Στο ρελαντί (γιατί δεν γίνεται αλλιώς)

Στο ρελαντί (γιατί δεν γίνεται αλλιώς)

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Έχει ζέστη αυτή τη στιγμή που γράφω. Η δουλειά που κάνω είναι τέτοια που δεν την αγαπά τη ζέστη. Αλλά είναι μία δουλειά που πρέπει να γίνει. Και ποια δεν είναι, άλλωστε. Και σάμπως την αγαπά τη ζέστη. Αλλιώς δεν θα τη λέγανε δουλειά, θα τη λέγανε φιλοτελισμό. Είναι επίσης μία δουλειά που χρειάζεται διαλείμματα —τα διαλείμματα είναι δομικό κομμάτι της—, αλλιώς θα πέσεις σε λάθη ή δεν θα αποδώσεις όσο καλά πρέπει. Στα διαλείμματα από τη δουλειά, κι ενώ παλιά απλώς κοίταγα τον τοίχο, τα τελευταία χρόνια έχω τη συνήθεια να μιλώ με φίλους. Χθες μίλησα με έξι.

Ένας φίλος μπήκε στη ρύθμιση των 120 δόσεων για το ΤΕΒΕ, μου λέει. Δουλεύει όλη την ημέρα κι αυτός, κάθε μέρα, όλο τον χρόνο, χωρίς Σαββατοκύριακα και τέτοια. Επίσης στα βιβλία σαν και μένα. Και, όπως κι εγώ, κάνει τέτοια πολλά μικρά διαλείμματα για να ξαλεγράρει μέσα στο δωδεκάωρό του. Τα μισά από τα λεφτά που βγάζει πάνε απευθείας σε φόρους και κρατήσεις, πριν καν τα δει. Δουλεύει πολλά χρόνια κι αυτός. Έχει κουραστεί. Συνεχίζει όμως. Δεν γίνεται αλλιώς.

Μια άλλη φίλη έχασε τη δουλειά της, άνοιξε μια άλλη με τον άντρα της, δεν πήγε όσο καλά ήθελαν, και τώρα κάθεται στο σπίτι της και φτιάχνει μόνη χρηστικά αντικείμενα για γάτες: πατάκια για να ξύνουν τα νύχια τους, σπιτάκια για να κρύβονται, «δέντρα» για να σκαρφαλώνουν, τέτοια. Θα προσπαθήσει να μπει σ' αυτή την αγορά από σπίτι σε σπίτι και από στόμα σε στόμα, αν και υπάρχει τρομερός ανταγωνισμός από τα πολύ φτηνότερα εισαγόμενα. Δεν γίνεται αλλιώς.

Άλλη φίλη, επίσης του εκδοτικού χώρου, έσπασε, λέει, τη μέρα της στα τρία: μεταφράζει τρία βιβλία ταυτόχρονα, για τρεις διαφορετικούς οίκους, και στο απ' ανάμεσα κάνει διατάσεις στο πάτωμα του γραφείου της γιατί έχει και τη μέση της, ενώ ένα σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα δηλώνει πού και πού παρουσία και τρίζει τα δόντια του. Στη δουλειά μας πάντα τρέχουμε να προλάβουμε τις ημερομηνίες παράδοσης, οπότε αυτή έχει τρία deadline μπροστά της. Ταυτόχρονα. Δεν γίνεται αλλιώς.

Ένας άλλος μού μίλησε για το δίλημμά του: του προσφέρεται η δυνατότητα να πάρει άδεια από το Μέσο με το οποίο συνεργάζεται σε καθημερινή βάση, αλλά καθώς δεν είναι μισθωτός δεν δικαιούται μισθό — θα είναι οπότε άδεια άνευ αποδοχών. Ευγενικά, την αρνήθηκε. Θα συνεχίσει κανονικά, καθώς αυτό το εισόδημα, μικρό-ξεμικρό, είναι το μόνο που του έχει απομείνει (παλιά ήταν στέλεχος). Αλλιώς δεν θα 'χει για να ψωνίζει τα αναγκαία, μου εκμυστηρεύτηκε. Δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Δεν γίνεται αλλιώς.

Ένας καλός παλιός φίλος, στην ηλικία μου, φέρνει τον πατέρα του στο σπίτι. Ο πατέρας του ζει τα τελευταία δύο χρόνια σε έναν οίκο ευγηρίας? έχει άνοια και δεν είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετείται. Τα χρήματα όμως είναι υπερβολικά πολλά πια και ο φίλος μου δεν μπορεί να τα εξασφαλίσει από κάπου. Θα το παλέψουν με τη γυναίκα του. Άρχισαν να διαβάζουν στο ίντερνετ σχετικές οδηγίες και συμβουλές. Το αποφάσισαν. Δεν γίνεται αλλιώς.

Μία ακόμη φίλη, ή μάλλον συνολικά τρεις σε ένα εξάμηνο, έχασαν τη δουλειά τους από την ίδια εταιρία, που προσπαθεί να περιορίσει το κόστος λειτουργίας της για να μην κλείσει. Η εταιρία έχει πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο και η εν λόγω φίλη τις απολύτως κατάλληλες δεξιότητες για να αντεπεξέλθει με μεγάλη επιτυχία στις απαιτήσεις της δουλειάς. Αλλά ο αριθμός του προσωπικού έπρεπε να μειωθεί επειγόντως. Τώρα, ψάχνει οποιαδήποτε δουλειά γραφείου. Μπορεί να τις κάνει όλες. Η αποζημίωση θα εξανεμιστεί γρήγορα, μου είπε, οπότε θα επιλέξει την πρώτη που θα βρεθεί. Δεν γίνεται αλλιώς.

Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα, για να περνάγαμε τις χίλιες, και τις δυο χιλιάδες, και τις δέκα χιλιάδες λέξεις. Και όχι «βιωματικές ιστορίες» (τι έκφραση…) σαν αυτές που σκαρφίζονται πολλοί, αλλά απλές τέτοιες, και βεβαιωμένες, περιπτώσεις φίλων που μου μίλησαν μόλις. Φίλων που αγωνιούν, που το παλεύουν, που πεισμώνουν, που ελπίζουν. Κυρίως αυτό: που ελπίζουν.

Είναι μια εποχή αυτή που απαιτεί να πάρουμε τον αυτοσεβασμό μας πίσω. Και αυτό είναι πολιτική θέση, όχι λογάκια να λέγονται. Η χώρα δουλεύει στο ρελαντί.

ΥΓ. Έχει ζέστη αυτή τη στιγμή που γράφω. Αύριο όμως θα πέσει η θερμοκρασία, διάβασα. Αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα, και η δουλειά θα προχωρήσει πιο πολύ. Δεν το ελπίζω? το ξέρω. Γιατί; Γιατί δεν γίνεται αλλιώς.