Στόχος είναι οι τουρκικές προκλήσεις, μην το ξεχνάμε

Στόχος είναι οι τουρκικές προκλήσεις, μην το ξεχνάμε

Ο Έντουαρντ Λούτβακ, σπουδαιότερος εν ζωή στρατηγιστής, έχει πει ότι η Ρωσία στην Ουκρανία κατάφερε δύο αποτελέσματα: α) επέτυχε την απόσχιση της Κριμαίας και β) δίχασε τους αντιπάλους. 

Ας σταθούμε λίγο στο δεύτερο το οποίο, κατά την άποψη του γράφοντος, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της αποσχίσεως και δυστυχώς συμβαίνει και στην Ελλάδα αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά.

Στην περίπτωση των κρατών, η αντιπαράθεση με έναν αντίπαλο (και εν δυνάμει εχθρό) είναι συνήθως πολυεπίπεδη. Πολιτική, διπλωματική, εξοπλιστική, κοινωνική, οικονομική, δημογραφική, ψυχολογική, κ.λπ. Για την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων κάθε χώρα επιδιώκει να είναι ισχυρότερη από τους ανταγωνιστές της σε όλα αυτά τα πεδία. Προηγουμένως όμως πρέπει να ξέρει τι θέλει. Ποιον εθνικό σκοπό υπηρετεί και πως θα τον υλοποιήσει. Κράτη, τα οποία δεν έχουν συγκεκριμένη στρατηγική, άγονται και φέρονται από τις εξελίξεις τις οποίες επιβάλλουν άλλα κράτη τα οποία έτσι αποκτούν την προνομιακή πρωτοβουλία των κινήσεων. 

Σε δυσχερή θέση επίσης βρίσκονται οι χώρες εκείνες οι οποίες δεν διαθέτουν ενότητα στην κοινωνία, εν σχέσει με τον αντίπαλο, και οι πολίτες τους είναι διαιρεμένοι. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η διοίκηση της χώρας αδυνατεί να χαράξει και να εφαρμόσει μια συνεκτική εξωτερική πολιτική και το πρόβλημα αυτό έχει σοβαρό αντίκτυπο στην προάσπιση των εθνικών της δικαίων. Εάν η κοινωνία διίσταται μετ’ εντάσεως ανάμεσα στους «μαξιμαλιστές» και τους «ενδοτικούς», το κράτος δεν μπορεί να κάνει βήμα. Διότι, όπου και να κατευθυνθεί, θα υφίσταται τις βολές της αντίθετης πλευράς. Ήτοι εάν ακολουθεί συνεπή πολιτική προστασίας των συμφερόντων του, και κατά συνέπεια εκπέμπει αποφασιστικότητα που εγγίζει την επιθετικότητα, θα χαρακτηρίζεται αδίκως από τους «ενδοτικούς» εθνικιστικό, ενώ εάν επιλέγει την πολιτική του (ζημιογόνου) κατευνασμού θα αποκαλείται προδοτικό από τους «μαξιμαλιστές». 

Το συνεπαγόμενο πολιτικό κόστος από την ανωτέρω δυσκαμψία ακυρώνει εν τοις πράγμασιν την ανάληψη των αναγκαίων ενεργειών για την αντιμετώπιση του εξωτερικού κινδύνου. Αντί της αλκής ενός εξωστρεφούς κράτους παρατηρείται η ραθυμία ενός διχασμένου. Έτσι ο αντίπαλος επιτυγχάνει τους μικρούς αλλά καίριους στόχους του την ίδια ώρα που το αναποφάσιστο κράτος υστερεί σε όλα. 

Η αναφορά από τον Λούτβακ στην περίπτωση της Κριμαίας έχει ακριβώς αυτό το νόημα. Για εκείνον οι δυτικές χώρες δεν αντέδρασαν εγκαίρως και καταλλήλως στην επιθετικότητα της Ρωσίας, διότι είχαν διχαστεί οι κοινές γνώμες τους και εκείνοι που λαμβάνουν αποφάσεις. 

Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι το πλέον βασικό ζήτημα ενός συντεταγμένου κράτους είναι να γνωρίζει τον προορισμό του και, βεβαίως, να έχει κατασταλάξει στα μέσα δια των οποίων θα φτάσει σε αυτόν.    

Εν προκειμένω, η Ελλάδα γίνεται επί τουλάχιστον σαράντα πέντε έτη δέκτης ανεδαφικών προκλήσεων και απαράδεκτων απειλών από την Τουρκία. Η αβασιμότητα των τουρκικών διεκδικήσεων είναι αυταπόδεικτη βάσει του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Επί παραδείγματι το άρθρο 121 της σχετικής συμβάσεως1 ορίζει ρητώς: «1. Νήσος είναι μια φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μέγιστη πλημμυρίδα. 2. Εκτός όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές. 3. Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα». 

Παρά ταύτα η Τουρκία διατείνεται πως τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα2

Τα προαναφερθέντα αυτονόητα επιθυμεί να εφαρμόσει η Ελλάδα, αλλά η Τουρκία την απειλεί με το ψηφισθέν στις 8 Ιουνίου 1995 casus belli. 

Ένας εξωτερικός παρατηρητής θα περίμενε να στέκεται ενωμένη η Ελλάδα και σύσσωμη η κοινωνία της απέναντι στις απαράδεκτες τουρκικές προκλήσεις. Εν τούτοις με έναν μοναδικό (ή σχεδόν μοναδικό) τρόπο δημιουργείται μια αδικαιολόγητη εσωτερική πόλωση. Αυτή τελματώνει τον δημόσιο διάλογο και μεταθέτει, ανεπιτρέπτως, το κέντρο βάρους από την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων στην πάταξη των αντίθετων εσωτερικών φωνών. 

Κάπως έτσι χάνεται ο στόχος. 

Κι αυτός εν προκειμένω είναι να υπερασπιστεί η Αθήνα και την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα. Αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ πρέπει να τύχουν της ίδιας αποτρεπτικής προστασίας. 

Ωστόσο, εάν συστηματικώς αναδεικνύονται, με δυσανάλογο τρόπο, ειδικοί οι οποίοι αντιστρατεύονται την επίσημη πολιτική του κράτους, τότε αμβλύνεται με τον καιρό η απόλυτη διάθεση επιμονής για την προώθηση των εθνικών δικαίων. 

Τα εθνικά εδάφη και τα αρυόμενα από τις θαλάσσιες ζώνες δικαιώματα μπορεί να χαθούν ή να κερδηθούν σε ελάχιστα λεπτά της ώρας. Εάν εκδηλώσει εμπράκτως σχετική πρόκληση ο αντίπαλος, οφείλουν σύσσωμοι οι πολίτες να ταχθούν στο πλευρό της ελληνικής κυβερνήσεως η οποία δεν θα διστάσει να πράξει το καθήκον της. 

Η δυνατότητα ελεύθερου διαλόγου είναι ευλογία σε χώρες με κατά παράδοση δημοκρατικά πολιτεύματα όπως η Ελλάδα. Διευρύνει τους ορίζοντες κρατικών λειτουργών και πολιτών και από την σύνθεση πάντοτε προσεγγίζεται η καλύτερη λύση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη στην αμυντική θωράκιση και – πολύ περισσότερο – στην αταλάντευτη εθνική θέση της Ελλάδος. Ακόμη και οι διαφωνίες άγουν στην εξεύρεση της προσήκουσας απαντήσεως, διότι οι επιτελείς τοιουτοτρόπως ασκούνται στα επιχειρήματα του αντιπάλου. Πρέπει να εκλαμβάνονται ως εναύσματα για σκέψη και υπέρβαση των εμποδίων και όχι σαν καθηλωτικά δεδομένα. 

Η Ελλάδα και εμείς, οι πολίτες, έχουμε μονίμως την τάση να πολιτικοποιούμε όλα τα ζητήματα, και εν συνεχεία να τα κομματικοποιούμε3. Αναλόγως της κομματικής τοποθετήσεως ενός εκάστου επηρεάζεται και η «εθνική» του στάση. Χάνεται έτσι η ουσία και η σοβαρότητα με την οποίαν οφείλουμε να διαχειριζόμαστε τις κρίσεις. 

Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, είμαστε σ χ ε δ ό ν οι μοναδικοί: «Οι Έλληνες ανταγωνίζονται τους Εβραίους για το ποια από τις δύο φυλές είναι η πιο πολιτικοποιημένη στον κόσμο. Ανεξάρτητα από το πόσο άθλιες είναι οι συνθήκες της ζωής τους ή το πόσο κινδυνεύει η χώρα τους, αυτοί είναι πάντα χωρισμένοι σε πολλά κόμματα, με πολλούς αρχηγούς, οι οποίοι μάχονται μεταξύ τους με ένα απεγνωσμένο πάθος. Η παρατήρηση ότι όπου υπάρχουν τρεις Εβραίοι υπάρχουν δυο Πρωθυπουργοί και ένας αρχηγός της αντιπολίτευσης είναι πράγματι πολύ εύστοχη. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη περίφημη αρχαία φυλή, που από τις απαρχές της ανθρώπινης σκέψης δίνει σκληρούς και διαρκείς αγώνες για την επιβίωσή της4.».

Μπορούμε να φανταστούμε παρ’ όλα αυτά επιτελείς ή πολίτες του Ισραήλ να επικεντρώνονται στην απάντηση αντίθετων εσωτερικών επιχειρηματολογιών, παρά στον σοβαρό εξωτερικό κίνδυνο; 

Ο κρίσιμος παράγοντας ισχύος είναι η ενότητα , η οποία απαγορεύει σε ένα κράτος να χάσει την μάχη πριν καν την δώσει. Αυτό να έχουμε κατά νου.

*Ο κ. Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης είναι Δικηγόρος, Μέλος Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών

Παραπομπές:

1.  Κυρώθηκε με τον Νόμο 2321/1995.

2. Ισχυρό πλήγμα για την θέση της αυτή δέχτηκε η Άγκυρα από την Συμφωνία Ελλάδος – Ιταλίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ, καθώς σε αυτήν δύο ευρωπαϊκές χώρες με την επίνευση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εφάρμοσαν – σε πείσμα του τουρκικού καθεστώτος – τις πρόνοιες του δικαίου της θάλασσας, ακυρώνοντας την τουρκική (ψευδο)επιχειρηματολογία.

3. Τρανό αλλά επαίσχυντο παράδειγμα η πρόσφατη στάση των ευρωβουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου στοχοποίησαν την χώρα τους επειδή αποτρέπει τις εργαλειοποιημένες από το τουρκικό καθεστώς μεταναστευτικές ροές.

4. Ουίνστον Τσόρτσιλ, Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Τόμος Β’, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 1172.