Χονγκ Κονγκ: Οι διαδηλώσεις και το νέο δόγμα Πεκίνου στη διαχείριση κρίσεων

Χονγκ Κονγκ: Οι διαδηλώσεις και το νέο δόγμα Πεκίνου στη διαχείριση κρίσεων

Του Ανδρέα Λιούμπα*

Έχουν περάσει σχεδόν πέντε μήνες από την έναρξη των κινητοποιήσεων των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ. Τα διεθνή μέσα μετέδιδαν όλο το καλοκαίρι ειδήσεις σχετικές με τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις με την αστυνομία ενώ η διεθνής κοινή γνώμη ανησυχούσε για μια νέα Τιεναμέν. 

Η αφορμή για τις κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν τον περασμένο Απρίλιο δόθηκε με την απόπειρα ψήφισης από το τοπικό κοινοβούλιο του Χονγκ Κονγκ ενός νομοσχεδίου το οποίο θα επέτρεπε υπό ορισμένες συνθήκες την έκδοση κρατουμένων σε χώρες που δεν έχουν συμφωνίες έκδοσης με το Χονγκ Κονγκ συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Οι επικριτές του νομοσχεδίου επικέντρωσαν την κριτική τους στο ότι άνοιγε το δρόμο για την έκδοση στην Κίνα όσων το Πεκίνο θα θεωρούσε στο μέλλον ότι δρουν ενάντια στις πολιτικές του.

Παρά τις κατά καιρούς κορυφώσεις στην ένταση, οι οποίες έφτασαν μέχρι και την εισβολή των διαδηλωτών στο τοπικό κοινοβούλιο, το Πεκίνο,μέχρι στιγμής, δείχνει αυτοσυγκράτηση αποφεύγοντας να κλιμακώσει περαιτέρω την χρήση κατασταλτικών μεθόδων. Ταυτόχρονα διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων την οποία ασκεί με ιδιαίτερα μελετημένο τρόπο. Συγκεκριμένα αφαίρεσε από τους διαδηλωτές το βασικό επιχείρημα για την εκδήλωση των διαδηλώσεων καθώς προχώρησε σε μια συμβολικής και τακτικής σημασίας απόσυρση του νομοσχεδίου για τις εκδόσεις υπόδικων. Ταυτόχρονα δεν έχει δείξει καμία διάθεση να ενδώσει στα τελευταία αιτήματα των διαδηλωτών τα οποία είναι η ανάκληση της απόδοσης του όρου «εξέγερση» για τις διαδηλώσεις και «εξεγερθέντες» για τους διαδηλωτές, αμνηστία για όλους τους συλληφθέντες, ανεξάρτητη έρευνα για την αστυνομική βία και καθιέρωση καθολικής ψηφοφορίας για την εκλογή των διοικητικών και νομοθετικών σωμάτων της πόλης.

Πώς όμως εξελίχθηκε και πώς αναμένεται να επιλυθεί αυτή η νέα κρίση που φαίνεται να δοκιμάζει την υπομονή και τις δεξιότητες στη διαχείριση κρίσεων της κεντρικής κυβέρνησης;

Το Χονγκ Κονγκ, αποικία των Βρετανών μέχρι το 1997, αποτελεί τμήμα του εθνικού εδάφους της Κίνας το οποίο διέπεται από ειδικό διοικητικό καθεστώς. Αυτό το καθεστώς διακυβέρνησης που το διαφοροποιεί από την υπόλοιπη Κίνα καισυνήθως αναφέρεται με το όνομα «μια χώρα, δυο συστήματα», περιγράφεται στον λεγόμενο «Βασικό Νόμο», ένα νομικό κείμενο συνταγματικού χαρακτήρα το οποίο καθορίζει τόσο την μορφή της κυβέρνησης όσο και τις λεπτομέρειες διακυβέρνησης της Περιφέρειας του Χονγκ Κονγκ. Ο «βασικός νόμος» ήταν αποτέλεσμα μιας σινο-βρετανικής συμφωνίας από το 1984, πριν την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα.Με αυτό το νόμο παρέχεται το ειδικό καθεστώςαυτονομίας το οποίο του επιτρέπει να διατηρεί ανεξάρτητη νομοθετική και δικαστική εξουσία και μερικώς ανεξάρτητη διοικητική αρχή ενώ προστατεύονται, μεταξύ άλλων, η ελευθερία του συνέρχεσθαι και η ελευθερία του λόγου. Το ειδικό καθεστώς ανεξαρτησίας και οι πρόνοιες του θα βρίσκονται σε ισχύ μέχρι το 2047. Όλα τα προηγούμενα μαζί με την κληρονομία της βρετανικής αποικιοκρατικής πολιτικής διαμόρφωσαν μια διακριτή ταυτότητα η οποία διαφοροποιεί δραστικά τους κατοίκους του Χονγκ Κονγκ από την υπόλοιπη Κίνα.

Αναλογιζόμενοι τα προηγούμενα και εξετάζοντας την σύνθεση του πλήθους των διαδηλώσεων γίνεται μάλλον εύκολα κατανοητό ότι η πραγματική αιτία των διαδηλώσεων είναι η αίσθηση των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ – κυρίως των νεαρότερων - ότι η φιλοσοφία του Προέδρου Σι και οι πολιτικές του Πεκίνου αποτελούν απειλή για την ιδιαίτερη ταυτότητα και τον τρόπο ζωής τους.

Αν εξετάσουμε ακόμη προσεκτικότερα τα όρια της επίδρασης των διαδηλώσεων μπορούμε ενδεχομένως να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το Χόνγκ Κονγκ είναι πεδίο σύγκρουσης τριών και όχι δυο συστημάτων ή, ορθότερα, τριών διακριτών πηγών ισχύος: του Πεκίνου, της συντηρητικής τάξης που διοικεί την πόλη και της νεολαίας που διαδηλώνει στους δρόμους.

Η τάξη που διοικεί την πόλη φαίνεται πως διάκειται ευνοϊκά προς τις πολιτικές του Πεκίνου και διατηρεί μια διαρκή επαφή με την κεντρική κυβέρνηση. Στον αντίποδα οι νέοι που διαδηλώνουν εμπνέονται από τα μοντέλα φιλελεύθερης δημοκρατίας που έχουν γνωρίσει στο διαδίκτυο και ορισμένοι έχουν βιώσει στο εξωτερικό.

Το διαδίκτυο ενδεχομένως να αποτελεί το κλειδί εξήγησης τόσο της σύνθεσης των διαδηλώσεων όσο και της, διαφορετικά ανεξήγητης, υπομονής που επιδεικνύει το Πεκίνο. Ας προσπαθήσουμε να το αξιοποιήσουμε ερμηνευτικά. Η δύναμη των διαδηλωτών του Χονγκ Κονγκ φαίνεται πως εδράζεται στην τεχνολογία, στο διαδίκτυο και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τα οποία επιτρέπουν την σχεδόν στιγμιαία μετάδοση μηνυμάτων για τον συντονισμό των ενεργειών και την συγκέντρωση τεράστιων αριθμών διαδηλωτών. Όμως η δύναμη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και την αδυναμία τους καθώς τα κινήματα που στηρίχθηκαν μέχρι σήμερα στην συλλογικότητα και την δυνατότητα επιρροής των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν ένα βασικό μειονέκτημα: την απουσία ηγεσίας η οποία θα μπορούσε να επεξεργαστεί τα σκόρπια συνθήματα φτιάχνοντας μια λίστα αιτημάτων και μετά να προχωρήσει σε μια διαπραγμάτευση με τις αρχές με απώτερο σκοπό την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Η φύση αυτών των κινημάτων είναι εξίσου άναρχη με το μέσο που αξιοποιούν και αυτό περιορίζει εξαιρετικά την πιθανότητα να επιτύχουν αποφασιστικά αποτελέσματα. Η έλλειψη μιας ηγεσίας η οποία θα μιλούσε απευθείας με το Πεκίνο ή μέσω της τοπικής κυβέρνησης θα έστελνε το μήνυμα ότι είναι έτοιμη για ένα συμβιβασμό πιθανόν να διευκόλυνε την επίλυση της κρίσης. Αν η ιστορία των κινημάτων που στηρίχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην κινητοποίηση μέσω διαδικτύου αποτελεί οδηγό για το μέλλον τότε είναι πιθανή η κατάληξη των διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ να είναι ίδια με εκείνη της πλατείας Ταχρίρ στην Αίγυπτο και αυτό είναι κάτι που η κεντρική κυβέρνηση φαίνεται να γνωρίζει ή τουλάχιστον να υπολογίζει ως παράγοντα.

Το Πεκίνο άλλωστε φαίνεται πως έχει πλέον ωριμάσει σε ό,τι αφορά την επιλογή των μεθόδων αντίδρασης σε τέτοια κινήματα. Η χρήση βίας παραμένει στο οπλοστάσιο του αλλά έχει περιοριστεί σε έκταση και ένταση. Η νέα προσέγγιση είναι η πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη και στηρίζεται και σε προγενέστερη πείρα σχετική με το Χονγκ Κονγκ όπως τις διαδηλώσεις του 2014.

Το πρώτο επίπεδο είναι η συγκέντρωση και ανάλυση πληροφοριών: το Πεκίνο φέρεται από την αρχή των διαδηλώσεων να συλλέγει και να ταξινομεί τεράστιο όγκο πληροφοριών κυρίως από το διαδίκτυοαλλά και από τα υπόλοιπα μέσα οι οποίες, σύμφωνα με αναλυτές από τις ΗΠΑ, υποβάλλονται επιπλέον σε σύνθετες μεθόδους ανάλυσης με αλγόριθμους που έχουν αναπτύξει οι υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφορίων του στρατού. Οι πληροφορίες αυτές αξιοποιούνται για την δημιουργία μοντέλων και την ανάλυση της δυναμικής των διαδηλώσεων καθώς και της ευρύτερης επιρροής που μπορεί να αποκτήσουν. Οι εκτιμήσεις διαχωρίζουν την επιρροή στο εσωτερικό και το εξωτερικό καθώς η εσωτερική κοινή γνώμη είναι αυτή που έχει βαρύνουσα σημασία στην σχεδίαση της επικοινωνιακής πολιτικής.

Το δεύτερο επίπεδο είναι η επικοινωνιακή διαχείριση η οποία όπως είδαμε αντλεί στοιχεία από την ανάλυση πληροφοριών. Το Πεκίνο μολονότι δηλώνει ότι πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα είναι εξαιρετικά προσεκτικό με τα διεθνή Μέσα και αυτό προκύπτει κυρίως από την αυτοσυγκράτηση στις εκδηλώσεις βίας οι οποίες, εφόσον δεν κρίνεται απολύτως αναγκαίο, συνήθως δεν υπερβαίνουν εκείνες του δυτικού κόσμου σε ανάλογης έκτασης διαδηλώσεις. Περαιτέρω οι ομάδες επικοινωνιακής πολιτικής και ενημέρωσης τόσο του στρατού όσο και του κομματικού μηχανισμού καθώς και οι αξιωματούχοι που είναι επιφορτισμένοι με την Δημόσια Διπλωματία στις Πρεσβείες παρακολουθούν σε 24ωρη βάση τα διεθνή Μέσα και παράγουν συνεχώς μια ελεγχόμενη ροή πληροφοριών και ειδήσεων.

Το τρίτο επίπεδο είναι η προσέγγιση των φίλο – κυβερνητικών κοινωνικών ομάδων για την απομόνωση των διαδηλωτών. Αυτό υλοποιείται μέσω της παραχώρησης ή της διατήρησης υφιστάμενων προνομίων καθώς και της τακτικής υποχώρησης σε ζητήματα τα οποία μπορεί να τύχουν στρατηγικής διαχείρισης σε μεταγενέστερο χρόνο. Η τελική υπαναχώρηση και απόσυρση του νομοσχεδίου εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο καθώς ο χρόνος κυλάει υπέρ της κεντρικής κυβέρνησης.

Το τελευταίο επίπεδο σχετίζεται με τους διεθνείς δρώντες. Το Πεκίνο εξαντλεί κάθε μέσο πίεσης και κάθε μοχλό επιρροής ώστε να αποφύγει να τεθεί το ζήτημα προς συζήτηση είτε σε φόρα Διεθνών Οργανισμών είτε σε επίπεδο διμερών επαφών.Προς αυτή την κατεύθυνση έχει κινητοποιήσει όλες τις διπλωματικές του αρχές οι οποίες διαχειρίζονται ξεχωριστά κάθε περίπτωση. Η αξιοποίηση των διμερών εμπορικών και οικονομικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί με χώρες οι οποίες είναι εξαρτημένες από την Κίνα στον τομέα των επενδύσεων δημιουργεί ένα σημαντικό πλέγμα ασφαλείας αλλά δεν θωρακίζει εντελώς την Κίνα εξαιτίας της αυξημένης έκθεσης της στο διεθνές περιβάλλον.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε πως την επόμενη περίοδο η κεντρική κυβέρνηση μάλλον θα συνεχίσει να τηρεί στάση αναμονής και εκμετάλλευσης του επικοινωνιακού πλεονεκτήματος που απέκτησε με την απόσυρση του νόμου και την αυτοσυγκράτηση που έχει επιδείξει μέχρι σήμερα σε ό,τι αφορά στην χρήση βίας. Περαιτέρω υπολογίζει στην έλλειψη κεντρικής ηγεσίας η οποία αναμένεται να συμβάλει αρνητικά σε ό,τι αφορά στην διατήρηση της αρχικής δυναμικής του κινήματος και τελικά, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της τοπικής συντηρητικής ηγετικής τάξης, να οδηγήσει στην τελική επίλυση του «προβλήματος», μέχρι το επόμενο.

* Ο Ανδρέας Λιούμπας είναι υποψήφιος Δρ. Διεθνών Σχέσεων με ειδίκευση στην Κίνα και ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).