Το πρόσωπο του τέρατος

Το πρόσωπο του τέρατος

 Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Υπάρχει ένας (ακόμη) λόγος που θα ήταν καλό να γίνουν άμεσα, τώρα, χθες, εκλογές. Δεν έχει να κάνει με την οικονομία και τα άλλα μείζονα εθνικά θέματα. Έχει να κάνει με μία διαστροφή των ηθών που λίγο-πολύ παρατηρείται σε όλους μας: στον καθένα ατομικά, και στην κοινωνία σαν σύνολο. Θα το έχετε διαπιστώσει κι εσείς, κάνει μπαμ, δεν λέμε κάτι καινούργιο.

Αλλά ας εξηγηθώ. Αυτή η διαστροφή των ηθών που λέω έχει να κάνει με την επί τα χείρω αλλαγή του τόνου στην κριτική που ασκείται στην κυβερνητική «πολιτική» (ναι, προφανώς με εισαγωγικά η λέξη) από τους απλούς χρήστες του διαδικτύου, που ναι μεν είναι απλοί χρήστες του διαδικτύου, αλλά αυτό δεν τους αφαιρεί κάθε τους άλλη ιδιότητα, προς Θεού. Και, μπορεί μεν να μην απηχούν ακριβώς κάποια κοινωνικά στρώματα —όσο περνά ο καιρός, μάλιστα, τα social media και ο περίκλειστος πληθυσμός τους μάλλον απομονώνονται από την ένσαρκη ζωή—, αλλά οπωσδήποτε τα μεν και τα δε αλληλοεπηρεάζονται: δεν υπάρχουν δα και στεγανά μεταξύ των δύο κόσμων. Θέλω να πω, η τοξικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορεί παρά να στάζει σκουριά στη ζωή μας, όπως γίνεται με τις διαρροές των υδραυλικών: να στάζει σκουριά στην κοινωνία.

Όλο αυτό δεν ξεκίνησε το '15, και ούτε καν την επόμενη χρονιά. Ήταν πολύ φρέσκιες τότε οι αλλαγές στα πράγματα, οι αλλαγές στη ζωή μας, και ήμασταν πολύ μουδιασμένοι όλοι. Ξεκίνησε από τον Μάιο του 2017 και μετά, με την ψήφιση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ του Πολυνομοσχεδίου, του Συμπληρωματικού ή Τέταρτου Μνημονίου που συνήψε η χώρα, ενός πέρα για πέρα άδικου και αβάσταχτου Μνημονίου που πέραν όλων των άλλων περιλάμβανε πρόσθετα μέτρα ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ αλλά καμία χρηματοδότηση, ανεβάζοντας τον συνολικό λογαριασμό Τσίπρα-Καμμένου στα 14 δισεκατομμύρια ευρώ — για να μην αναφέρουμε τα 26 δισεκατομμύρια που χάθηκαν από το ΑΕΠ της χώρας ώς το τέλος του 2017 λόγω ακριβώς της ανάσχεσης της οικονομικής ανόδου…

Εκείνος ήταν ο καιρός λοιπόν, το καλοκαίρι τού '17, που άλλαξαν τα πράγματα, καθώς ξεχείλισε πια το ποτήρι, και που η κριτική στην άθλια αυτή κυβέρνηση από τους πολίτες που έχουν ένα λογαριασμό στο ίντερνετ άρχισε, όχι να γίνεται άδικη (δικαιότατη είναι: ό,τι και να τους πεις είναι λίγο), αλλά να αποκτά «συριζανελικά» χαρακτηριστικά: από τότε άρχισε να μοιάζει στους αντιπάλους της, να μιμείται τον τόνο τους, να δανείζεται τα «όπλα» τους, να φτύνει με το σάλιο τους. Κι αυτό είναι άδικο καθαυτό. Άδικο για τους ανθρώπους τού Μένουμε Ευρώπη, άδικο για τους δημοκράτες Έλληνες, άδικο για όλους μας. Και για τον ίδιο τον αγώνα που κάνουμε, όπως τον κάνει ο καθένας μας.

Δεν θα επεκταθώ, ούτε θα φέρω παραδείγματα —δεν μιλώ σε ανθρώπους που δεν βλέπουν και δεν διαβάζουν, ή που δεν έχουν κρίση—, και μάλιστα οφείλω να συμπληρώσω προς χάριν τής μεγάλης εικόνας πως, ναι, ακόμη και αυτός ο νέος «τόνος» που λέω, ένας τόνος που έγινε ακόμη πιο σκληρός από το περασμένο καλοκαίρι και μετά, με την εκατόμβη στο Μάτι, ένα έγκλημα που μας στοίχειωσε και μας άλλαξε όλους — αυτός ο νέος «τόνος» έχει όσο να πεις και τα καλά του: είναι αποτελεσματικός, πώς να το κάνουμε. Άλλωστε, δεν ήταν χαζοί αυτοί που τον λάνσαραν πρώτοι. Ναι, είναι αποτελεσματικός. Αλλά δεν παύει να είναι ο δικός τους. Και δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα που έρχεται. Και που πράγματι θα 'ρθει: σας δίνω είδηση. Μια Ελλάδα δημοκρατική, ευρωπαϊκή, πρωτοπόρα, ειρηνική, φιλοπρόοδη και πράα. Όχι έξαλλη, όχι ψεύτρα, όχι μισαλλόδοξη.

Αυτά για σήμερα. Θα ήθελα πολύ να το προσέχατε λίγο παραπάνω αυτό, και να κάνετε και τις ανάλογες συγκρίσεις με τον τρόπο που αντιπολιτεύεται ο ίδιος ο Μητσοτάκης. Η μέρα με τη νύχτα. Όταν βλέπετε κάποιον να παρασύρεται, μπορείτε να του το θυμίζετε αυτό.

Εγώ το κάνω. Όχι όταν βλέπω τους άλλους, αλλά όταν βλέπω τον εαυτό μου να παρασύρεται. Κι αν δεν το πετυχαίνω πάντα, αν δεν πετυχαίνω να το βουλώσω, το πετυχαίνω τις περισσότερες φορές.

Καλό Πάσχα, Καλή Ανάσταση σε όλους!

* * *

ΥΓ. Αλλά μιας και δεν θέλω να μας μείνει η πίκρα από τα παραπάνω, νά και κάτι για τα παιδιά σας — για όσους έχετε. Είναι ένα παραμυθάκι που έγραψα παλιά, πριν δέκα χρόνια, για μία συλλογή με πασχαλιάτικα παραμύθια (Οι πιο ωραίες ιστορίες για το Πάσχα, Μίνωας, 2009). Θα τους αρέσει, αν τους το διαβάσετε. Και μπορεί κάτι να πει και σε εσάς. Ιδού:

* * *

Θα σας πω μια αληθινή ιστορία, που μου τη διηγήθηκε ο παππούς μου όταν ήμουν μικρός. Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ζούσε στο χωριό μια γριούλα. Ήταν πολύ-πολύ μεγάλη, ίσως εκατό χρονών, κοντή, σκυφτή, και τυλιγμένη πάντοτε στα μαύρα της ρούχα. Όλο το χρόνο δούλευε ακούραστα στο περιβόλι της και είχε απ' όλα τα καλά. Ζούσε σ' ένα όμορφο σπιτάκι, έχοντας συντροφιά της μια μικροσκοπική κοτούλα, μ' ένα στραβό λειρί σαν κοκοράκι. Αυτή η παράξενη κοτούλα δεν έκανε κανένα αβγό για έντεκα ολόκληρους μήνες, όμως όλο το μήνα πριν τη Μεγαλοβδομάδα γεννούσε κάθε μέρα κι από ένα μικρούλι, μακρόστενο αβγουλάκι, που ήταν –ξέρετε τι;– ολοκόκκινο. Μάλιστα: ολοκόκκινο, σαν βαμμένο.

Όλοι στο χωριό παραξενεύονταν, μα κανείς δε μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο. Κι όταν ρωτούσαν τη γιαγιά πώς γινόταν άραγε αυτό το θαύμα, εκείνη χαμογελούσε λιγάκι πονηρά, έσκυβε το κεφάλι και έλεγε: «Α, μη τα ρωτάτε αυτά τα πράγματα. Γίνονται, γίνονται – ξέρω κι εγώ;» Και μάζευε τα αβγά, τα έβραζε να σφίξουν, και τα μοίραζε στον κόσμο να τα τσουγκρίσουν μετά την Ανάσταση. Έτσι συνέβαινε πάντα στο χωριό του παππού μου, όσο παλιά μπορούσε να θυμηθεί.

Ώσπου, μια φοβερή χρονιά, κάποιος τρύπωσε στην αυλή της γιαγιάς, άρπαξε την κότα με τα κόκκινα αβγά και χάθηκε μες στη νύχτα σαν σκιά. Ήταν οι μέρες που θα άρχιζε να γεννάει, βλέπετε, και ο κλέφτης ήθελε τη μαγική κότα για λογαριασμό του. Η γιαγιά έψαξε παντού να τη βρει, αλλά άδικος κόπος. Χτύπησε πόρτες, μπήκε σε ξένες αποθήκες, τρύπωσε μέσα σε θάμνους, βγήκε στην εξοχή – και πού δεν πήγε… Πολλοί χωριανοί μάλιστα ορκίζονταν πως την είδαν να μιλάει ακόμα και με δυο γέρικες αλεπούδες, που της ορκίζονταν με τη σειρά τους πως όχι, όχι, δεν είχαν πειράξει αυτές την κότα της. Και η γιαγιά, όταν είδε κι αποείδε, αρρώστησε από τον καημό της, κι ούτε να φάει ήθελε πια, ούτε να δουλέψει στο περιβόλι της, ούτε τίποτα.

Και όλοι έλεγαν πως δε θ' αντέξει, θα πεθάνει πριν το Πάσχα.

Κι έπειτα… α, έπειτα ο Χειμώνας ξαναήρθε απρόσκλητος, κι ας είχε μόλις φύγει για τα βουνά, και στρώθηκε πάνω από το χωριό, άσπρος, φοβερός και παγωμένος, κι ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια, τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι, τα ζώα μουγκάνιζαν και βέλαζαν στους στάβλους και στα μαντριά τους, και τα δέντρα ζάρωσαν λες και φοβούνταν το τσεκούρι…

Κι έφτασε η Μεγαλοβδομάδα, και το κρυσταλλιασμένο χωριό αναρωτιόταν τι άλλο, άραγε, θα το χτυπήσει. Ώσπου, τη νύχτα ανάμεσα Τετάρτη και Πέμπτη –αυτή την Πέμπτη που τη λένε και Κόκκινη–, ο κλέφτης, κρυφά, γύρισε ταραγμένος και μετανιωμένος την κοτούλα στο κοτέτσι της γιαγιάς, μαζί μ' ένα καλάθι αβγά: μικρούλια, μακρόστενα και ολόλευκα. Η γιαγιά άκουσε τη φασαρία, έτρεξε στην αυλή, είδη την κοτούλα κουρνιασμένη στη φωλιά της και καταχάρηκε. Και ως το μεσημέρι η κότα γέννησε ξανά, κι αυτή τη φορά το αβγό της ήταν κατακόκκινο και λαμπερό όπως πάντα, κι από μέσα του, από ένα τόσο μια σταλιά ραγισματάκι ξεχύνονταν ένα σωρό μυρωδιές – αυτές που φέρνουν…

«…την Άνοιξη!» είπα στον παππού μου.

«Ακριβώς», απάντησε εκείνος. «Την Άνοιξη. Που ήρθε πάλι στο χωριό, έστω και λίγο αργοπορημένη, λιώνοντας πέρα ώς πέρα τα χιόνια που το είχαν σκεπάσει».

«Μα πώς εξηγείται, παππού;» τον ρώτησα τότε.

«Α, μη τα ρωτάς αυτά τα πράγματα», μου είπε. «Γίνονται, γίνονται — ξέρω κι εγώ;»