι δυνατότητες για αποκλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα ή η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί και ενδεχομένως και να οξυνθεί ακόμη περισσότερο;

Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν αντιδράσει μέχρι στιγμής με αυτοσυγκράτηση στην τουρκική προκλητικότητα και έχουν αποφύγει τον πόλεμο δηλώσεων, όπως πολύ εσφαλμένα έκανε η προηγούμενη Κυβέρνηση των Σύριζα-ΑΝΕΛ με πρωταγωνιστή τον Πάνο Καμμένο. Δεν διαφαίνεται όμως να υπάρχει και κάποιο σχέδιο για επαφές με την τουρκική ηγεσία, με σκοπό τη διερεύνηση μιας πιθανής διεξόδου για εξομάλυνση της κατάστασης.

Η μόνη επαφή μέχρι στιγμής των δυο πλευρών ήταν ένα συγχαρητήριο τηλεφώνημα από τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου προς τον Νίκο Δένδια επ'' ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων του Έλληνα ομόλογό του. Κάτι που δεν έκανε αντίστοιχα ο Ερντογάν προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αφού εκτός από αρχηγός κράτους είναι και επικεφαλής της κυβέρνησης της χώρας του και θα μπορούσε κατά παράβαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου να το κάνει εάν το ήθελε.

Θα ήταν σώφρον η Ελλάδα να διερευνήσει τις προθέσεις της Τουρκίας και να επιδιώξει μια επαφή, κατ'' αρχήν σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών, ώστε να φανεί εάν υπάρχει το έδαφος για μια συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν. Μια σύντομη πρώτη συνάντηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στην Νέα Υόρκη την τρίτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου.

Η Τουρκία βέβαια αυτήν τη στιγμή είναι απασχολημένη σχεδόν αποκλειστικά με την υπόθεση της διαμόρφωσης της περίφημης “ζώνης ασφαλείας” στη βόρεια Συρία και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν βρίσκονται στην πρώτη, αλλά ούτε και στη δεύτερη κλίμακα των προτεραιοτήτων της Άγκυρας. Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου όμως, η υπόθεση της βόρειας Συρίας αναμένεται να έχει αποσαφηνιστεί ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα μπορούν να συζητηθούν ανάμεσα στις ηγεσίες των δυο χωρών.

Για να υπάρξουν βέβαια περιθώρια προσέγγισης για να υπάρξει κάποια εξομάλυνση στις σχέσεις των δυο χωρών θα πρέπει να φανεί ότι η Τουρκία επιθυμεί καλές σχέσεις με την Ελλάδα και δεν έχει κάνει την στρατηγική επιλογή της αντιπαράθεσης και ίσως και της σύγκρουσης. Για την Ελλάδα υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές, όπως είναι η προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των ζωτικών εθνικών συμφερόντων, κάτι που πρακτικά μεταφράζεται σε υπεράσπιση της ΑΟΖ Καστελλόριζου από πιθανή επιθετική ενέργεια της Τουρκίας. Από εκεί και πέρα απομένει στην τουρκική ηγεσία να δείξει τις προθέσεις της.

Η ελληνική πλευρά πάντως θα πρέπει να είναι ρεαλιστική ως προς το τι είναι εφικτό να συμβεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οποιαδήποτε αποκλιμάκωση απαιτεί σοβαρή πολιτική βούληση από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία δεν φαίνεται να υπάρχει. Ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει απόλυτη ανάγκη την πολιτική συμμαχία που έχει συνάψει εδώ και δυο χρόνια με τους ακροδεξιούς Γκρίζους Λύκους του Ντεβλέτ Μπαχτσελί για να αντιμετωπίσει την άνοδο της αντιπολίτευσης που καταγράφηκε με παταγώδη τρόπο στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης.

Ούτε όμως και από την πλευρά της αντιπολίτευσης μπορεί να αναμένει κανείς κάτι θετικό αφού το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε συμμαχία με το ακροδεξιό “Καλό Κόμμα” συναγωνίζονται σε εθνικιστικές κορώνες τον Ερντογάν και τον Μπαχτσελί.

Παρ'' όλο όμως το ιδιαίτερα δυσμενές πλαίσιο που επικρατεί στην Τουρκία όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Ελλάδα πρέπει να διερευνήσει ακόμη και αυτά τα μικρά περιθώρια εξομάλυνσης που υπάρχουν και έστω να επιδιώξει τη σταθεροποίηση και ένα μορατόριουμ στις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας. Οι πρόσφατες επαφές των τεχνικών επιτροπών ανάμεσα σε αξιωματούχους των δυο χωρών για τα “Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης” έδειξαν ότι υπάρχει σοβαρό περιθώριο για συγκλίσεις.