Η ήπια ισχύς της Ελλάδας

Η ήπια ισχύς της Ελλάδας

Του Παύλου Ελευθεριάδη

Την εβδομάδα που πέρασε πολλοί από τους ηγέτες του κόσμου βρέθηκαν στην Νέα Υόρκη για την ετήσια σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μίλησε - με τον γνωστό τρόπο του - για την έξοδο της πολύπαθής μας χώρας από την επιτροπεία και για επενδυτικές ευκαιρίες. Ήταν άλλη μια χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα.

Ο Αμερικανός θεωρητικός των διεθνών σχέσεων Joseph Nye χρησιμοποίησε τον όρο «ήπια ισχύς» για να περιγράψει την ικανότητα ενός κράτους να πείθει άλλα κράτη να κάνουν αυτό που εκείνο θέλει, χωρίς να τους το επιβάλει, αλλά χάρη στον πολιτισμό του, τις αξίες του και την εξωτερική του πολιτική. Ο όρος έχει καθιερωθεί πλέον στις διεθνείς σχέσεις. Η σημασία της «ήπιας ισχύος» είναι κάτι που το λαμβάνουν υπόψη τους όχι μόνο θεωρητικοί αλλά και πολιτικοί.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει στο παρελθόν πάρει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της «ήπιας ισχύς» της Ελλάδας. Ο Γιώργος Παπανδρέου, για παράδειγμα, ασχολήθηκε ενεργά για την Ολυμπιακή Εκεχειρία και επένδυσε προσωπικά στην Σοσιαλιστική Διεθνή. Ο Νίκος Κοτζιάς προώθησε με δύο συνέδρια την ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών της Μέσης Ανατολής ενώ οργάνωσε και τις συναντήσεις των «Αρχαίων Πολιτισμών» (πρωτοβουλία αμφιβόλου αποτελέσματος κατά την γνώμη μου).

Η «ήπια ισχύς» μιας χώρας δεν εξαρτάται όμως μόνο από το υπουργείο Εξωτερικών. Η εικόνα μιας χώρας προς τα έξω είναι προϊόν πολλών άλλων πραγμάτων. Για παράδειγμα η υψηλή θέση της Βρετανίας στην ήπια ισχύ οφείλεται στα πανεπιστήμιά της, στην τεχνολογική της πρωτοπορία, στην ποπ μουσική και τον κινηματογράφο αλλά και στο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα. Αντίστοιχα, η σχετικά καλή εικόνα της Ελλάδας οφείλεται επίσης σε μη πολιτικά πράγματα: τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004, την αρχαία μας ιστορία, τις ταινίες που γυρίζονται στην Ελλάδα, την βυζαντινή παράδοση, αλλά και την αίγλη της Ορθοδοξίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και των άλλων Πατριαρχείων – που από την ίδρυσή τους μέχρι και σήμερα παραμένουν ελληνόφωνα. Βασίζονται επίσης στην φιλελεύθερη επανάσταση του 1821, τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, και φυσικά στην συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο ενάντια στους Ναζί στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Αλλά η «ήπια ισχύς» οφείλεται εν μέρει και στην επικαιρότητα. Δυστυχώς η αξιοπιστία της σημερινής κυβέρνησής της Ελλάδας και του πρωθυπουργού προσωπικά παραμένουν στο ναδίρ. Ο κόσμος δεν ξεχνά το δημαγωγικό «πρόγραμμα» της Θεσσαλονίκης, την «διαπραγμάτευση» του 2015 και την κυβερνητική συνεργασία με την ακροδεξιά. Η κριτική του κ. Τσίπρα στον λαϊκισμό μόνο χαμόγελα προκαλεί στο εξωτερικό.

Πιο πρόσφατα, οι αλλόκοτες διώξεις στον Ανδρέα Γεωργίου, η απάνθρωπη μεταχείριση που επιφυλάσσει το ελληνικό κράτος στους κρατούμενους μετανάστες στη Μόρια, η φυλάκιση με ανυπόστατες κατηγορίες των νεαρών φοιτητών που διέσωζαν πρόσφυγες καθώς και η διάχυτη υποψία τα εκατομμύρια της ΕΕ που δόθηκαν για την φροντίδα των μεταναστών εξαφανίστηκαν σε δίκτυα διαφθοράς, είναι πρόσθετες κηλίδες στην εικόνα της χώρας μας.

Το γεγονός όμως ότι αυτές οι αποτυχίες έχουν τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας, ίσως είναι και μια ευκαιρία για την επόμενη κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως νέος πρωθυπουργός, θα έχει μια ευκαιρία να αξιοποιήσει αυτήν την αρνητική δημοσιότητα. Πώς θα γίνει αυτό;

Όταν ο Σύριζα χάσει τις εκλογές, ο διεθνής Τύπος θα στραφεί ξανά στην Ελλάδα για να γράψει τον επίλογο των λαiκιστών. Εκεί θα υπάρξει, κατά τη γνώμη μου μια μεγάλη ευκαιρία να αποκατασταθεί η «ήπια ισχύς» της Ελλάδας. Η αλλαγή κυβέρνησης πρέπει να είναι η δικαίωση μιας πρωτοπόρου Ευρωπαiκής χώρας, όπου οι θεσμοί επιβίωσαν και ο λαiκισμός ηττήθηκε.

Σκεφτείτε το αντικειμενικά. Παρά τα όσα τραγελαφικά έγιναν, μείναμε στο Ευρώ. Ο κ. Τσίπρας αναγκάστηκε σε στροφή της τελευταίας στιγμής όχι από την πίεση της ΕΕ αλλά από την φιλοευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ήξερε ότι η εκλογική του επιβίωση απαιτούσε να κρατήσει τη χώρα στο Ευρώ – όπως έδειξε και η εκλογική αποτυχία των των κκ. Λαφαζάνη και Κωνσταντοπούλου, που καταποντίστηκαν εκλογικά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.

Δεν είναι μικρό πράγμα ότι η οικονομική κρίση, που μείωσε το ΑΕΠ μας σε επίπεδα που άλλες χώρες δεν έχουν δει ποτέ σε περίοδο ειρήνης, δεν κατέστρεψε το πολιτικό μας σύστημα. Παρά τις ακρότητες – που συνεχίζονται – και παρά την άνοδο ενός νεοναζιστικού κόμματος και τις περιστασιακές εξάρσεις πολιτικής βίας από περιθωριακές ομάδες, το πολιτικό μας σύστημα αντέδρασε με ομαλότητα. Ο Σύριζα εκλέχθηκε και κυβέρνησε. Δεν έγιναν όμως σε εμάς αυτά που γίνονται στην Πολωνία ή την Ουγγαρία.

Αν και ο κ. Τσίπρας προσπάθησε να ελέγξει την δικαιοσύνη - και όρισε την κ. Θάνου προσωπική του νομική σύμβουλο αμέσως μόλις αποχώρησε από το δικαστικό σώμα - οι προσπάθειές του απέτυχαν. Στις πιο σημαντικές υποθέσεις, π.χ. στους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς, ή στην δίκη για την συνταγματικότητα της αδειοδότησης της τηλεόρασης από τον κ. Παππά, η δικαιοσύνη λειτούργησε όπως ακριβώς θα λειτουργούσε σε κάθε Ευρωπαiκή χώρα: έκανε το καθήκον της.

Η διακυβέρνηση της χώρας από τους λαϊκιστές έδειξε ότι η Ελλάδα είναι μια φιλοευρωπαϊκή χώρα, μια ανοικτή κοινωνία και μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπου ο λαϊκισμός συνάντησε τα όριά του. Αυτήν την αλήθεια νομίζω θα πρέπει να τονίσει η νέα κυβέρνηση. Ότι η θέση μας ως πρωτοπόρου δημοκρατικής χώρας στην Ευρώπη είναι ισχυρή, παρά τους κλυδωνισμούς της οικονομικής κρίσης και την στιγμιαία νίκη του λαiκισμού - που στο κάτω κάτω έγινε και σε άλλες χώρες.

Η αποκατάσταση της ήπιας ισχύος της Ελλάδας μπορεί να γίνει με την εμφάνιση μιας συναινετικής, φιλοευρωπαiκής, μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης που θα απορρίπτει τον λαϊκισμό, θα σέβεται την μακρά συνταγματική μας παράδοση και θα δείχνει αυτοπεποίθηση για την Ελλάδα, τις αξίες και το μέλλον της. Αν υπάρξει μια τέτοια αλλαγή, τότε όλος ο κόσμος θα το προσέξει.

*Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.