Ο φερετζές της Ζαν ντ' Αρκ

Ο φερετζές της Ζαν ντ' Αρκ

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Γελώ πολύ με τους περισσότερους ανθρώπους που βγαίνουν δημοσίως και λένε στα σοβαρά πως έχουν αναλάβει μία αποστολή. Ψέματα: μία Αποστολή, με άλφα κεφαλαίο. Την Αποστολή να αναμορφώσουν τον κόσμο, να αλλάξουν τα πράγματα, να μας σώσουν κ.ο.κ. Όποτε πέφτω σε τέτοιες περιπτώσεις, έχω πάντα μπροστά μου την εικόνα ενός μουρλού, της Ιωάννας της Λωραίνης ας πούμε, που ακούει Φωνές — ή μιας σύγχρονης Ζαν ντ' Αρκ: ενός δύστυχου σχιζοφρενούς που νομίζει ότι επικοινωνεί με τον Άλφα του Κενταύρου μέσω ραδιοκυμάτων από το λάπτοπ του ας πούμε, και που χρειάζεται καλή και μόνιμη ρύθμιση της φαρμακευτικής αγωγής του για να είναι κάπως λειτουργικός και όχι επικίνδυνος για τον εαυτό του, τους οικείους του και άλλους.

Προφανώς δεν είναι όλοι για γέλια. Εννοείται αυτό. Και σίγουρα δεν είναι όλοι ίδιοι. Αντιθέτως. Στο ένα άκρο του πελώριου φάσματος υπάρχουν πολλοί άξιοι άνθρωποι, που θέλουν στ' αλήθεια να αφήσουν το στίγμα τους σε κάτι και το διαλαλούν με κάθε τρόπο. Οι πιο πολλοί από αυτούς ασχολούνται με ένα χόμπι: το τρέξιμο, το διάβασμα, την ικεμπάνα. Ή είναι παράγοντες, έφοροι και τα τοιαύτα, σε αθλητικούς συλλόγους. Ή βάζουν υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές.

Είναι καλοί άνθρωποι. Γλυκείς, οι περισσότεροι. Και ναι μεν λένε ότι έχουν την πετριά της Αποστολής, ναι μεν επενδύουν ό,τι έχουν και δεν έχουν στην ευόδωση του στόχου τους —να αλλάξουν τα κακώς κείμενα στον τομέα των ενδιαφερόντων τους, κάπως έτσι—, αλλά τέλος πάντων καλά κάνουν. Συνήθως, δεν ενοχλούν κανέναν. Θα μπορούσαν βέβαια πολύ απλά να πουν ότι τους κολακεύει η δημοσιότητα, ή ότι χαίρονται να μιλούν για το όνομά τους, ή, με μια λέξη, να «φαίνονται» (όπως ο μακαρίτης ο Μητσάρας). Θα μπορούσαν να πουν ότι, διάολε, θέλουν να κάνουν τη δουλίτσα που οι άλλοι αποδεδειγμένα δεν έχουν καταφέρει να κάνουν — κάτι θεάρεστο και ηρωικό: να κάνεις τη λάντζα. Κάποιοι το μαρτυρούν, πράγματι, και τους χαιρόμαστε. Άλλοι όμως πέφτουν θύματα της εκλογίκευσης, αυτής της αρχαίας μαλαγάνας που κολυμπά μέσα στον καθένα μας. Ας είναι.

(Στο απέναντι άκρο του φάσματος, πάλι —κι εκεί πράγματι δεν είναι για γέλια—, υπάρχουν κτήνη όπως ο Κουφοντίνας, π.χ., που πιστεύει ότι είναι άγγελος Κυρίου, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα ναζιστικό κόπρανο που αγαπά τον πόνο του άλλου, ίδια κατηγορία με τους Ρουπακιάδες και άλλα τέτοια ζώα. Άνθρωποι δηλαδή φτιαγμένοι για να οδηγούν πλήθη αντρών, γυναικών και παιδιών στα κρεματόρια, μα που η ζωή τα 'φερε έτσι ώστε να αρκούνται σε ένα κουμπούρι ή ένα σουγιά. Άνθρωποι σε Αποστολή Θανάτου.

Δεν μιλώ ποτέ για δαύτους, γιατί τούς σιχαίνεται το είναι μου.)

Αλλά το φαινόμενο της Αποστολής —σε ανθρώπινα, «λογικά» πλαίσια— με απασχολεί πολύ, καθώς πια δεν κρύβεται: όλοι μας είμαστε γυμνοί στα social media, και τίποτε δικό μας δεν μένει κρυφό, ακόμη και αν θέλουμε επιμελώς να το κρύψουμε? ακόμη κι αν νομίζουμε (και πάλι εκλογικεύοντας!), ακόμη κι αν έχουμε πείσει ώς και τον ίδιο μας τον εαυτό ότι τάχα θέλουμε να το κρύψουμε.

Γιατί, ξέρετε, αν κάτι παθαίνουμε δικτυωμένοι όλη την ημέρα, δεν είναι άλλο από το φούσκωμα —σαν το ζυμάρι με τη μαγιά— της ανάγκης μας να πούμε φωναχτά ποιοι στ' αλήθεια είμαστε, ακόμη και αν πρέπει να επινοήσουμε έναν άλλο εαυτό, ή μία ολόκληρη σειρά από άλλους εαυτούς και προσωπικότητες για να τους παρουσιάσουμε γυμνούς στον Άλλο. Και λέω ότι με απασχολεί, γιατί εντέλει φυσικά και δεν υπάρχει κανείς —πλην των προαναφερθέντων μουρλών— που να πιστεύει πράγματι πως είναι σε Αποστολή. Ανοησίες. Η μόνη αποστολή που μπορεί να έχει κανείς είναι να αισθάνεται την αγάπη και τον θαυμασμό των πολλών — και να βγάλει λεφτά. Κανείς ασχολείται με ό,τι ασχολείται για δόξα, σεξ και χρήματα, και όχι βέβαια επειδή άκουσε μια αυστηρή φωνή μέσα από τα σύννεφα να τον καλεί με το μικρό του όνομα.

Ο φερετζές της Αποστολής, παρ' όλα αυτά, πέφτει πολύ συχνά, όσο προσεκτικός και αν είναι αυτός που τον φορά. Και δεν ξαναμπαίνει στη θέση του. Άπαξ και γλιστρήσει, τελείωσε το πράγμα.

Και, όπως ξέρει και ένα μικρό παιδάκι, αυτό φαίνεται περισσότερο, με κρυστάλλινη διαύγεια, στους τσαρλατάνους πολιτικούς. Στις μεγάλες μαφίες. Μάλιστα, όσοι, π.χ., μιλούν για μεγάλα οράματα και μεγάλες ιδέες, όσοι διαλαλούν ότι ήρθαν εδώ σαν άλλοι Μωυσείς για να μας οδηγήσουν στη λεφτεριά και στη γη τής του Κυρίου επαγγελίας, όσοι ισχυρίζονται ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, όσοι ορκίζονται ότι θα σκίσουμε τα Μνημόνια, ότι θα μοιράσουμε μιστά και θα φέρουμε ποτάμια —οι λαοπλάνοι, οι σκιτζήδες, οι τωόντι μεγάλες μαφίες—, τείνουν να χάσουν τον φερετζέ τους απότομα και εύκολα στην πρώτη κιόλας στραβή, παρά το προσωρινό μεγάλο τους γκελ στους ψηφοφόρους. Λέγε με Τσίπρα.

Για να μη μακρηγορώ: θέλουμε ανθρώπους να κάνουν τη δουλειά. Τα ρέστα είναι άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε. Είναι ψέματα: μία φενάκη, ένας φερετζές. Μην εμπιστεύεστε όποιον λέει ότι είναι σε αποστολή. Δεν είναι. Λέει ψέματα ότι είναι. Λέει ψέματα, και την ίδια στιγμή σάς κοιτά στο πορτοφόλι — αν δεν σας το έχει αρπάξει ήδη. Μην εμπιστεύεστε όποιον πουλά μεσσιανισμό. Δεν υπάρχουν μεσσίες, παρά μόνο οι φανατικοί οπαδοί τους. Να εμπιστεύεστε όποιον έχει το θάρρος να πει ότι πρέπει να μας βγει η πίστη για να σωθούμε, για να βάλουμε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μας και για να ζήσουμε μέχρι αύριο που θα 'ναι, πρώτα ο Θεός, μια στάλα καλύτερα τα πράγματα. Και για να κλείσει εκείνη η τρύπα που χάσκει στην άσφαλτο. Και που αποδεδειγμένα είναι έτοιμος να ανασκουμπωθεί και ν' αφήσει τη βολή του για να δείξει πώς το εννοεί όλο αυτό. Πώς μπορεί να κλείσει η τρύπα.