Αναγκαιότητα για σημαντικές αποφάσεις στο χώρο της άμυνας από πολιτική και στρατιωτική ηγεσία

Αναγκαιότητα για σημαντικές αποφάσεις στο χώρο της άμυνας από πολιτική και στρατιωτική ηγεσία

Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*

Η για ακόμη μια φορά, ακατανόητη και αιφνιδιαστική πρόσφατη μεταβολή της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων επανέφερε, έστω και προσωρινά, θέματα που αφορούν τον αμυντικό μηχανισμό της χώρας στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Βλέπετε, θέματα που σχετίζονται με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας εμφανίζονται στη δημοσιότητα όταν έχουμε ατυχήματα ή κρίσεις (προαγωγές-αποστρατείες-τοποθετήσεις) στο σώμα των Ελλήνων αξιωματικών.

Τα μεν πρώτα είναι απρόβλεπτα ενώ οι κρίσεις των στελεχών, θεωρητικά θα έπρεπε να υπακούουν σε ένα αυστηρά καθορισμένο θεσμικό και χρονικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό, καίτοι δεν εξασφαλίζει πλήρως την αξιοκρατία των αποφάσεων, εντούτοις τις περικλείει με τον αναγκαίο «μανδύα νομιμότατος», εξασφαλίζει υψηλά ποσοστά βέλτιστων επιλογών, και επιτρέπει τη συνέχιση της ομαλής λειτουργίας του στρατεύματος στην μεταβατική περίοδο των αλλαγών. Σε τελευταία ανάλυση ενισχύει στον ελληνικό λαό την εικόνα (πραγματική) ενός αξιοκρατικά λειτουργούντος μηχανισμού αρκετά μακριά, αλλά όχι και αμόλυντο, από τις παθογένειες της υπόλοιπης δημόσιας διοίκησης. Βέβαια, εστίαση σε θέματα των ενόπλων δυνάμεων υπήρχαν και στις περιπτώσεις προμήθειας οπλικών συστημάτων, η προ ετών όμως σχεδόν ολοκληρωτική αποχή από κάθε αγορά, εκμηδένισε τις συγκεκριμένες αναφορές.

Δυστυχώς τη τελευταία δεκαετία είχαμε δύο ακόμη περιπτώσεις αλλαγών της ανώτατης ηγεσίας σε χρόνο και τρόπο που δεν μπόρεσαν να δικαιολογηθούν. Η αδικαιολόγητη ορμή των πολιτικών ηγεσιών να προχωρήσουν σε αιφνιδιαστικές σαρωτικές αλλαγές επέφερε μια σχετική «απονομιμοποίηση» των επιλογών τους, οι οποίες στην πλειονότητα τους ήταν επιτυχείς. Το τελευταίο όμως δεν επαρκεί για να θεραπεύσει τα πλήγματα που δέχεται το γόητρο του αμυντικού μηχανισμού, σε εχθρούς και φίλους και κυριότερα στα μάτια του ελληνικού λαού που εδώ και χρόνια περικλείει με τη μέγιστη εμπιστοσύνη το θεσμό των ενόπλων δυνάμεων. Επειδή μάλιστα το γόητρο, η ψυχολογία, η ευρεία λαϊκή αποδοχή και υποστήριξη αποτελούν πολλαπλασιαστές ισχύος δεν επιτρέπεται με άστοχες πολιτικές ενέργειες να υπονομεύουμε, την ίδια μας την αμυντική αποτροπή.

Στην παρούσα αλλαγή της ηγεσίας ακούστηκαν φήμες περί της ανάγκης ανανέωσης της, γεγονός εν μέρει αληθές καθόσον είχε επικρατήσει, ειδικά στο στρατό ξηράς, μια βραδεία εξέλιξη τα τελευταία τρία χρόνια που δημιουργούσε συσσώρευση στους συναδέλφους που ακολουθούσαν. Αυτές όμως ακριβώς τις δυσλειτουργίες πρέπει να αντιμετωπίσουμε επιτέλους θεσμικά και με αγαστή συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ώστε να αποφεύγουμε κάθε είδους υπερβολές, χαρακτηριστικό άλλωστε και της ψυχοσύνθεσης μας ως λαού.

Σημαντικότατο πράγματι το θέμα της επιλογής των στελεχών που απαρτίζουν τις ανώτερες βαθμίδες του στρατεύματος. Βελτιώσεις ενδεχομένως να υπάρχουν αρκετές, βασιζόμενοι και σε παραδείγματα άλλων κρατών, για να εξασφαλίσουμε τις συνολικές διαδικασίες κατοχυρώνοντας ακόμη περισσότερη την αξιοκρατία των επιλογών. Δυστυχώς όμως, η εστίαση μας στα θέματα των ενόπλων δυνάμεων περιορίζεται, όπως προαναφέραμε, στις επιλογές της ηγεσίας τις περιόδους των κρίσεων, αποφεύγοντας να ασχοληθούμε με βασικά ερωτήματα που ταλανίζουν το χώρο της άμυνας. Αυτά ακριβώς τα ερωτήματα δεν έχουν απαντηθεί τα τελευταία χρόνια και γίνονται ακόμη περισσότερο οξύτατα καθώς η οικονομική κρίση θέτει αυστηρότατους περιορισμούς. Η αδυναμία αυτή πιστώνεται κυρίως στον πολιτικό κόσμο που λόγω ιδεοληψιών και πολιτικού κόστους είναι εγκλωβισμένος σε ουτοπικές ιδεολογίες περί παρωχημένης σημασίας της στρατιωτικής ισχύος. Η παρεξήγηση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς υπάρχουν απόψεις που θεωρούν εφικτή την απόκτηση της αναγκαίας αποτρεπτικής ισχύος με ελάχιστη οικονομική επιβάρυνση, χωρίς απαιτητική και έντονη εκπαίδευση κληρωτών και επιστράτων (ενίοτε και με τον αναλογούντα φόρο αίματος), την απαιτούμενη προετοιμασία της κοινής γνώμης επί αμυντικών θεμάτων και την κατάλληλο προβολής της ισχύος.

Αντίστοιχα όμως και οι στρατιωτικές ηγεσίες πρέπει να χρεωθούν την αποτυχία τους να εξηγήσουν  και να πείσουν τις εναλλασσόμενες πολιτικές ηγεσίες, για τις στρατιωτικές απειλές που αντιμετωπίζουμε, τα ενδεχόμενα σενάρια κρίσεων και συγκρούσεων, την ισορροπία ισχύος με την Τουρκία και τα δομικά μακροχρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ένοπλες δυνάμεις. Επιπλέον, δεν έχουν κατορθώσει να παρουσιάσουν μια πειστική, ολοκληρωμένη και βιώσιμη πρόταση αναδιοργάνωσης ικανής να αντιμετωπίσει τις σημερινές απειλές αναβαθμίζοντας την αποτρεπτική ικανότητα χωρίς όμως να παραγνωρίζει τις οικονομικές δυνατότητες. Η αλήθεια είναι ότι έχουν υπάρξει επανειλημμένες καλοπροαίρετες και κοπιαστικές προσπάθειες αναδιάρθρωσης των ενόπλων δυνάμεων τα τελευταία χρόνια αλλά έχουν εκφυλιστεί μέσω πολιτικών, κομματικών, θρησκευτικών, τοπικών παρεμβάσεων, προσωπικών φιλοδοξιών και συντεχνιακής νοοτροπίας και των συνεπακόλουθων αλλαγών πλεύσεως. Κύριο χαρακτηριστικό των προσπαθειών υπήρξε η ασυνέχεια, η προχειρότητα και η νοοτροπία επιβολής της προσωπικής «σφραγίδας» της εκάστοτε πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που διεκδικούν το «αλάθητο», «σωτήριο» και «επείγον» των επιλογών τους. Για να είμαστε όμως δίκαιοι, πρέπει να επισημάνουμε ότι κάθε προσπάθεια ρηξικέλευθων αλλαγών θα επιφέρει νομοτελειακά, καλοπροαίρετη αλλά και συντεχνιακή, αντίδραση από μέρους του στρατεύματος (όπως και κάθε οργανισμού). Άρα η επιτυχημένη υιοθέτηση ριζικών αλλαγών θα απαιτήσει πλέον του προσεκτικού σχεδιασμού, της ορθής πληροφόρησης, της μέριμνας για το προσωπικό και την επίμονη εφαρμογή τους με συνεχή επαναξιολόγηση και ετοιμότητα ανάληψης διορθωτικών ενεργειών.

Επανερχόμενοι λοιπόν  στο κύριο θέμα μας, δικαιολογημένο το ενδιαφέρον για τις κρίσεις στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων. Αναμφισβήτητα αναγκαία και η πληρέστερη θεσμική κατοχύρωση των διαδικασιών επιλογής της ηγεσίας. Γενικότερα απαιτείται μια επαναπροσέγγιση του θέματος της σταδιοδρομίας των στελεχών αλλά και αναμόρφωσης του θεσμού της θητείας με τελικό στόχο την αποτελεσματικότερη και πιο οικονομική (από κάθε άποψη) λειτουργία του στρατεύματος. Ειδικά τα ζητήματα επιλογής ανωτάτων αξιωματικών και δη των αρχηγών των κλάδων, πρέπει να επιλύονται με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης. Η διαδικασία αυτή πρέπει να προβλέπει θεσμοθέτηση υποχρεωτικών κριτηρίων, χρήση αξιοκρατικών -επί της ουσίας διαδικασιών αξιολογήσεως- και απαρέγκλιτη τήρηση των προβλεπομένων διαδικασιών. Μια χρονικά προκαθορισμένη διαδικασία έγκαιρης προεπιλογής 2-3 υποψηφίων αρχηγών, με υποχρέωση την εκ μέρους τους παρουσίασης τεθέντων στόχων και τρόπου επίτευξης αυτών, σε διακομματική επιτροπή της βουλής, κατά τα αμερικανικά πρότυπα, κρίνεται θετική κίνηση. Γενικότερα, η «εξειδίκευση» της πορείας του κάθε στελέχους, με δυνατότητες επιλογής κατεύθυνσης σε κομβικά σημεία της καριέρας του, κατόπιν ικανοτήτων, γνώσεων, εμπειριών, αξιολόγησης και επιθυμίας, θα βελτιώσει το επίπεδο του επαγγελματισμού και θα περιορίσει τις ανεπιθύμητες «τριβές» οδηγώντας στην καλύτερη αξιοποίηση του ανθρωπίνου δυναμικού.

Δυστυχώς όμως, ακόμη και στο στράτευμα, επικεντρωνόμαστε στα ζητήματα αυτά μόνο τις περιόδους «κρίσεων» των στελεχών ενώ εν συνεχεία, η πεζή πραγματικότητα, οι «επείγουσες» ενασχολήσεις και μια αίσθηση «ομαλής» συνέχειας και λειτουργίας του αμυντικού μηχανισμού απομακρύνουν κάθε προσπάθεια για πραγματικές ρηξικέλευθες αλλαγές που έχει επιτακτική ανάγκη οι ένοπλες δυνάμεις. Οι αλλαγές όμως δεν πρέπει να περιορίζονται στο αριθμό των ανωτάτων και στον τρόπο επιλογής τους. Οι αναγκαίες αλλαγές είναι βαθύτερες και ξεκινούν από το είδος της θητείας, την εκπαίδευση, την εφεδρεία, τη σταδιοδρομία των στελεχών, τη δομή και διοίκηση των δυνάμεων, τον εξοπλισμό και υποστήριξη, την ελληνική αμυντική βιομηχανία και δεκάδες άλλες παραμέτρους περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, με τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας να καταλαμβάνουν περίοπτη θέση ειδικά την περίοδο της σημερινής παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως.

Οι αποφάσεις όμως που απαιτείται να λάβουν, αρκετά σύντομα, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, στα παραπάνω ζητήματα προέρχονται από τις συνισταμένες των απαντήσεων σε ουσιώδη ερωτήματα που μας κατατρέχουν και συγκεκριμένα: τι απειλές αντιμετωπίζουμε, τι στόχους βάζουμε, τι οικονομικές δυνατότητες έχουμε για να υποστηρίξουμε τους παραπάνω στόχους και κυρίως τι βούληση έχουμε -ως κοινωνία- για να υποστούμε το κόστος των επιλογών μας. Μόνο με ξεκάθαρες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα μπορέσουμε, βασιζόμενοι  σε σταθερές, βάσεις να βελτιώσουμε τις αμυντικές μας δυνατότητες και να εξασφαλίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχικά δικαιώματα χωρίς να οδηγηθούμε στην οικονομική κατάρρευση.

*Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα)