Ίμια: 23 Γκρίζα χρόνια - Δυσάρεστες προβλέψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Ίμια: 23 Γκρίζα χρόνια - Δυσάρεστες προβλέψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Του Νίκου Μελέτη

Το επεισόδιο των Ιμίων υπήρξε η πρώτη έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία και σηματοδότησε την αφετηρία μιας νέας εποχής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με το ξεδίπλωμα της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», όχι τόσο ως μέσο για διεκδίκηση νησιών και βραχονησίδων, αλλά για ανατροπή του status quo Αιγαίο και τον καθορισμό προς όφελος της Τουρκίας των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο.

Η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» σε συνδυασμό με τη μη αποδοχή από την Τουρκία της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, αποτελούν τους βασικούς άξονες στους οποίους στηρίζει την αναθεωρητική πολιτική της, η οποία στοχεύει στην επέκταση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων με τρόπο ώστε να εξασφαλίζει μερίδιο στις πηγές και τον έλεγχο των θαλασσίων ζωνών και οδών ναυσιπλοΐας και μεταφοράς ενέργειας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Η επιδίωξη της Τουρκίας το 1996 ήταν προφανές ότι δεν αφορούσε το έδαφος της μίας εκ των δύο μικρών βραχονησίδων, αλλά την επιβολή ενός status quo, το οποίο πλέον με την απειλή πολέμου που είχε θέσει ήδη σε ισχύ, δεν θα μπορούσε να ανατραπεί ή να αλλάξει χωρίς τη δική της συναίνεση.

Η μη συναίσθηση από την τότε κυβέρνηση Σημίτη τού τι διακυβευόταν στην κρίση των Ιμίων έκρινε σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση της υπόθεσης, ενώ με δρομολογημένη διαδικασία, έναν χρόνο αργότερα, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, η ελληνική πλευρά όχι μόνο αναγνώρισε τα νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, αλλά δεσμεύθηκε για αποφυγή κάθε «μονομερούς ενέργειας»...

Έκτοτε η Ελλάδα ουσιαστικά όχι μόνο έχει αποδεχθεί σιωπηλά το γκριζάρισμα των Ιμίων (με πιο θλιβερό περιστατικό όταν πέρυσι, κατά την επέτειο του επεισοδίου, ο πρώην υπ. Άμυνας έριξε το στεφάνι στη θάλασσα από πολεμικό πλοίο, καθώς είχε παρεμβληθεί μεταξύ του ελληνικού πλοίου και των βραχονησίδων τουρκικό σκάφος), αλλά έχει αποδεχθεί και την πλήρη αποχή από οποιαδήποτε άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της στο Αιγαίο, προκειμένου να μη εκληφθεί από την Άγκυρα ως προσπάθεια ανατροπής του status quo.

Ανατροπή

Στα χρόνια που κύλησαν από το 1996 έχουν ανατραπεί σε μεγάλο βαθμό οι ισορροπίες μεταξύ των δυο χωρών. Η Ελλάδα περνάει ακόμη μια οδυνηρή οικονομική κρίση, που έχει πλήξει όχι μόνο τις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και την κοινωνική συνοχή, με την Τουρκία να έχει πια έναν ισχυρό και σχεδόν απολυταρχικό ηγέτη, ένοπλες δυνάμεις που έχουν πληγεί μεν από τα όσα ακολούθησαν την απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά έχουν ξαναβρεί τον βηματισμό τους και είναι ετοιμοπόλεμες, με την καθημερινή «άσκηση» στη Συρία και το Ιράκ. Με μια πολεμική βιομηχανία η οποία είναι από τις πλέον ανερχόμενες παγκοσμίως και εξασφαλίζει την επάρκεια ακόμη και σε υψηλής τεχνολογίας υλικό και φυσικά έναν πληθυσμό διαρκώς αυξανόμενο (το 2019 υπολογίζεται να φθάσει τα 85 εκατομμύρια). Σε ό,τι αφορά τις αμυντικές δαπάνες, είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που καταθέτουν οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, η Τουρκία, αντί της υποχρέωσης που έχουν τα κράτη-μέλη να διαθέτουν το 20% των αμυντικών δαπανών σε επενδύσεις, για το 2019 έχει αυξήσει το ποσοστό αυτό στο 43,6%, ενδεικτικό των αλμάτων που κάνει στον κρίσιμο τομέα της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

Αλλά και το «όπλο» το οποίο αποδείχθηκε αποτελεσματικό για την ελληνική διπλωματία για δεκαετίες, το «ευρωπαϊκό», και με το οποίο τιθασεύτηκε αρκετές φορές στο παρελθόν η τουρκική επιθετικότητα, είναι πλέον «άσφαιρο».

Ο κ. Ερντογάν είναι προφανές ότι δεν φιλοδοξεί να γίνει η Τουρκία μέλος μιας Ε.Ε. που θα του επιβάλει τις δικές της αρχές περί ανθρώπινων και μειονοτικών δικαιωμάτων, αλλά και τις αρχές της διαφάνειας, ούτε φυσικά ονειρεύεται να καθίσει σε ένα τραπέζι που θα είναι ισότιμος και θα έχει την ίδιας βαρύτητας ψήφο με τον πρόεδρο της Κύπρου ή τον πρωθυπουργό της Μάλτας και του Λουξεμβούργου.

Εξάλλου, το μεταναστευτικό έδωσε την πρώτη ευκαιρία στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης να κάνουν «ασκήσεις» για τη διαμόρφωση της ειδικής εταιρικής σχέσης με την Τουρκία.

Αλλά και εκείνη ακόμη η δυνατότητα που υπήρχε, έστω και με κόστος, για μια πυροσβεστική παρέμβαση των ΗΠΑ ώστε να αποφευχθεί η κλιμάκωση μιας ελληνοτουρκικής έντασης (όπως έγινε το 1996) δεν φαίνεται πλέον να υπάρχει, καθώς είναι σαφές ότι καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να εμπιστευθεί τον κ. Τραμπ σε έναν τέτοιο ρόλο, ούτε φυσικά είναι πιθανόν να έκανε πίσω ο κ. Ερντογάν, όταν ακόμη και σε μείζονα ζητήματα, όπως η Συρία και το Ιράν, τζογάρει και παζαρεύει με την Ουάσινγκτον.

Κρίσιμη καμπή

Το περιβάλλον στα ελληνοτουρκικά είναι πολύ πιο ζοφερό απ'' ό,τι εκείνη τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου του 1996 και αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολη τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ώστε από τη μία να αποφευχθεί μια κλιμάκωση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα καταστροφικό για την Ελλάδα πολεμικό επεισόδιο, χωρίς όμως να οδηγηθεί η χώρα σε αυτό που είχε σχεδόν προβλέψει ο Π. Κονδύλης (στο βιβλίο του «Θεωρία του πολέμου»), σε δορυφοριοποίησή της από την Τουρκία.

Η σύναψη νέων συμμαχιών, όπως γίνεται την τελευταία δεκαετία στην Ανατολική Μεσόγειο με τις τριμερείς, η εμπλοκή της χώρας όλο και πιο ενεργά στη χάραξη και διαμόρφωση των νέων δικτύων και οδών μεταφοράς ενέργειας από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη, ο στρατηγικός διάλογος με τις ΗΠΑ ενισχύουν τη θέση της χώρας, αλλά φυσικά δεν αποτελούν και «ασπίδα» έναντι της τουρκικής απειλής.

Κινήσεις όπως η σταδιακή και τμηματική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Ιόνιο και η ανακήρυξη της ΑΟΖ (ώστε να επακολουθήσει ο διάλογος με τις γειτονικές χώρες για την οριοθέτησή της) ανατρέπουν τα τετελεσμένα που θέλει να επιβάλει η Τουρκία, επεκτείνοντας το casus belli και στο... Ιόνιο.

Το επόμενο διάστημα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα δοκιμασθούν στην Κύπρο, εφόσον, όπως έχει προαναγγείλει η Άγκυρα, επιχειρηθεί μια δεύτερη «εισβολή» με τουρκική γεώτρηση εντός της κυπριακής ΑΟΖ.

Η Αθήνα δικαιολογημένα αναζητεί την αποκατάσταση ενός καναλιού απευθείας επικοινωνίας με τον Ταγίπ Ερντογάν, θεωρώντας ότι είναι κρίσιμο το επόμενο διάστημα να συνομιλεί απευθείας με το μοναδικό κέντρο αποφάσεων στη γειτονική χώρα, τον κ. Ερντογάν.

Η επίσκεψη του κ. Τσίπρα στην Κωνσταντινούπολη δεν πρόκειται να λύσει τα ζητήματα αυτά, παρά μόνο να επιβεβαιώσει τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν τις δυο χώρες.

Τα ελληνοτουρκικά και ο αγώνας κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο, όμως, δεν είναι Σκοπιανό, όπου αρκούν η καλή χημεία με τον Ζ. Ζάεφ και τον Ν. Ντιμιτρόφ, το χτύπημα στην πλάτη από την κα Μέρκελ και η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα και «δημιουργική ασάφεια» για να καταλήξουμε σε μια συμφωνία...

Τουλάχιστον, ας το έχουν υπόψη όσοι προετοιμάζουν την επίσκεψη στην Τουρκία, ενθυμούμενοι φυσικά το πώς και γιατί ξεκίνησε, καθώς και πού έχει οδηγήσει το επεισόδιο των Ιμίων...

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 31/1/2019

Φωτογραφία: AP