Η νέα ιταλική κυβέρνηση και η πρόκληση για την Ευρώπη

Η νέα ιταλική κυβέρνηση και η πρόκληση για την Ευρώπη

Της Θεανούς Δαμιάνας Αγαλόγλου*

Ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας του Κινήματος Πέντε Αστέρων και της Λέγκας κλείνει την αρχική περίοδο πολιτικής αστάθειας που δημιουργήθηκε στην Ιταλία ύστερα από τις εκλογές του περασμένου Μαρτίου. Η νέα ιταλική κυβέρνηση πρόκειται να διαπραγματευθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη θέση της χώρας μέσα σε αυτή και το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η αποστολή της μπορεί να είναι επιτυχημένη. Οι θεσμοί στην Ιταλία παραμένουν ισχυροί, πάντως, όπως φάνηκε από την πρόσφατη παρέμβαση του προέδρου Σέρτζιο Ματαρέλα. Ο Ματαρέλα αρχικά εμπόδισε το σχηματισμό κυβέρνησης με υπουργό οικονομικών τον καθηγητή Πάολο Σαβόνα και προέκρινε ένα τεχνοκρατικό σχήμα υπό τον καθοδήγηση του Κάρλο Κοταρέλι.

Ύστερα από πολιτικές ζυμώσεις πέντε ημερών το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λέγκα αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στα καινούρια δεδομένα και να αλλάξουν τα πρόσωπα του υπουργικού συμβουλίου. Ο Σαβόνα παραμένει αλλά πλέον έχει διαφορετικό χαρτοφυλάκιο, αυτό του υπουργού ευρωπαϊκών υποθέσεων. Στην οδό 20ης Σεπτεμβρίου στη Ρώμη τοποθετήθηκε αντί του Σαβόνα ο επίσης καθηγητής Τζιοβάνι Τρία. Ο Τρία είναι πιο μετριοπαθής και δεν επιθυμεί έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ καθώς θεωρεί ότι μία τέτοια εξέλιξη θα ζημιώσει το ιταλικό τραπεζικό σύστημα και τους Ιταλούς πολίτες. Ωστόσο, συμφωνεί με τον Σαβόνα σε ό,τι αφορά τον αρνητικό ρόλο που διαδραματίζει η Γερμανία στην ευρωζώνη. Θεωρεί, δηλαδή, ότι τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας δεν είναι βιώσιμα και είναι αυτά που πρακτικά δημιουργούν το πρόβλημα.

Σε γενικές γραμμές ο σχηματισμός της νέας ιταλικής κυβέρνησης έχει δημιουργήσει προσωρινή ηρεμία στις αγορές. Επίσης, το πρόγραμμα συνεργασίας Κινήματος 5 Αστέρων-Λέγκας είναι πιο ήπιο σε σχέση με την προεκλογική περίοδο. Παρόλα αυτά, η πραγματική «μάχη» μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών ξεκινάει τώρα. Και αυτό γιατί το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λέγκα ενδιαφέρονται για περισσότερες κοινωνικές δαπάνες και αναπτυξιακά προγράμματα και δεν εμφανίζονται διατεθειμένες να σεβαστούν απόλυτα το δημοσιονομικό σύμφωνο. Αυτό δημιουργεί ιδιαίτερη ανησυχία σε μία περίοδο που η Ιταλία είχε ήδη αρχίσει να σημειώνει πρόοδο στα οικονομικά της και το χρέος της να μειώνεται.

Μέχρι στιγμής, οι αντιδράσεις στελεχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνουν πως κάθε άλλο παρά συμφωνούν με την επιλογή των Ιταλών πολιτών να επιλέξουν δύο κόμματα που δε συμφωνούν – σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο – με τις επιταγές των Βρυξελλών. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά θα είναι εύκολο για τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την Ιταλία. Η μεγάλη διαφορά της Ιταλίας από την Ελλάδα είναι ότι η ιταλική οικονομία είναι πολύ πιο ισχυρή ούσα η τρίτη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη. Ακόμα, το ιταλικό χρέος αγγίζει τα €2,3 τρισεκατομμύρια και κάθε άλλο παρά είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Από αυτά τα περίπου €1,6 τρισεκατομμύρια βρίσκονται στα χέρια ιταλικών τραπεζών και Ιταλών αποταμιευτών και τα υπόλοιπα €732 δισεκατομμύρια σε ξένες τράπεζες. Αν, λοιπόν, δε βρεθεί συμβιβαστική λύση, η ζημιά για την Ιταλία θα είναι μεν μεγαλύτερη, αλλά το ποσό των €732 δισεκατομμυρίων των ξένων δεν είναι αμελητέο.

Μία απόφαση για χορήγηση πακέτου διάσωσης προς τις ιταλικές τράπεζες είναι δύσκολο να ληφθεί τόσο λόγω του ποσού θα χρειαστεί όσο και λόγω των επαχθών όρων που θα το συνοδεύσουν. Επίσης, η διαφωνία της νέας ιταλικής κυβέρνησης με την προοπτική ενός «bail-in» θα προκαλέσει πολύ δύσκολες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών.Θεωρητικά, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το Σεπτέμβριο του 2012 για απεριόριστη αγορά ομολόγων χωρών που δεν είναι ενταγμένες σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για την Ιταλία σε περίπτωση κρίσης. Για να γίνει βέβαια αυτό θα πρέπει η νέα ιταλική κυβέρνηση να παραμείνει σε φιλοευρωπαϊκή τροχιά.

Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη για την Ιταλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη μία πλευρά, η νέα ιταλική κυβέρνηση καλείται να τηρήσει τις υποχρεώσεις της ως κράτος-μέλος της ευρωζώνης. Και από την άλλη η Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπει ολοένα και περισσότερο πως το γερμανικό μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης προκαλεί αντιδράσεις που εκφράζονται με δημοκρατικό τρόπο στις εκλογές και εντείνουν τον ευρωσκεπτικισμό. Συνεπώς, χρειάζεται ένας συμβιβασμός ώστε η Ιταλία να αποφύγει μία ανεξέλεγκτη οικονομική κρίση και η Ευρωπαϊκή Ένωση να βάλει φρένο στην αυτοκαταστροφική της τακτική.

Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να γίνουν προβλέψεις. Αν η ιταλική κυβέρνηση, πάντως, επιλέξει την τροχιά της σύγκρουσης, το πιο πιθανό σενάριο είναι να αναγκαστεί να αποχωρήσει και να ανοίξει ο δρόμος για τεχνοκρατική κυβέρνηση, όπως είχε συμβεί το 2011, όταν ο τότε πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Μάριο Μόντι. Υπό αυτή την έννοια, ο Ιταλός πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα, ο οποίος επικρίθηκε πολιτικά για την απόφασή του να μην εγκρίνει τον Σαβόνα – αν και αυτή δεν αμφισβητείται σε συνταγματικό επίπεδο – δίνει πλέον την ευκαιρία σε δύο νέες πολιτικές παρατάξεις είτε να φερθούν πολιτικά έξυπνα ανοίγοντας το δρόμο για μία σημαντική αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής είτε να αποτελέσουν πολιτική παρένθεση, παγιώνοντας τις γερμανικές θέσεις.
Η απάντηση θα δοθεί μέχρι το τέλος του έτους.

*Η κα Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics and Political Science.