Απορρίπτει τους τουρκικούς ισχυρισμούς, θέτει το πλαίσιο των διερευνητικών
Επιστολή της Αθήνας στον ΟΗΕ

Απορρίπτει τους τουρκικούς ισχυρισμούς, θέτει το πλαίσιο των διερευνητικών

Το πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν να διεξαχθούν οι διερευνητικές επαφές με την Τουρκία με σεβασμό στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας καταγράφεται στην επιστολή της Ελλάδας στον ΟΗΕ σε απάντηση των ισχυρισμών που περιείχε η τελευταία τουρκική επιστολή που ουσιαστικά σχολίαζε την ομιλία του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην Γ.Σ. του ΟΗΕ.

Μια επιστολή που κατατίθεται στον ΟΗΕ, ενώ η Αθήνα ακόμη περιμένει από την Άγκυρα να απαντήσει στην πρόταση για πραγματοποίηση του νέου γύρου των διερευνητικών τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου.

Η Ελληνίδα Μόνιμη Αντιπρόσωπος Μ. Θεοφίλη στην επιστολή της με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου (A/75/753) επισημαίνει ότι όσα αναφέρονται στην τουρκική επιστολή αποτελούν προσπάθεια απόσπασης της προσοχής από τις τουρκικές προκλήσεις και τις παραβιάσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας και γίνεται ειδική αναφορά στην αποχώρηση της Τουρκίας πέρυσι το καλοκαίρι από την προγραμματισμένη συνάντηση για τις διερευνητικές, με επίκληση της συμφωνίας Ελλάδας - Αιγύπτου που όμως έγινε στην βάση του Διεθνούς Δικαίου.

Η Ελλάδα δηλώνει και πάλι, ώστε να καταγραφεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ ότι προσήλθε στις διερευνητικές με την προσδοκία ότι θα δημιουργηθεί το κατάλληλο έδαφος για «ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στην βάση του Δικαίου της Θάλασσας, ειδάλλως οι δύο χώρες θα πρέπει να συμφωνήσουν στη δικαστική διευθέτηση της διαφοράς τους».

Η Αθήνα απορρίπτει από το πλέον επίσημο διεθνές βήμα, τους τουρκικούς ισχυρισμούς για το καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αιγαίου οι οποίοι όπως επισημαίνει «δεν ευνοούν την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης που είναι αναγκαία για κάθε διμερή διάλογο».

Απορρίπτει επίσης τους ισχυρισμούς της Τουρκίας για τα χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο της Ελλάδας και χαρακτηρίζει τουλάχιστον υποκριτικό τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, όταν μάλιστα διατυπώνεται από μια χώρα όπως η Τουρκία η οποία διατηρεί το casus belli εναντίον της Ελλάδας και έχει στείλει παράνομους χάρτες στον ΟΗΕ για να «χαράξει νέα θαλάσσια σύνορα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο».

Η Αθήνα όμως απαντά και στα όσα ισχυρίζεται η Τουρκία για τις εξαιρέσεις που έχει καταθέσει η Ελλάδα από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, τονίζοντας ότι η Τουρκία δεν είναι καν συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης, ούτε έχει αποδεχθεί ποτέ την υποχρεωτική δικαιοδοσία της Χάγης.

Και η Ελληνίδα Μόνιμη Αντιπρόσωπος επισημαίνει στην επιστολή της ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη για τον 62ο γύρο των διερευνητικών επαφών στην βάση όμως του Διεθνούς Δικαίου.

Η ελληνική επιστολή:

«Κατόπιν οδηγιών της κυβέρνησής μου, έχω την τιμή να σας μεταφέρω τις ακόλουθες παρατηρήσεις σχετικά με την επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας της 14ης Οκτωβρίου 2020 προς τα Ηνωμένα Έθνη που απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα (A/75/521), σχετικά με τη δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού κατά τη γενική συζήτηση της Γενικής Συνέλευσης κατά την 75η Σύνοδό της, στις 25 Σεπτεμβρίου 2020. Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας προσπαθεί, για άλλη μια φορά, να αποσπάσει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας από τα λυπηρά γεγονότα στην Ανατολική Μεσόγειο, που προκλήθηκαν από τις επί μήνες προκλήσεις κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην περιοχή.

Η υπογραφή του παράνομου μνημονίου συνεννόησης στις 27 Νοεμβρίου 2019 μεταξύ της Τουρκίας και της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης, το οποίο οριοθετεί θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο αγνοώντας πλήρως την παρουσία των ελληνικών νησιών στην περιοχή αυτή και το δικαίωμά τους σε θαλάσσιες ζώνες, ακολουθούμενη από την υποβολή στα Ηνωμένα Έθνη χαρτών και παράνομων συντεταγμένων, καθώς και την έκδοση διαφόρων μηνυμάτων NAVTEX που εξουσιοδοτούν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruç Reis να διεξάγει παράνομες δραστηριότητες σε τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, συνοδευόμενα από σημαντικό αριθμό τουρκικών στρατιωτικών σκαφών, καταδεικνύουν το μέγεθος και τη σοβαρότητα των τουρκικών προκλήσεων κατά της χώρας μου.

Αντίθετα, η Ελλάδα ήταν έτοιμη τον περασμένο Αύγουστο να ξαναρχίσει τον διάλογό της με την Τουρκία, γνωστό ως διερευνητικές συνομιλίες, εάν η Τουρκία δεν είχε αποφασίσει να αποχωρήσει μονομερώς από τη διαδικασία αυτή με το πρόσχημα ότι η Ελλάδα και η Αίγυπτος είχαν υπογράψει, στις 6 Αυγούστου 2020, μια νόμιμη συμφωνία θαλάσσιας οριοθέτησης, μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων με καλή πίστη. Τα γεγονότα αυτά έχουν ήδη περιγραφεί στην επιστολή του πρωθυπουργού μου προς εσάς, η οποία επισυνάπτεται στην επιστολή μου προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας, της 4ης Σεπτεμβρίου 2020 (S/2020/888), καθώς και στην επιστολή μου προς εσάς της 14ης Οκτωβρίου 2020 (A/75/513- S/2020/1015).

Έκτοτε, η χώρα μου επανέλαβε την ετοιμότητά της να επαναλάβει τις διερευνητικές συνομιλίες, υποδεικνύοντας, ωστόσο, ότι μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνο εάν η Τουρκία σταματούσε τις προαναφερθείσες προκλητικές ενέργειες εναντίον της. Είναι αυτονόητο ότι η διεξαγωγή του 61ου γύρου αυτών των συνομιλιών στις 25 Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη κατέστη δυνατή μόνο όταν η Τουρκία απέσυρε το ερευνητικό της σκάφος και σταμάτησε τις παράνομες δραστηριότητές της στην υφαλοκρηπίδα της Ελλάδας.

Κατά την άποψη της Ελληνικής Κυβέρνησης, η επανέναρξη αυτής της διαδικασίας μετά από μια τετραετή παύση θα δώσει και στις δύο πλευρές την ευκαιρία να διερευνήσουν το έδαφος προκειμένου να προχωρήσουν αργότερα σε ουσιαστικές και καλόπιστες διαπραγματεύσεις σχετικά με την οριοθέτηση τη; ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας τους βάσει της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, ειδάλλως οι δύο χώρες θα πρέπει να συμφωνήσουν στη δικαστική διευθέτηση της διαφοράς τους.

Ως εκ τούτου, η προσπάθεια να προβληθούν στην προαναφερθείσα τουρκική επιστολή αβάσιμα επιχειρήματα και παραπλανητικές ερμηνείες, ειδικότερα, σχετικά με το καθεστώς των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο, το οποίο εδώ και πολύ καιρό ρυθμίστηκε από τις σχετικές ειρηνευτικές συνθήκες, και, πιο συγκεκριμένα, τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 και τη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού του 1947, δεν ευνοεί την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης, η οποία είναι απαραίτητη για κάθε διμερή διάλογο. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα των χωρικών υδάτων της Ελλάδας και του εθνικού εναέριου χώρου της.

Τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας στο Αιγαίο έχουν επεκταθεί σε 6 ναυτικά μίλια από τις φυσικές ακτές από το 1936 (Ν. 230/1936 όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 187/1973), ενώ το όριο των 10 ναυτικών μιλίων χωρικών υδάτων όσον αφορά τον εθνικό εναέριο χώρο της καθορίστηκε από την ελληνική νομοθεσία το 1931 και διατηρήθηκε ως τέτοιο.

Είναι, συνεπώς, υποκριτικό, τουλάχιστον, να ισχυριζόμαστε ότι η Ελλάδα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο εν προκειμένω, όταν η Τουρκία έχει απειλήσει την Ελλάδα με πόλεμο (casus belli), παραβιάζοντας κατάφωρα το άρθρο 2, παράγραφος 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σε περίπτωση που η Ελλάδα αποφασίσει να ασκήσει το κυρίαρχο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Είναι επίσης εντυπωσιακό για μια χώρα που έχει στείλει παράνομους χάρτες στα Ηνωμένα Έθνη προσπαθώντας να δημιουργήσει νέα θαλάσσια σύνορα σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου εις βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, να επικαλεστεί έναν ιδιωτικό χάρτη ως παραβίαση της αρχής της "δίκαιης οριοθέτησης".

Ομοίως, τα σημεία που θίγονται στην προαναφερθείσα τουρκική επιστολή σχετικά με τη δήλωση της Ελλάδας περί αποδοχής της υποχρεωτικής αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 298 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, είναι εντελώς παράλογα, δεδομένου ότι η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν είναι ούτε συμβαλλόμενο μέρος της Συμβάσεως, ούτε έχει αποδεχθεί ποτέ την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι η Ελλάδα ήταν πάντα υπέρ της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς της σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και, για το λόγο αυτό, το 1976, η Ελλάδα υπέβαλε μονομερώς τη διαφορά αυτή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, ενώ η Τουρκία ούτε αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ούτε εμφανίστηκε ενώπιόν του.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα επαναλαμβάνει την ισχυρή δέσμευσή της στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, στις διατάξεις των άρθρων 74 και 83 της Σύμβασης, οι οποίες παρέχουν το απαραίτητο νομικό πλαίσιο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με αντίθετες και παρακείμενες ακτές, οι οποίες αντικατοπτρίζουν κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι είναι έτσι δεσμευτικοί για όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας.

Η Ελλάδα είναι έτοιμη να συνεχίσει το διάλογό της με την Τουρκία βάσει των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα θα προχωρήσει στον 62ο γύρο των διερευνητικών συνομιλιών με την ειλικρινή ελπίδα ότι και οι δύο πλευρές θα επιδείξουν την καλή τους θέληση και την αποφασιστικότητά τους για εποικοδομητική συνεργασία. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να κυκλοφορήσετε την παρούσα επιστολή ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης, στο σημείο 8 της ημερήσιας διάταξης.

Μαρία Θεοφίλη Μόνιμος Αντιπρόσωπος»

pdf