Μήπως έχουμε ήδη αργήσει για τις σημαντικές αποφάσεις στην Ε.Ε.

Μήπως έχουμε ήδη αργήσει για τις σημαντικές αποφάσεις στην Ε.Ε.

Του Ιωάννη Λεοντακιανάκου*

Το ζήτημα της αύξησης, τα τελευταία χρόνια, των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη έχει προκαλέσει ένα βαθύ, και ίσως μη αναστρέψιμο, διχασμό μεταξύ των 28 κρατών-μελών (κ-μ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).

Προκαλεί τριγμούς σε κυβερνητικές συνεργασίες (Γερμανία), δημιουργεί συμμαχίες μεταξύ κυβερνήσεων με κεντρικό άξονα το κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων στους πρόσφυγες/μετανάστες αλλά και την επιστροφή των ήδη υπαρχόντων (Σαλβίνι – Ορμπάν, Ομάδα Βίσεγκραντ plus Αυστρία), αυξάνει τον ευρωσκεπτικισμό και τη δύναμη των ακροδεξιών ξενοφοβικών κομμάτων στα 28 κ-μ της Ε.Ε., και τελικά πριμοδοτεί τις αποσχιστικές τάσεις μέσα στην Ένωση.

Το ερώτημα που πρέπει να ταλανίζει τον κάθε σκεπτόμενο Ευρωπαίο πολίτη είναι «Πόσο έτοιμη είναι, στη παρούσα περίοδο, η Ε.Ε. να αντιμετωπίσει με επιτυχία τέτοια σοβαρά προβλήματα; Μήπως έχει ήδη καθυστερήσει υπερβολικά όχι μόνο στην λήψη αποφάσεων και στην ανάληψη των σχετικών δράσεων για την ενοποίηση της Ευρώπης, αλλά και στην δημιουργία των υποδομών για την άσκηση μιας ανεξάρτητης, δυναμικής και αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής, τουλάχιστον στην «αυλή» της;».

Στο φαινόμενο της Αραβικής Άνοιξης, που εκδηλώθηκε στις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, από τις 18 Δεκ. 2010 διαπιστώθηκαν ότι:

1/ Οι ανατροπές/εξεγέρσεις σημειώθηκαν,κυρίως, σε προεδρευόμενα κοσμικά καθεστώτα (Τυνησία, Αίγυπτος, Υεμένη, Λιβύη, Συρία) και όχι σε αραβικές μοναρχίες,

2/ Το πολιτικό Ισλάμ διέγραψε μέσα σε δυόμισι χρόνια μια πλήρη διαδρομή από τον θρίαμβο στην πτώση και την ριζοσπαστικοποίησή του,

3/ Οι κύριοι ωφελημένοι από το όλο φαινόμενο υπήρξαν η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ,

4/ Οι μεγάλοι παίκτες βρέθηκαν είτε να ταλαντεύονται όπως οι ΗΠΑ, λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων των εσωτερικών κέντρων εξουσίας, από την υποστήριξη έως την καταγγελία των εξεγερμένων ισλαμιστών, είτε να αδυνατούν να παρέμβουν ουσιαστικά λόγω οικονομικής αδυναμίας, όπως η Ρωσία.

5/ Η 8ετής, ήδη, σύρραξη στη Συρία έχει αφήσει στο πέρασμά της μια κολοσσιαία ανθρώπινη τραγωδία με περισσότερους από 6 εκατ. ανθρώπους να έχουν εκδιωχθεί από τις εστίες τους στο εσωτερικό της χώρας και πάνω από 5,5 εκατ. να έχουν αναζητήσει ασφάλεια σε άλλες χώρες με κύριο αποδέκτη τα κ-μ της Ε.Ε. Αν σε αυτούς προστεθούν και οι συνεχώς αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, είναι πασιφανές η εκρηκτική επιδείνωση του όλου προβλήματος.

Επιπρόσθετα, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία - αρχικά, εμπλέκονταν το καθεστώς του Μπασάραλ Άσαντ, η αντιπολίτευση, ο ISIS (Islamic State of Iraq and Syria) και οι Κούρδοι, με τους δύο από αυτούς, πλέον, ουσιαστικά να έχουν ηττηθεί (η αντιπολίτευση και ο ISIS) -, με την πάροδο του χρόνου, εξελίχθηκε σε μια διεθνή διαμάχη, με ισχυρούς διεθνείς παίκτες Ιράν, Ισραήλ, ΗΠΑ (με Η.Β. και Γαλλία), Ρωσία και Τουρκία, οι οποίοι προσπαθούν να διασφαλίσουν και να προωθήσουν τους δικούς τους στρατηγικούς στόχους στην περιοχή.

6/ Η Ε.Ε. έδειξε πλήρη αδυναμία να συμμετέχει ενεργά στα τεκταινόμενα, παρά το ότι αφορούσε τη «γειτονιά» της (όλη σχεδόν τη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και μέρος της Μέσης Ανατολής) και θα έπρεπε να έχει τον πρώτο λόγο.
Για την συγκεκριμενοποίηση της τελευταίας διαπίστωσης, παρατίθενται στη συνέχεια ορισμένα σημεία της συμπεριφοράς των σημαντικότερων κρατών ή/και ομάδων μέσα στην Ε.Ε.

Η Γερμανία, ενώ διαθέτει την ισχυρότερη οικονομία και θα μπορούσε να αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό για την εξέλιξη της Ε.Ε. σε μια ουσιαστική Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, φάνηκε ανάξια της ιστορικής ευκαιρίας που της παρουσιάσθηκε να ηγηθεί (σε συνεννόηση/συνεργασία με την Γαλλία) μιας ενωμένης Ευρώπης.

Πρώτον, φοβίζει μάλλον παρά πείθει για την δυνατότητά της να ηγηθεί, σε ατομικό επίπεδο, πολιτικά της Ε.Ε. Δεύτερον, αποδυνάμωσε τις οικονομίες των ακολουθούντων ισχυρών κ-μ της Ένωσης (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία), θεωρώντας ότι θα δυνηθεί να τις ελέγχει μέσω μιας οικονομικής μέγγενης.

Τρίτον, προσεταιρίστηκε η ίδια τα οικονομικά οφέλη από τη συρρίκνωση των οικονομιών των υπολοίπων κ-μ. Τέταρτον, δημιούργησε ένα περιβάλλον «αυλοκολάκων» από μεσαία βορειοευρωπαϊκά κ-μ, ώστε να διευκολύνει ακόμη περισσότερο τον έλεγχο στη διαδικασία λήψης απόφασης. Πέμπτον, ελλείψει ενός ισχυρού, οραματιστή ηγέτη οι διαχειριστές της εξουσίας είναι δέσμιοι μιας εξισορροπητικής, σε εθνικό επίπεδο, πολιτικής.

Το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά την απόφασή του να αποχωρήσει από την Ε.Ε., διαφαίνεται ότι θα κινηθεί προς προάσπιση και προώθηση των δικών του εθνικών συμφερόντων. Επομένως, μάλλον θα βρεθεί απέναντι σε προσπάθεια εξέλιξης της Ε.Ε. σε μια όχι απλά ισχυρή οικονομικά Ένωση, αλλά σε μια ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση - (Συν)Ομοσπονδία) - με ίδια μέσα για ενάσκηση αποτελεσματικής εξωτερικής, αμυντικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.

Η Γαλλία διαθέτει την πολιτική αναγνώριση να ηγηθεί μιας ενωμένης Ευρώπης, σε συνεργασία με την οικονομικά ισχυρότερη Γερμανία - παρά το ότι θα μπορούσε να ήταν όχι μόνο πολιτικά αποδεκτή αλλά και η οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης. Ωστόσο, κατατρύχεται από σύνδρομα των Νοτίων Ευρωπαίων, με αποτέλεσμα την ανεπάρκειά της να ενδυθεί από μόνη της τον μανδύα του πρωταγωνιστή.

Η τρίτη σε πληθυσμό και οικονομική δύναμη χώρα της Ε.Ε, Ιταλία,αποτελείται στη πραγματικότητα από δύο διαφορετικά τμήματα. Τον σκληρό, υπερσυντηρητικό, αλλά πλούσιο Βορρά και τον φτωχό Νότο. Η βιομηχανική αποδυνάμωση, που έχει υποστεί ως κ-μ της Ε.Ε., είναι η μεγαλύτερη στην Ένωση και σε συνδυασμό με το ότι είναι ένα από τα κ-μ που δέχεται την πίεση των μεταναστευτικών ροών, έχει επηρεάσει σημαντικά στην αύξηση της ξενοφοβίας και του ευρωσκεπτικισμού.

Η κυβερνητική συμμαχία Πέντε Αστέρων και Λέγκας του Βορρά καταδεικνύει πλέον την στροφή προς πιο υπερσυντηρητικές θέσεις και την πιθανή προσέγγιση με υπερσυντηρητικές κυβερνήσεις άλλων Βόρειο-ευρωπαϊκών κ-μ.

Η Ισπανία, πέραν της βαθιάς οικονομικής κρίσης που βίωσε, έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα (πχ, τις αποσχιστικές κινήσεις). Άρα δεν φαίνεται να δύναται να αναλάβει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των ευρωπαϊκών τεκταινόμενων, αλλά θα ενεργεί/ τοποθετεί επιλεκτικά με το εκάστοτε θέμα και τη χρονική στιγμή.

Η Πολωνία και οι χώρες μέλη της πρώην ΕΣΣΔ διαφαίνεται ότι δεν έχουν ξεπεράσει τα βιώματα, αλλά και τις νοοτροπίες του παρελθόντος, ώστε να λειτουργούν εντός του καθορισμένου κοινοτικού πλαισίου της Ε.Ε. Απαιτείται χρόνος για την αναγκαία μετάλλαξή τους.

Ομάδες όπως η Βίσεγκραντ + Αυστρία, δείχνουν να αυξάνουν την επιρροή τους, σε συνδυασμό με την αύξηση της δύναμης των ακροδεξιών κομμάτων στα κ-μ της Ένωσης και την στροφή των συντηρητικών (Λαϊκών) κομμάτων σε πιο ακραίες ξενοφοβικές θέσεις.

Άρα, ο σημαντικός προβληματισμός, που τέθηκε στην αρχή, επανέρχεται δριμύτερος: Σε αυτήν την εύθραυστη και δυστυχώς επιδεινούμενη κατάσταση, που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση; Αυτός ο ισχυρός οικονομικά παίκτης, που, πέραν των ουδέτερων ή μετριοπαθών ανακοινώσεων του (ως αποτέλεσμα σκληρών «παζαριών» μεταξύ των 28 κ-μ, καθώς το κάθε μεγάλο κ-μ διεξάγει αυτόνομη πολιτική απέναντι στους εμπλεκόμενους στο Συριακό «παιγνίδι» παίκτες, αλλά και στις αραβικές χώρες της Β. Αφρικής και της Μέσης Ανατολής), ενώ έχει πληγεί περισσότερο από κάθε άλλον (ασταθή καθεστώτα στις πέριξ αραβικές χώρες, μεταναστευτική έκρηξη, εισαγόμενη τρομοκρατία, κλπ), δεν διαθέτει ούτε την τόλμη ούτε την ισχύ για ουσιαστική παρέμβαση;

Επομένως, προκύπτει ό,τι, ειδικότερα σήμερα, που βιώνουμε την άκρως επικίνδυνη αύξηση των αποσχιστικών και εθνικιστικών τάσεων στα κ-μ της Ε.Ε., και το μεταναστευτικό τείνει να ανοίξει την «κερκόπορτα» της άλωσης/διάλυσης της Ευρώπης, καθίσταται αναγκαία η εμβάθυνση στην εξέλιξη της Ε.Ε. Όσοι εθελοτυφλούν και υποστηρίζουν ότι ο πυλώνας της οικονομικής ισχύος επαρκεί, αυταπατώνται.

Η ανάπτυξη των δύο άλλων πυλώνων, δηλαδή δημιουργία κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας με παράλληλη απόκτηση των απαιτούμενων ιδίων υποδομών (κοινή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, ευρωπαϊκός στρατός, κλπ) για μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αμυντική ισχύ, είναι μονόδρομος και θέμα επιβίωσης για μια ενωμένη Ευρώπη.

*Του Αντιναυάρχου (ε.α.) Ιωάννη Λεοντακιανάκου Π.Ν.