Ρωσο-ουκρανική κρίση σε πολιτικό, στρατιωτικό αλλά και σε θρησκευτικό πεδίο

Ρωσο-ουκρανική κρίση σε πολιτικό, στρατιωτικό αλλά και σε θρησκευτικό πεδίο

Του Ιωάννη Λεοντακιανάκου*

Η κρίση στις σχέσεις Ουκρανίας – Ρωσίας συμπληρώνει πέντε χρόνια, καθώς χρονολογείται από τον Νοέμβριο του 2013, όταν ο τότε Πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανούκοβιτς αρνήθηκε να υπογράψει την Συνθήκη σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το αποτέλεσμά ήταν να ξεσπάσουν διαδηλώσεις στο Κίεβο (γνωστές ως Euromaiden) εναντίον του Προέδρου και της κυβέρνησης, οι οποίες πήραν βίαιη τροπή από τον Ιανουάριο του 2014 με νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες, καιεξανάγκασαν σε παραίτηση την ρωσόφιλη κυβέρνηση καθώς και σε διαφυγή στην Ρωσία του Ουκρανού, έκπτωτου πλέον, Προέδρου, στα τέλη του Φεβρουαρίου 2014.

Από την πλευρά της Ρωσίας, ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν,την 1ηΜαρτίου 2014, έλαβε την έγκριση του ρωσικού κοινοβουλίου για την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία και συγκεκριμένα στη χερσόνησο της Κριμαίας. Το επόμενο διάστημαμονάδες του Ρωσικού στρατού έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας, ενώ η μεταβατική φιλοδυτική κυβέρνηση του Κιέβου κήρυξε γενική επιστράτευση, χαρακτηρίζοντας τις ρωσικές ενέργειες ως «κήρυξη πολέμου».

Το τοπικό δημοψήφισμα στην Κριμαία,που ακολούθησε στις 16 Μαρτίου 2014, σε ποσοστό 97%, αποφάσισε την ένωσή της με τη Ρωσία, κάτι που επικυρώθηκε αργότερα επίσημα. Το αμέσως επόμενο διάστημα η κρίση συνέχισε να υφίσταται με τις Ρωσόφωνες επαρχίες στα ανατολικά και νότια της Ουκρανίας να ζητούν η μία μετά την άλλη ανεξαρτησία ή ένωση με τη Ρωσία.


Από τον Μάιο του 2014, ο Πέτρο Ποροσένκο εξελέγη νέος πρόεδρος στην Ουκρανία και ανέλαβε καθήκοντα τον επόμενο μήνα.

Δυστυχώς, οι σχέσεις των δύο χωρών δεν έχουν παρουσιάσει καμία βελτίωση από τότε.Η Ουκρανία προσπαθεί να εμπλέξει την ΕΕ και το ΝΑΤΟ στην κρίση και η Ρωσία να αποκλείσει την Ουκρανία από τα δύο βασικά λιμάνια της στην Θάλασσα του Αζόφ(Μπερντιάσκ και Μαριούπολη). Η κρίση αναζωπυρώθηκε μετά το σοβαρό ναυτικό επεισόδιο στον πορθμό του Κερτς, που ενώνει την Μαύρη με την Αζοφική Θάλασσα, κατά το οποίο ρωσικές δυνάμεις ακτοφυλακής «αναχαίτισαν», κατάλαβαν, κατάσχεσαν τρία ουκρανικά πλοία ανοικτά της Κριμαίας και προφυλάκισαν τα μέλη των πληρωμάτων τους.

Το επεισόδιο αποτελεί την σοβαρότερη ναυτική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών, από το 2014. Η Μόσχα υποστηρίζει ότι ο ουκρανικός στολίσκος παραβίασε τα ρωσικά χωρικά ύδατα (Κριμαίας).Το Κίεβο, από την άλλη πλευρά, ισχυρίζεται ότι το περιστατικό έλαβε χώρα στη Μαύρη Θάλασσα που είναι ελεύθερη για την ναυτιλία, θεωρεί την Κριμαία έδαφός της (παράνομα προσαρτημένο στην Ρωσία), και επικαλείται, επιπλέον, την ρωσο-ουκρανική συνθήκη για ανεμπόδιστη διέλευση μέσω του στενού του Κερτς από και προς την Θάλασσα του Αζόφ.

Η Ρωσία, με την κίνησή της αυτή,αποδυναμώνει πλήρως τον Ουκρανικό στόλο, ο οποίος όταν ξέσπασε η κρίση το 2014 απώλεσε σχεδόν τα 3/4 των πολεμικών σκαφών του. Από αυτά,άλλα αυτομόλησαν στην Ρωσία κι' άλλα εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά τους στα λιμάνια της Κριμαίας. Το αποτέλεσμα ήταν να απομείνουν ουσιαστικά 5 πολεμικά σκάφη και περίπου 20-25 βοηθητικά πλοία ως ουκρανικός στόλος. 

Μετά το τελευταίο συμβάν, ο κίνδυνος επιδείνωσης της έντασης στην περιοχή αυξάνεται συνεχώς, με τις διατάξεις της επονομαζόμενης Συμφωνίας εκεχειρίας του Μινσκ (Φεβρουάριος 2015) να παραμένουν στα χαρτιά. Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις σε παραμεθόριες και παράκτιες περιοχές τέθηκαν σε επιφυλακή και ενισχύονται με βαρέα όπλα, απαγορεύτηκε η είσοδος στην χώρα Ρώσων άνω των 16 ετών και κλήθηκαν ΝΑΤΟ και ΕΕ να επιβάλλουν κυρώσεις ως αντίμετρα στην ρωσική παραβατικότητα (όπως κλείσιμο των Στενών του Βοσπόρου στα ρωσικά πλοία, σταμάτημα της κατασκευής του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου «NordStream 2», κλπ).

Στον αντίποδα, οι Ρώσοι αναπτύσσουν συστοιχίες πυραύλων S-400 στην Κριμαία και προβαίνουν στην ενίσχυση των στρατευμάτων στα σύνορα με τις Ουκρανικές ανατολικές περιοχέςπου διοικούνται από ρωσόφωνους (αυτοαποκαλούνται Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκκαι στην ουσία είναι θύλακες στις δύο επαρχίες της Ανατολικής Ουκρανίας που ελέγχονται από πολιτοφυλακές με βαρύ οπλισμό και προσβλέπουν στη Ρωσία).

Όμως η επιδείνωση των Ρωσικό-Ουκρανικών σχέσεων δεν περιορίζεται μόνο στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αλλά έχει προχωρήσει και στο θρησκευτικό, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Πατριαρχείο της Μόσχας και την αναγνώρισή του από τον Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ακολουθώντας μια σύντομη ιστορική διαδρομή παρατηρούμε ότι:

1/ Tο Πατριαρχείο της Μόσχας έχει ιδρυθεί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β' το 1589 και επικυρώθηκε από τις Συνόδους της Κωνσταντινούπολης το 1590 και 1593, αποτελώντας το πέμπτο και νεότερο Πατριαρχείο στην υφιστάμενη μέχρι τότε τετραρχία των πρεσβυγενών Πατριαρχείων Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.

2/ Η Μητρόπολη Κιέβου παρέμεινε επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου, καθώς, παρά τους δεσμούς της με τη Μόσχα, δεν συμπεριλήφθηκε στα εκκλησιαστικά όρια του νεοπαγούς Πατριαρχείου. Μετά την προσάρτηση των περιοχών της Ουκρανίας στο ρωσικό κράτος (1654), ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ'', το 1686, παραχώρησε το δικαίωμα στον εκάστοτε Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονεί τον από τους Ουκρανούς εκλεγόμενο Μητροπολίτη Κιέβου, ο οποίος θα έπρεπε να μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη (το οποίο όμως δεν τηρήθηκε).

3/ Το 1995, ο Μητροπολίτης Κιέβου,Φιλάρετος (Ντενισένκο), παραιτήθηκε από την θέση του και ίδρυσε δικό του Πατριαρχείο στην Ουκρανία (Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία – Πατριαρχείο Κιέβου). Αντιδρώντας στην σχισματική αυτή ενέργεια του Φιλάρετου, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Ρωσίας αφενός τον καθαίρεσε στις 11 Ιουνίου 1995 και αφετέρου του δόθηκε το ανάθεμα το 1997.

4/ Παράλληλα, ο Μητροπολίτης Κιέβου, Μεθόδιος, ο οποίος ανήκε στην ομάδα του (σχισματικού) Πατριάρχη Φιλάρετου, το 1995 προσχώρησε στην (σχισματική) ομάδα κληρικών που απαρτίζουν την Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, της οποίας στην συνέχεια ηγήθηκε ως Αρχιεπίσκοπος.
Επομένως, στην Ουκρανία σήμερα έχουν διαμορφωθεί τρεις Ορθόδοξες Εκκλησίες: α) Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία - Πατριαρχείο Μόσχας (με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριο), β) Η (σχισματική) Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία - Πατριαρχείο Κιέβου (με επικεφαλής τον Πατριάρχη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Φιλάρετο) και γ) Η (σχισματική) Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία (υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου Μακάριο (Μαλέτίτς), διάδοχο του Μεθοδίου).

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη Συνοδική απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2018 επαναφέρει στην κανονικότητα τους σχισματικούς ιεράρχες Φιλάρετο και Μακάριο και άρει την ισχύ του δικαιώματος του Πατριάρχη Μόσχας (του 1686) να χειροτονεί τον εκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου, ο οποίος εφεξής θα εκλέγεται από την κληρικολαϊκή συνέλευση της επαρχίας του και θα μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία - Πατριαρχείο Κιέβου αποτελεί για την πολιτική ουκρανική ηγεσία την έκφραση για ανεξαρτησία της Ουκρανικής Εκκλησίας έναντι του Πατριαρχείου Μόσχας, και είναι ένας από τους θεμελιώδεις πυλώνες για μια ανεξάρτητη, αντιρωσική και φιλοδυτική πορεία της Ουκρανίας εντασσόμενη μέσα σε θεσμούς όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ (από τον Σεπτέμβριο 2017 έχει τεθεί σε πλήρη εφαρμογή η Συμφωνία σύνδεσης της Ουκρανίας με την ΕΕ, μετά από δέκα χρόνια διαπραγματεύσεων και τρία χρόνια σταδιακής διαδικασίας σύνδεσης).

Η αντίδραση της ρωσικής ηγεσίας, θρησκευτικής και πολιτικής υπήρξε άμεση με το Πατριαρχείο Μόσχας να διακόπτει πλήρως την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Κρεμλίνο να σχολιάζει ότι τάσσεταικατά οποιασδήποτε ενέργειας που χωρίζει την ορθόδοξη πίστη (Πούτιν στο Συμβούλιο Ασφαλείας «οι αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα επηρεάσουν τη ζωή των πιστών της Ρωσικής Εκκλησίας στην Ουκρανία»).

Το γεγονός αυτό έρχεται να επισημοποιήσει το ρήγμα μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πατριαρχείου Μόσχας που είχε παρατηρηθεί από την Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης τον Ιούνιο 2016. Η απώλεια της ισχυρής και πλούσιας ρωσικής εκκλησίας είναι πλήγμα για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και πιθανότατα θα προξενήσει τριβές και διαφωνίες στην ορθόδοξη εκκλησιαστική κοινότητα.

Αυτά,επομένως, συμβαίνουν στην Ουκρανία ενώ βαδίζει σε προεδρικές εκλογές τον Μάρτη του 2019, με τον Πρόεδρο, Πέτρο Ποροσένκο, να επιχειρεί εμφανώς να τονώσει το στοιχείο της «εθνικής ενότητας ενάντια στην επιθετικότητα της Ρωσίας».
Ως επίλογο, εκτιμώ ότι δεν προβλέπεται να παρατηρηθεί κάποια επιπλέον σοβαρή στρατιωτική κλιμάκωση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, εκτός της περίπτωσης μη έγκαιρου και αποτελεσματικού ελέγχου των υπερεθνικιστικών ομάδων από αμφότερες τις πλευρές.

Η Ρωσία κατάφερε την επίτευξη των αντικειμενικών στόχων της, αποδυναμώνοντας δραστικά την δυνατότητα της Ουκρανίας για μελλοντική διεκδίκηση στην αξιοποίηση πιθανών ενεργειακών κοιτασμάτων στην θαλάσσια περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και ξεκαθάρισε την θέση της στο ότι δεν διατίθεται να επιτρέψει σε κανένα να αμφισβητήσει τα δικαιώματά της στην Κριμαία και στην Θάλασσα του Αζόφ.

Η Ουκρανική κυβέρνηση, διαπιστώνοντας την απροθυμία της Δύσης να εμπλακεί στρατιωτικά στην ρωσο-ουκρανική διένεξη και στη λήψη σοβαρών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας καθώς και την διαφαινόμενη πρόθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για μια δήλωση χωρίς ουσιαστική καταδίκη, δεν θα οδηγήσει τις εξελίξεις προς μια επιδείνωση της κρίσης, αλλά θα προσπαθήσει να καρπωθεί, απλά, την ένταση στις επερχόμενες εθνικές εκλογές.

*Σχόλιο Γράφοντος: Το παρόν άρθρο περιλαμβάνεται σε μια σειρά άρθρων μου που στοχεύουν να προβληματίσουν τον μέσο πολίτη, επισημαίνοντας την σοβαρότητα γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στην γειτονιά μας και θα έπρεπε ή εξέλιξή τους να προβληματίζει και να αποτελεί αντικείμενο σοβαρής ανάλυσης στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής μας, αντί να εστιάζει μόνον σε θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος που εσκεμμένα ή όχι μας βομβαρδίζουν καθημερινά.

*Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος είναι Αντιναύαρχος (ε.α.) Π.Ν., κάτοχος M.Sc. in Computer Science (Naval Postgraduate School, Monterey, CA, USA) και Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Ναυτική Επιστήμη και Στρατηγική (Σχολή Πολέμου Ναυτικού).