Κρίση στην Ουκρανία και Ελληνική εξωτερική πολιτική

Κρίση στην Ουκρανία και Ελληνική εξωτερική πολιτική

Του Κλεάνθη Κυριακίδη

Η κρίση στην Ουκρανία είναι η σημαντικότερη της μεταψυχροπολεμικής περιόδου μεταξύ της Δύσης και της πυρηνικής περιφερειακής δύναμης, της Ρωσίας. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, διαδέχθηκε η εποχή της αρχικής κατάρρευσης της Ρωσίας, της επιφυλακτικής της αναγέννησης, της «Ψυχρής Ειρήνης»[1] και τώρα υπάρχει ο κίνδυνος για την ανανέωση του Ψυχρού Πολέμου, φυσικά χωρίς το ιδεολογικό περίβλημα της μεταπολεμικής περιόδου.

Η γεωπολιτική σημασία της Κριμαίας και της ανατολικής Ουκρανίας αναδεικνύουν και αποδεικνύουν το πολυεπίπεδο του προβλήματος. Έλεγχος περιοχών στρατηγικής αξίας, έξοδος στη θερμή θάλασσα της Μεσογείου δια της Μαύρης Θάλασσας, ενεργειακοί οδοί και ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα, πολιτισμικές και ιστορικές διαφορές δημιουργούν ένα πολυσύνθετο παζλ. Η χώρα μας επηρεάζεται άμεσα λόγω γειτνίασης και ιστορικών σχέσεων τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Ουκρανία, αλλά και λόγω της συμμετοχής μας σε διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ – ΝΑΤΟ).

Το σημαντικότερο πρόβλημα για τη χώρα μας είναι ότι δεν μπορεί να παραβλέψει τις εμφανείς ομοιότητες της ρωσικής εισβολής στην Κριμαία με την αντίστοιχη τουρκική στην Κύπρο. Επίσης δεν μπορεί να παίρνει θέση κατά το δοκούν στη διαχρονική σύγκρουση της αρχής της αυτοδιάθεσης με την αρχή της εθνικής κυριαρχίας/εδαφικής ακεραιότητας Στην Ουκρανία η κρίση ξεκίνησε από ένα πραξικόπημα, την αυτοεξορία ενός εκλεγμένου Προέδρου και την στρατιωτική επέμβαση μιας μεγάλης δύναμης για να «σώσει» τους ομόγλωσσους και ομοεθνείς της. Οι ομοιότητες με την τουρκική εισβολή και κατοχή στη Βόρεια Κύπρο είναι πασιφανείς.[2] Φυσικά υπάρχουν και διαφορές, όπως το ότι οι Ρώσοι στην Κριμαία αποτελούσαν την πλειοψηφία και όχι τη μειοψηφία και το ότι η προσάρτηση έγινε αναίμακτα.

Η Ελλάδα παραμένει πιστή στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας και όπως και στην περίπτωση των de facto αποσχισθεισών περιοχών της Γεωργίας στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία, αλλά και στην αντιμετωπιζόμενη ως sui generis περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου, συντάσσεται με τη διεθνή νομιμότητα και τη διατήρηση της εθνικής ακεραιότητας των χωρών. Συνεπώς η θέση της χώρας μας για τη μη αναγνώριση βίαιων αλλαγών συνόρων, δεν αποτελεί αντικείμενο φιλοδυτικής ή ρωσόφιλης πολιτικής. Αν η διεθνής κοινότητα υποχωρούσε στο θέμα της Κριμαίας, θα άνοιγε η Κερκόπορτα για αναγνώριση Τουρκοκυπριακού Κράτους, καίτοι η ισχύς της Ρωσίας και της Τουρκίας δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη.

Η πάγια και αταλάντευτη θέση της Ελλάδας ενισχύει την εξωτερική της πολιτική. Εφόσον η Δύση αντιμετωπίζει την προσάρτηση της Κριμαίας ως απαράδεκτη και παραμένει πιστή στην Βεστφαλιανή αρχή της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας, η Αθήνα θα μπορούσε να πιέσει για την τήρηση της νομιμότητας στην Κύπρο, δεικνύοντας τις ομοιότητες των δυο περιπτώσεων. Επίσης η σταθερότητα στις αρχές του διεθνούς δικαίου, παρά τους λόγους που θα μπορούσε να υποστηριχθεί η Μόσχα και αναλύνται στη συνέχεια, δημιουργεί μια συνολική διπλωματική ισχύ.

Η στάση της Ελλάδας έχει ιδιαίτερη σημασία για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και ενισχύει τις διαπραγματευτικές μας θέσεις σε όλα τα άλλα ζητήματα, ξεκινώντας από τη διαπραγμάτευση για τη δανειακή σύμβαση και τους όρους της. Η Ελλάδα θα μπορούσε να ταχθεί υπέρ της Ρωσίας λόγω της μειονότητας της, αφού το μεγαλύτερο μέρος της Διασποράς της στην Ουκρανία βρίσκεται στις περιοχές που μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος και αποτελούν τις εστίες που θα οδηγήσουν σε τελική κλιμάκωση ή την επιθυμητή αποκλιμάκωση: τις ρωσόφιλες πόλεις της Ανατολικής Ουκρανίας.[3] Το ομόδοξο, οι ιστορικοί δεσμοί, η κοινή γνώμη και οι εσωτερικές οικονομικές και πολιτικές πιέσεις θα δικαιολογούσαν μια τέτοια στάση. Όσο η Αθήνα προσεγγίζει τη Μόσχα, τόσο πιο απρόσκοπτη δύναται να γίνει η πρόσβαση της Ρωσίας στη θερμή θάλλασα της Μεσογείου, διαχρονικός στόχος της τσαρικής Ρωσίας, της Σοβιετικής Ένωσης και της μεταμοντέρνας εθνικιστικής Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν.[4] Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να έχει δραματικές συνέπειες για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Το ότι η Ελλάδα δεν παίζει το ρόλο του «Δούρειου Ίππου» της Μόσχας στην Ευρώπη θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση σε πλήθος ζητημάτων.

(φωτ. Συνάντηση του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Πάνου Καμμένου, με τον πρέσβη της Ουκρανίας στην Ελλάδα, Volodymyr Shkuro, στις 30 Οκτωβρίου 2015).

Επιπρόσθετα, στο θέμα της Ουκρανίας, η ΕΕ δεν έχει στρατηγική πέραν των οικονομικών κυρώσεων και μετά από αυτές. Συνεκτιμούμενης και της αδήριτης ανάγκης για συνεργασία με τη Ρωσία σε ενεργειακά θέματα, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να είναι ο διαμεσολαβητής για τη διευθέτηση της κρίσης. Αποτελεί τη μοναδική χώρα που έχει εξαιρετικές σχέσεις με το Κίεβο, με τη Μόσχα, με τους φιλορώσους αυτονομιστές και φυσικά παραμένει ένας σημαντικός (λόγω στρατιωτικής ισχύος και γεωστρατηγικής θέσης) εταίρος στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.    

Η συμμετοχή της Ελλάδας στις κυρώσεις της ΕΕ έναντι της Ρωσίας, επέφεραν καταστροφικές οικονομικές συνέπειες τόσο στα αγροτικά μας προϊόντα, όσο και στον τουρισμό, στον οποίο τα τελευταία χρόνια η Ρωσία αποτέλεσε έναν στρατηγικό εταίρο. Συγκεκριμένα αναμένονται λιγότεροι Ρώσοι τουρίστες και ελάχιστοι Ουκρανοί (λιγότεροι από τους μισούς) σε σχέση με πέρυσι και πρόπερσι. Επίσης οι αγροτικές εξαγωγές της Ελλάδας στη Ρωσία αποτελούσαν το 41% των συνολικών μας εξαγωγών στη χώρα αυτή και η ζημία μπορεί να φθάσει στα 200 εκατομμύρια ευρώ. Το ασφυκτικό περιβάλλον της οικονομικής κρίσης καθιστά τις εν λόγω συνέπειες σημαντικότερες.

Υπάρχει όμως και κάποια θετική συνέπεια. Η προσπάθεια της οικονομικής αποδυνάμωσης της Μόσχας, που βασίζει σε τραγικό βαθμό την οικονομία της στους υδρογονάνθρακες[5], οδήγησε με δυτική ενορχήστρωση στη ραγδαία μείωση της τιμής του πετρελαίου. Ενώ οι οικονομικές επιπτώσεις που προαναφέρθηκαν ήταν αρνητικές, η μείωση της τιμής του πετρελαίου, έφερε έσοδα στο Δημόσιο Ταμείο με διαφόρους τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι η εισαγωγή πετρελαίου έγινε φθηνότερη, συνεπώς είχαμε μικρότερη εκροή εθνικού κεφαλαίου. Ο δεύτερος ότι οι τιμές στην αγορά έπεσαν, αλλά όχι ανάλογα, με αποτέλεσμα να εισπράτεται σημαντικός φόρος κατανάλωσης τόσο πετρελαίου κίνησης όσο και θέρμανσης.

Προφανώς μια περαιτέρω ανάφλεξη δημιουργεί προβλήματα στην Ελλάδα, αλλά και ενισχύει την ισχύ της. Με τις Ρουμανικές και Βουλγαρικές Ένοπλες Δυνάμεις σχετικά αδύναμες και το Σλαβικό πληθυσμό σε μεγάλο βαθμό ρωσόφιλο, η Ελλάδα μπορεί να παίξει το ρόλο του στρατηγικού βάρους και να γείρει την πλάστιγγα σε μια αναμέτρηση. Όσο απίθανο και να φαντάζει το σενάριο, αποτελεί ένα διαπραγματευτικό χαρτί στο χέρι της Κυβέρνησης και ενισχύει τη θέση της. Σε περίπτωση αλλαγής συνόρων με την Κριμαία και μέρος της Ανατολικής Ουκρανίας στην αγκαλιά της Μόσχας, η Ελλάδα και πάλι βγαίνει κερδισμένη. Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τη Δύση περνάει υποχρεωτικά μέσα από την Αθήνα και η κυριαρχία της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα δεν έχει νόημα χωρίς την έξοδο στη Μεσόγειο δια του Αιγαίου Πελάγους, του οποίου θα αυξηθεί η γεωπολιτική αξία. Συνεπώς η ισχύς της χώρας θα ενισχυθεί και η εξωτερική πολιτική της ΕΕ θα έχει υποχρεωτικά ως αιχμή την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας.

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η κρίση της Ουκρανίας, όπως όλες οι κρίσεις, αποτελεί ταυτόχρονα απειλή και ευκαιρία. Αποτελεί απειλή για ανάφλεξη στην ευρύτερη περιοχή με τη χώρα μας να βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμωνος, όμως αποτελεί και μια ιστορική ευκαιρία: Καμία χώρα στην περιοχή δεν έχει «αδερφικούς», στρατηγικούς, ιστορικούς, εθνικούς, θρησκευτικούς, πολιτισμικούς και πολιτικούς δεσμούς και με τους δυο αντιμαχομένους. Αν μια χώρα μπορεί να διεκδικήσει το ρόλο του ειρηνοποιού και του αντικειμενικού συνομιλητή είναι η Ελλάδα. Η χώρα που συνομιλεί με τη Ρωσία περισότερο από όλες στη Δύση, μια χώρα του ΟΑΣΕ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Αυτόματα η γεωστρατηγική μας θέση ενισχύεται, όπως παράλληλα ενισχύονται και πάγιες θέσεις μας, όπως η λύση του Κυπριακού ζητήματος με βάση το διεθνές δίκαιο και την αρχική της εθνικής κυριαρχίας/ σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας. Η αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της Ελλάδας και της Κύπρου μετατρέπονται σε Ευρωπαϊκοί στόχοι. Επίσης, ο αναμφίβολος ρόλος που μπορεί να παίξει ως γέφυρας της Δύσης και της Ανατολής, δύναται να δώσει κάποια διπαραγματευτικά επιχειρήματα στη δύσκολη διαπραγμάτευση με τους θεσμικούς εταίρους για το ελληνικό χρέος. 

*O Κλεάνθης Κυριακίδης είναι Διεθνολόγος  PhDc, MA, MS, MPA

[1] Για λεπτομέρειες σχετικά με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν και τις σχέσεις της με τη Δύση, Βλ. Kleanthis Kyriakidis, “Is Russia Winning the Cold Peace?”, Harvard Kennedy School Review, Vol. 11, 2010-2011.

[2] Για ολοκληρωμένη παρουσίαση της αναλογίας Κριμαίας – Κύπρου, βλ. David Klion, “The Best Historical Analogy for Crimea Doesn''t Involve Nazis”, New Republic, 7 Μαρτίου 2014

[3] Περισσότεροι από 120.000 Έλληνες ζουν στην Ουκρανία, με τους περισσότερους στην Ανατολική Ουκρανία (Ντονέτσκ, Μαριούπολη, Μελιτόπολη) και στην Κριμαία (Κερτς, Συμφερούπολη). Φυσικά υπάρχουν αρκετοί Έλληνες και σε μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ουκρανίας (Κίεβο, Λβωφ) ή σε «παραδοσιακές» Ελληνικές πόλεις όπως η Οδησσός. Βλ. Νικόλαος Καραμανλής (εκδ), Άτλας της Ελληνικής Διασποράς, Τόμος 1, «Ουκρανία» (Αθήνα: Εκδόσεις Αλέξανδρος, 2001) σελ. 388-400.

[4] Πέτρος Σιούσιουρας, Γεωπολιτική και Ζωτικός Χώρος (Αθήνα: Σιδέρης, 2012), σελ. 68-97

[5] Petros Siousiouras, Kleanthis Kyriakidis & Evi Baxevani, “The rise of China and Russia under the scope of a potential geopolitical rivalry with the United States of America”, Middle East FORUM, Issue 12, Δεκέμβριος 2013.